Η Πτώση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων

«Η Αυστρία είναι το εργοστάσιο της συντέλειας του κόσμου»

Κaρλ Κράους

 «…και τα χρόνια κύλησαν σαν ομοιόμορφες, στρογγυλές, αθόρυβες ρόδες». Έτσι κύλησαν τα χρόνια μέσα στην επικράτεια της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, όπως ακριβώς το λέει ο Γιόζεφ Ροτ στο μυθιστόρημά του «Εμβατήριο Ραντέτσκυ», «τον παλιό καιρό ήταν πιο εύκολα τα πράγματα! Όλα ήταν σίγουρα. Κάθε πέτρα βρισκόταν στη θέση της και οι δρόμοι της ζωής ήταν όλοι σωστά στρωμένοι». Αλλά κάθε ανατολή έχει τη δύση της, την ακμή ακολουθεί η παρακμή. Έτσι και η αυτοκρατορία των Αψβούργων ακολούθησε κι αυτή τη μοίρα της. Δεν καταλύθηκε από μια επανάσταση αλλά από έναν πόλεμο και πνίγηκε, στη συνέχεια, από την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού.

Σ’ αυτό το άρθρο θα παραθέσουμε τις μαρτυρίες και τις αναμνήσεις μερικών από αυτούς που έζησαν τα γεγονότα. Είναι διανοούμενοι και καλλιτέχνες που έζησαν και ανδρώθηκαν μέσα στις μέρες μιας αυτοκρατορίας που επέζησε του αιώνα της ακμής της. Κατά διαβολική σύμπτωση είναι όλοι τους Εβραίοι. Η φυλή που επιβουλεύτηκε και βάλθηκε να αφανίσει ο Αδόλφος Χίτλερ. Ένας Αυστριακός. Δηλαδή ένας συμπατριώτης τους.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η χιλιόχρονη Αυτοκρατορία

 Το συνέδριο της Βιέννης κατέστησε την Αυτοκρατορία της Αυστρίας μεγάλη δύναμη της Κεντρικής Ευρώπης και έθεσε ακόμα και την Ιταλία, υπό την κυριαρχία της. Μέσα στα όρια της κραταιάς αυτοκρατορίας ζούσε ένα απίστευτα πλούσιο μωσαϊκό εθνοτήτων, ώστε οι γερμανοαυστριακοί, δεν αποτελούσαν παρά μια μειονότητα. Αν εξαιρέσουμε την Ιταλία, που απολάμβανε ενός είδους αυτονομία, χάρις στο λομβαρδοενετικό βασίλειο, οι εθνότητες που απάρτιζαν την αυτοκρατορία ήταν, Τσέχοι της Βοημίας, Πολωνοί της Γαλικίας, Σέρβοι του Δούναβη, Ρουμάνοι της Τρανσυλβανίας, Ιταλοί της Τεργέστης, Σλοβένοι, Κροάτες, Μαγυάροι της Ουγγαρίας. Όλοι αυτοί, όμως, προσέβλεπαν στην ανεξαρτησία τους και  ελάχιστα ένιωθαν την ανάγκη να υποταχθούν στου Αψβούργους.

Ο Μέτερνιχ, απόστολος της απολυταρχίας, με τη στιβαρή διακυβέρνησή του, κατόρθωσε να συγκρατήσει την ανά πάσα στιγμή υπό διάλυση αυτοκρατορία. Αλλά στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα ξέσπασαν, παντού στην Ευρώπη, επαναστάσεις. Το ίδιο συνέβη και στην αυτοκρατορία – μωσαϊκό. Οι διαδηλώσεις των φοιτητών στη Βιέννη κατέληξαν σε στάση. Ο άλλοτε παντοδύναμος Μέτερνιχ, φεύγει. Ο πανικόβλητος Αυτοκράτωρ Φερδινάνδος παραχωρεί Σύνταγμα με ελευθερίες στους πολίτες της επικράτειάς του, οι μειονότητες κινητοποιούνται, το κύρος της, έως πριν λίγο εγγυήτριας της ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων αυτοκρατορίας ,καταρρακώνεται. Ωστόσο, ένα μόλις χρόνο μετά την επανάσταση, το 1849, η ισχύς και η ενότητα της αυτοκρατορίας αποκαθίσταται βασιζόμενη στο θεσμό του αυτοκράτορα, που ενσάρκωνε η δυναστεία των Αψβούργων, η οποία κυβερνούσε τη χώρα για επτά περίπου αιώνες.

Η Πρωσία έχει ενώσει στο μεταξύ τους Γερμανούς, οπότε ο Μπίσμαρκ συμβουλεύει το ομογάλακτο έθνος, που άρχει στην Αυστροουγγαρία, να στραφεί προς νότον και να καρπωθεί την, υπό διάλυση, Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι ο μόνος τρόπος για να αποτρέψει τη δικό της διαμελισμό. Προκειμένου να αποτραπεί αυτή η επαπειλούμενη αποσύνθεση του μεγάλου αυτού πολυεθνικού κράτους, η Ευρώπη εξωθείται στη πρώτη παγκόσμια σύρραξη. «Η Αυστροουγγαρία βγαίνει διαμελισμένη από τη σύγκρουση που είχε προκαλέσει για να διασωθεί. Τα δύο κύρια τμήματα της παλαιάς Αυτοκρατορίας των Αψβούργων χωρίζονται οριστικά. Τα εδάφη τους ακρωτηριάζονται. Δεν διαθέτουν πλέον καμία έξοδο στη θάλασσα και δεν αποτελούν παρά δύο δευτερεύοντα κράτη, μόλις ισχυρότερα από τα νέα κράτη που γεννιούνται με την ανεξαρτητοποίηση των μειονοτικών λαών. Επιπλέον απαγορεύεται στη Γερμανία και την Αυστρία να πραγματοποιήσουν το Anschlus, δηλαδή να συνενωθούν σε ενιαίο γερμανικό κράτος»[1]

Ανάμεσα στα 1890 και στα 1920 η πολιτική ζωή της Αυστρίας κυριαρχείται από τρία διαφορετικά πολιτικά κινήματα : τον παγγερμανισμό, τον χριστιανοκοινωνισμό και το δημοκρατικό σοσιαλισμό.

Νοσταλγός της αίγλης του παρελθόντος

Ο Εβραίος Γιόζεφ Ροτ, γεννημένος το 1894 στη Γαλικία, κοντά στα ρωσικά σύνορα, που τότε ανήκε στο αυτοκρατορικό έδαφος της Αυστροουγγαρίας, έγραφε το 1932 ένα σπουδαίο μυθιστόρημα με τίτλο «Εμβατήριο Ραντέτσκυ». Πρόκειται για μια ελεγεία για την Αυστρία των Αψβούργων και τον μακρόβιο Αυτοκράτορά της Φραγκίσκο Ιωσήφ. Μέσα από την τύχη τριών γενεών μιας οικογένειας που εργάζονται στην  υπηρεσία του στέμματος παρακολούθησε την πτώση της αυτοκρατορίας και το θάνατο του προτελευταίου αυτοκράτορα. Μια πτώση που συγκλόνισε βαθειά το συγγραφέα ο οποίος νοσταλγούσε το χαμένο παρελθόν και φοβόταν την έλευση ενός ανέστιου μέλλοντος. «Η πιο αξέχαστη εμπειρία μου ήταν ο πόλεμος και το τέλος της πατρίδας, της μοναδικής που είχα ποτέ :  της αυστροουγγρικής μοναρχίας», έγραψε το 1932. Ενώ στον πρόλογο του εν λόγω μυθιστορήματος πρόσθετε εμφατικά : «μου επέτρεπε να είμαι πατριώτης και πολίτης του κόσμου συγχρόνως, και επίσης ένας Γερμανός ανάμεσα σε όλους τους λαούς της Αυστρίας. Αγαπούσα τις αρετές και τις αξίες αυτής της πατρίδας και ακόμα και σήμερα που έχει πεθάνει οριστικά, αγαπώ μέχρι και τα μειονεκτήματα και τις αδυναμίες της». Καθόλου μακριά από αυτή τη λογική και Ζίγκμουντ  Φρόυντ, που δήλωνε την ημέρα της ανακωχής του 1918 : «δεν θέλω να ζήσω οπουδήποτε αλλού… Θα συνεχίσω να ζω στον ακρωτηριασμένο κορμό της και απλώς θα παριστάνω πως τίποτα δεν έχει αλλάξει».

Αλλά ας δούμε πως ορίζει σε μια παράγραφο την εποχή της ακμής της αυστροουγγρικής μοναρχίας, ένας σύγχρονός μας συγγραφέας ο νομπελίστας νοτιοαφρικανός  J. M. Couzie: « στο απόγειο της ηγεμονίας του, η οποία άρχισε το 1848 και διήρκησε ως το 1916 ο αυτοκράτορας της Αυστρίας και βασιλιάς της Ουγγαρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ εξουσίαζε περισσότερους από 50 εκατομμύρια ανθρώπους. Από αυτούς, ούτε ο ένας στους τέσσερεις δεν είχε μητρική του γλώσσα τη γερμανική. Ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας της Αυστρίας ο ένας στους δύο κατοίκους ήταν σλάβος.»[2]

Στον κόσμο του χθες

Σ’ αυτό το πολυεθνοτικό κράτος  με τις έντονα αποσχιστικές τάσεις των εθνών που το αποτελούσαν ένας μειονοτικός ο γερμανόφωνος  εβραιοαυστριακός συγγραφέας  Στέφαν Τσβάιχ ένιωθε πως ζούσε στο «χρυσό αιώνα της ασφάλειας». «Τα πάντα», γράφει στην αυτοβιογραφία του με τον εύγλωττο τίτλο «Ο κόσμος του χθες», «στη χιλιόχρονη σχεδόν αυστριακή μοναρχία μας φαίνονταν να έχουν δημιουργηθεί με γνώμονα η σταθερότητα, κι ο απώτερος εγγυητής για αυτή τη σταθερότητα ήταν το ίδιο το κράτος. Τα δικαιώματα που αναγνώριζε στους πολίτες επικυρώνονταν απ’ το Κοινοβούλιο, μια αντιπροσωπεία ελεύθερα εκλεγμένη από το λαό και οι υποχρεώσεις απέναντι στην πολιτεία ήταν οριοθετημένες με σαφήνεια. Το νόμισμά μας, η αυστριακή κορώνα κυκλοφορούσε σε χρυσά αστραφτερά νομίσματα διασφαλίζοντας έτσι την αξία της. Ο καθένας ήξερε πόσα είχε, πόσα ακριβώς του αναλογούσαν, τι ήταν νόμιμο και τι παράνομο».[3] Και πιο κάτω επιχαίρει πως παντού «δέσποζε η λογική» και πως «τα πάντα ήταν σταθερά και αμετάβλητα στην μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, και πάνω απ’ όλα ο γηραιός Αυτοκράτορας». Μιλάει θαυμαστικά για «τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας που λάμβαναν χώρα καθημερνά».[4] Όσο για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τη Βιέννη ισχυρίζεται πως « Δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς στην Ευρώπη μια πόλη όπου ο πόθος για την κουλτούρα να υπήρξε φλογερότερος»[5]. Αντιπαραβάλλει στον γερμανικό πόθο για πρωτιά την ήσυχη, φιλική, καλόκαρδη συνύπαρξη, απαλλαγμένη μάλιστα από ζηλοφθονίες, των Βιεννέζων. Φαίνεται όμως πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο «αγγελικά πλασμένα», αλλιώς ο συμπατριώτης του Τσβάιχ, επίσης Εβραίος και επίσης συγγραφέας  Άρτουρ Σνίτσλερ (1862 – 1931), δεν θα διαπίστωνε αποδυνάμωση του φιλελευθερισμού, καθώς και το ότι μεγάλα τμήματα μικροαστών πιεζόμενα οικονομικά και συντασσόμενα με την χριστιανοσοσιαλιστική κίνηση, επιτίθονταν στην εβραϊκή μειονότητα, θεωρώντας την υπαίτια όλων των δεινών.

Πιο συγκεκριμένα, ο Σνίτσλερ στην δική του αυτοβιογραφία «Νιότη στη Βιέννη (1862-1889)», αναφέρει γεγονότα που ο Τσβάιχ απέφευγε να δει, ή εν πάσει περιπτώσει, να αναφέρει : «ο αντισημιτισμός εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο στους φοιτητικούς κύκλους. Οι εθνικογερμανικοί συνδέσμοι είχαν αρχίσει να απομακρύνουν από τις τάξεις τους κάθε Εβραίο ή εβραϊκής καταγωγής φοιτητή· κάθε άλλο παρά ασυνήθιστα φαινόμενα ήταν οι μαζικές συγκρούσεις στους δρόμους κατά τη διάρκεια του καθιερωμένου σαββατιάτικου πρωινού περιπάτου, καθώς και το βράδυ την ώρα της εξόδου σε ταβέρνες και μπυραρίες ανάμεσα στους αντισημιτικούς φοιτητικούς συνδέσμους και τις φιλελεύθερες εθνικές ενώσεις και ομάδες, μερικές από τις οποίες αποτελούνταν κατά μεγάλο μέρος από Εβραίους (καθαρά εβραϊκοί μάχιμοι σύλλογοι δεν υπήρχαν τότε)»[6].

Η αντίθετη οπτική στον κόσμο του χθες

Αλλά και για την ειδυλλιακή εικόνα της Βιέννης, ανέμελης και ελαφρόκαρδης πρωτεύουσας της περιώνυμης BelleEpoce, που παρουσιάζει ο Τσβάιχ έχουμε τον αντίλογο από τον εβραιοαυστριακό συγγραφέα Χέρμαν Μπροχ (1886 – 1951). Συγκεκριμένα στη μελέτη του ο «Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του», γράφει : «κατ’ ουσίαν ήταν λιγότερο μια πόλη της τέχνης και περισσότερο η παραδειγματική πόλη της διακοσμητικής. Σε συμφωνία με την τάση της για τη διακοσμητική η Βιέννη ήταν μια περισσότερο εύθυμη πόλη, συχνά βλακωδώς πιο εύθυμη, αλλά με μια μικρή αίσθηση του πηγαίου χιούμορ, της δηκτικότητας και της αυτοειρωνείας»[7]. Και ακόμα : «όντας η μητρόπολη του «κιτς» η Βιέννη έγινε επίσης η μητρόπολη του κενού των αξιών που χαρακτήριζαν εκείνη την εποχή»[8]. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο εκφράζει την άποψη πως η Βιέννη ήταν το κέντρο της ευρωπαϊκής κατάρρευσης των αξιών, «και ασφαλώς αυτή ήτανε μια παράλογη τιμή και διάκριση». Ωστόσο καθόλου παράλογη συνεχίζει, αν σκεφτεί κανείς την «κοινωνικοπολιτική δομή της Αυστρίας». Ο Μπροχ στο ίδιο βιβλίο αποδομεί και την προσωπικότητα του προτελευταίου μονάρχη των Αψβούργων : «όσο περισσότερο γερνούσε ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, τόσο περισσότερο βυθιζόταν στο κενό, τόσο περισσότερο ταύτιζε τον εαυτό του με το κράτος, του οποίου το θανάσιμο πεπρωμένο είχε συνδεθεί με το δικό του και με την απομονωμένη αφαιρετικότητα την οποία ήταν εξαναγκασμένος να μεταφέρει»[9] .

Παρόλα αυτά, ο έως θανάτου περίλυπος για την πτώση της μοναρχίας Γιόζεφ Ροτ δίνει μια εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα του μονάρχη στο μυθιστόρημά του «Η κρύπτη των καπουτσίνων» : «μόνος και γέρος, μακρινός και κατά κάποιο τρόπο απολιθωμένος, ωστόσο κοντά σε όλους μας και πάντα παρών στο μεγάλο πολύχρωμο βασίλειο ζούσε και βασίλευε ο γέρος Κάιζερ Φραγκίσκος Ιωσήφ. Ίσως στ’ απόκρυφα βάθη των ψυχών μας να κοιμόνταν εκείνες οι βεβαιότητες, που ο κόσμος ονομάζει προαισθήματα, και πάνω απ’ όλα η βεβαιότητα πως ο γέρος Καίζερ με κάθε μέρα που ζούσε πλησίαζε ακόμα περισσότερο το θάνατο και μαζί μ’ αυτόν και η μοναρχία, όχι τόσο η πατρίδα μας, όσο το βασίλειό μας, κάτι πιο μεγάλο, πιο πλατύ και ανώτερο από μια απλή πατρίδα»[10].  Δεν έμεινε όμως μόνο στα λόγια ο εβραιοαυστριακός συγγραφέας, αλλά με μια εμμονή που καταντούσε επικίνδυνη, και εν πολλοίς, γελοία, όταν πια όλα είχαν τελειώσει και ο Χίτλερ είχε καταλάβει την εξουσία, έλεγε στον φίλο το Στέφαν Τσβαιχ «θέλω πίσω τη μοναρχία», ανέπτυσσε σχέσεις με μέλη της οικογένειας των Αψβούργων και το 1938 επιδίωξε να συναντήσει τον τελευταίο Καγκελάριο πριν το Άνσλους, Σούσνικ και να τον πείσει πως η παλινόρθωση ήταν ένα αναγκαίο και σωτήριο βήμα. Δεν τα κατάφερε να γίνει δεκτός από τον Καγκελάριο , αλλά συνάντησε τον αρχηγό της αστυνομίας της Βιέννης, ο οποίος του ζήτησε να εγκαταλείψει άμεσα τη χώρα. Ο ίδιος προέτρεπε από το 1932 ακόμα τους φίλους και τους ομόφυλούς του : «καιρός να φεύγουμε! Καίνε τα βιβλία μας, αλλά πρόκειται για μας. Πρέπει να φύγουμε έτσι ώστε να μην ρίξουνε στο καμίνι παρά μόνο βιβλία».

Ο αυτοκράτορας που θαύμαζε ο Γιόζεφ Ροτ και συνέθεσε προς τιμήν του ολόκληρο μυθιστόρημα, δεν ήταν για τον Μπροχ παρά ένας αληθινά κοντόφθαλμος, στενοκέφαλος και μικρών διαστάσεων άνθρωπος». Όσο για την Αυστρία της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ασφάλειας και της σταθερότητας που φιλοτέχνησε ο Τσβάιχ να τι λέει ο Μπροχ : «περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού εδώ υπήρχε μια κοινωνία χωρίς κράτος, κι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτή η κοινωνία όντας αριστοκρατική και συμπεριφερόμενη ως τέτοια, αλληθώριζε συνεχώς πέρα από τα εθνικά σύνορα στο χώρο του διεθνισμού, αλλά μάλλον στο ότι αυτά τα σύνορα περιέκλειαν μια αφηρημένη οντότητα, παρά ένα κράτος»[11].

Οι αναμνήσεις της Χάνα Άρεντ και του Ελίας Κανέτι

Ενάντια στο χιμαιρικό αψβουργικό μύθο που δημιούργησε ο Τσβάιχ από τη μια και ο Ροτ από την άλλη, υψώνεται μια ακόμα κριτική φωνή, αυτή της Χάνα Άρεντ, η οποία το 1948 σε άρθρο της με τίτλο «Εβραίοι στον κόσμο του χθες» υποστήριζε, : «φυσικά ο κόσμος που περιγράφει ο Τσβάιχ, είναι κάθε άλλο παρά ο κόσμος του χθες, φυσικά ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου δεν ζούσε τελικά μέσα στον κόσμο, αλλά στην άκρη του. Τα χρυσά κάγκελα αυτού του μοναδικού προστατευμένου φυσικού πάρκου ήταν πολύ χοντρά και εμπόδιζαν στους κατοίκους κάθε ματιά και κάθε εικόνα που θα μπορούσε να ενοχλήσει τη ζωή και την απόλαυσή τους : κι αυτό σε τέτοιο βαθμό, που ο Τσβάιχ δεν αναφέρει ούτε μια φορά το τρομερότερο και πιο μοιραίο γεγονός της μεταπολεμικής εποχής, την ανεργία, η οποία είχε πλήξει την πατρίδα του την Αυστρία χειρότερα από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα»[12].

Εδώ αξίζει να προσθέσουμε τη φωνή του Βουλγαροεβραίου συγγραφέα Ελίας Κανέτι, που έζησε στη Βιέννη ως το 1938, από τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του, «Το παιχνίδι των ματιών (1931-1937)»[13] : «τα πράγματα ήταν άσχημα, το πόσο άσχημα ήταν, αυτό μπορούσε να το δει κανείς από τον αριθμό των ανέργων. Όταν χιόνιζε, άκουγες τον κόσμο να λέει : «χαρά που θα κάνουν οι άνεργοι!» Για το φτυάρισμα του χιονιού προσλαμβάνονταν από τον δήμο της Βιέννης άνεργοι, οι οποίοι είχαν έτσι βραχυπρόθεσμα ένα κάποιο εισόδημα. Τους έβλεπες να φτυαρίζουν και για χάρη τους επιθυμούσες περισσότερο χιόνι».

Ένας άλλος εξαιρετικά σημαντικός συγγραφέας, μέγας σατυρικός και κριτικός απέναντι στα πράγματα, ο Εβραιοαυστριακός Καρλ Κράους (1874 – 1936), ο οποίος ασκούσε τεράστια επιρροή στην λογοτεχνία, αλλά και την πολιτική των συγχρόνων του, ήταν ριζικά αντίθετος στην συμμετοχή της Αυστροουγγαρίας στον Μεγάλο Πόλεμο. Μετά δε την κατάρρευση της αυτοκρατορίας δεν προσπάθησε να εξωραΐσει την προπολεμική εποχή, αφού η BelleEpoce ήταν προσηλωμένη στο εμπόριο και το χρηματιστήριο. Η ηθική εξαρτιόταν μονάχα από την σταθερότητα του νομίσματος. Η ιδεολογίες κατέρρεαν, οι παραδοσιακές αξίες εξέπιπταν και ο κόσμος οδηγείτο στην καταστροφή χορεύοντας στους ρυθμούς του βαλς.

Πάλι στο χθες και τον κόσμο του

Κάνοντας την αυτοκριτική, τη δική του αλλά και της γενιάς του, ο Τσβάιχ παραδέχεται : «Η πόλη ήταν αναστατωμένη από τις εκλογές, κι εμείς τρέχαμε στις βιβλιοθήκες. Οι μάζες εξεγείρονταν κι εμείς γράφαμε και σχολιάζαμε ποιήματα. Δε βλέπαμε τα πύρινα σημάδια στον τοίχο κι απολαμβάναμε αμέριμνοι τα ακριβά εδέσματα της τέχνης. Και μονάχα δεκαετίες αργότερα, όταν γκρεμίστηκαν στα κεφάλια μας στέγες και τείχη συνειδητοποιήσαμε πως τα θεμέλια είχαν υποσκαφθεί από καιρό και πως η έλευση του αιώνα είχε σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους της ατομικής ελευθερίας στην Ευρώπη»[14].    Και παρακάτω διαπιστώνει «Εμείς όμως, που προλάβαμε να γνωρίσουμε τον κόσμο της ατομικής ελευθερίας, ξέρουμε καλά, και μπορούμε να το πιστοποιήσουμε κιόλας, πως η Ευρώπη χαιρόταν κάποτε αμέριμνη την ποικιλοχρωμία του καλειδοσκοπίου της. Κι αισθανόμαστε φρίκη, βλέποντας σε τι μιζέρια, συσκότιση, σκλαβιά και ηθικό τέλμα έχει περιπέσει ο δικός μας κόσμος εξαιτίας της ίδιας του  της αυτοκαταστροφικής οργής»[15].

Αρμαγεδδών

Και ήρθε η 28η Ιουνίου 1914, εκείνη η μοιραία μέρα του πυροβολισμού στο Σεράγεβο και το βαλς της απόλαυσης και της ανεμελιάς έγινε βαλς της καταστροφής, ένα βαλς που εκτελείται στο χείλος της αβύσσου. Τότε ήταν, όπως το λέει ο Τσβάιχ, που «έπεσε στο Σεράγεβο εκείνος ο πυροβολισμός που συνέτριψε μέσα σ’ ένα και μόνο δευτερόλεπτο σε χίλια κομμάτια, τον κόσμο της ασφάλειας και της δημιουργικής λογικής, όπου ανατραφήκαμε, μεγαλώσαμε και κατοικίσαμε, σα να ήταν ένα άδειο πήλινο βάζο»[16]. Πρόκειται βέβαια για τη δολοφονία του πρίγκιπα Φερδινάνδου και της συζύγου του από ένα Σέρβο φοιτητή που αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη του  Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Τέτοιο καλοκαίρι είχαμε να δούμε πολύ καιρό… Θα ‘ναι ένα καλοκαίρι που δύσκολα θα ξεχάσουμε», μονολογούσαν γοητευμένοι οι άνθρωποι, εξαιτίας φυσικά του καιρού. Και όπως αποδείχθηκε πολύ γρήγορα το καλοκαίρι εκείνο χαράχτηκε στις μνήμες, όχι μόνο των ανθρώπων που το έζησαν, αλλά και επόμενων γενιών, κατά τη διάρκεια τουλάχιστον του μεσοπολέμου, μέχρι να ξεθωριάσει από τις μέρες που ακολούθησαν το φθινόπωρο του 1939 όταν ξεκινούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Στην αρχή επικράτησε ένας ενθουσιασμός, μια πίστη πως ο πόλεμος θα ήταν νικηφόρος και θα δικαίωνε τον επιτιθέμενο. Δύο χρόνια αργότερα μετά την αφαίμαξη στα πεδία των μαχών, ο πυρετός υποχωρούσε, η ηθική κάθαρση δεν ερχόταν και ο αυτοκράτορας πέθανε. Μαζί του πίστευαν οι αυστριακοί θα ενταφιαζόταν και η αίγλη της μακρόβιας μοναρχίας. Δυο χρόνια αργότερα η Αυστρία «παράπαιε στον χάρτη της Ευρώπης σαν μια ακαθόριστη, γκρίζα και άψυχη σκιά της παλιάς αυτοκρατορικής μοναρχίας, σαν ένας κουτσουρεμένος κορμός που έβγαζε ρητίνη από όλες τις αρτηρίες»[17].

Η Αυστρία έχασε τον πόλεμο, ακρωτηριάστηκε κι έτσι ταπεινωμένη και καθημαγμένη υποχρεώθηκε, αφού δεν της επιτράπηκε να ενωθεί με την ηττημένη Γερμανία, να επιβιώσει ως ανεξάρτητο κράτος, κάτι που, όπως λέει ο Τσβάιχ, ήταν ενάντια τη θέλησή της. «Υποχρεούσαι να υπάρχεις!», τη διέταξαν.

Μεσοπόλεμος

Ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας  E. Grayόταν κηρύχτηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, δήλωνε δυσοίωνα: «Τα φώτα σβήνουν σ’ όλη την Ευρώπη» και ακόμη πιο δυσοίωνα συμπλήρωνε: «δεν πρόκειται να τα δούμε να ξανανάβουν στη διάρκεια του βίου μας». Αυτή η εσχατολογική προφητεία συνοδεύτηκε κι ενισχύθηκε από το ογκώδες βιβλίο του Καρλ Κράους με τον εύγλωττο τίτλο : «Η τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας».

Οι νικητές θα υπαγόρευαν τους όρους τους, οι ηττημένοι θα ζούσαν τις μέρες της τιμωρίας τους, για τους περισσότερους τα πρώτα, τουλάχιστον, χρόνια της τιμωρίας υπήρξαν τραυματικά. Ωστόσο, ο κόσμος  χρειαζόταν κάτι να ξεχαστεί. Μην ξεχνάμε πως οι αξίες είχαν εκπέσει, οπότε ο κόσμος βρέθηκε «στη δίνη μιας ενθουσιώδους έκστασης, ενός άγριου τσαρλατανισμού. Ήταν ο χρυσός αιώνας για κάθε τι το αλλόκοτο και το ανεξέλεγκτο : την θεοσοφία, τον αποκρυφισμό, τον πνευματισμό, τον υπνωτισμό, την ανθρωποσοφία, την χειρομαντεία, τη γραφολογία, την ινδική γιόγκα και τον παρακελσιακό μυστικισμό». Ο καθένας ριχνόταν σε «κάθε τι που υποσχόταν ακραίες συγκινήσεις : κάθε είδους ναρκωτικού, μορφίνη, κοκαΐνη και ηρωίνη. Στο θέατρο απήχηση είχαν τα έργα που έφερναν στη σκηνή αιμομιξίες και πατροκτονίες, και στην πολιτική ο κομμουνισμός και ο φασισμός ήταν τα μόνα θέματα συζήτησης που ενέκριναν οι πάντες. Αντίθετα κάθε τι φυσιολογικό και μετρημένο ήταν σε κάθε περίπτωση απορριπτέο»[18]. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα εκτροχιασμού έγιναν προσπάθειες για την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης. Αλλά όπως και στην γειτονική και ομόγλωσση Γερμανία, δεν υπήρχε και στην Αυστρία δημοκρατική παράδοση.

Ο αυστριακός φασισμός

Ο παγγερμανισμός και ο χριστιανοκοινωνισμός είχαν αυταρχικές αφετηρίες. Η σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να παραμερίσει τους μαρξιστές, έτσι ένας κίνδυνος ήταν ορατός και απειλούσε, όχι μόνο τα θεμέλια της δημοκρατίας, αλλά και την έκρηξη ενός νέου πολέμου και δεν ήταν άλλος από τον εθνικοσοσιαλισμό. Όπως τονίζει ο Στάνλεϊ Πέιν στην «Ιστορία του φασισμού»[19] ,ο γερμανόφωνος εθνικοσοσιαλισμός είχε γεννηθεί στην ευρύτερη Αυστρία το 1903 – 1904. Η βάση του αρχικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, που από το 1918 μετονομάστηκε σε Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, βρισκόταν στη Βοημία – Μοραβία (δηλαδή στη μετέπειτα Τσεχοσλοβακία). Η ύφεση ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία για να αναδυθεί ο ναζισμός. Έτσι το 1930 η Heimwehr(φρουρά του οίκου), μια παραστρατιωτική οργάνωση δημιουργημένη το 1919 με 1920, αντίστοιχη των γερμανικών Freikorps πήρε στις εκλογές διπλάσιους ψήφους από τους ναζί. Η πρώτη όμως εντυπωσιακή εμφάνιση των αυστριακών ναζί συντελέστηκε το 1932 σε περιφερειακές εκλογές και υποστηρίχθηκαν από μερίδες της μεσαίας τάξης των πόλεων. Το Μάιο του 1932 ο ηγέτης των χριστιανοκοινωνιστών Ενγκελμπέρτ Ντόλφους σχημάτισε κυβέρνηση. «Στα 39 του χρόνια και με ύψος 1,50, ήταν τόσο ο νεότερος, όσο και ο κοντύτερος ηγέτης στην Ευρώπη», γράφει ο Πέιν. Οι σοσιαλιστές αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση κι έτσι ο Ντόρφους άνοιξε την Κερκόπορτα και έβαλε την Heimwehr στην κυβέρνηση. Οι σοσιαλιστές βγήκαν στην παρανομία, όπως και το ναζιστικό κόμμα. Οι πρώτοι εξεγέρθηκαν το Φεβρουάριου του 1934, αλλά η εξέγερσή τους καταπνίγηκε και ο Ντόλφους. Κυρίαρχος πλέον της κατάστασης, οργάνωσε μια defactoδικτατορία, υποστηριζόμενη από τους χριστιανοκοινωνιστές και την ακροδεξιά Heimwehr. Ο Ντόλφους προσπάθησε να σταθεί ανεξάρτητα απέναντι και στο Μουσολίνι, του οποίου είχε την υποστήριξη στην αρχή, και στον Χίτλερ, αλλά δεν τα κατάφερε, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί από τους ναζί τον Ιούλιο του 1934.

Ο Κούρτ Φον Σούσνικ, διάδοχος του Ντόλφους, δεν κατάφερε να συγκρατήσει την αργή, αλλά σταθερή άνοδο, των αυστριακών ναζί. Ωστόσο οι τελευταίοι δεν κατέλαβαν την εξουσία στη χώρα τους. Χρειάστηκε έξωθεν επέμβαση : ο Χίτλερ με μια ξαφνική εισβολή, το Μάρτιο του 1938, ενσωμάτωσε την Αυστρία στο Γ’ Ράιχ. Έτσι όπως επισημαίνει ο Πείν «οι αυστριακοί εθνικοσοσιαλιστές – αν και αναλογικά ένα από τα μεγαλύτερα φασιστικά κινήματα στην Ευρώπη – έγιναν απλώς κάτι περισσότερο από ένα επαρχιακό παρακλάδι των Γερμανών ναζί. 

Επίλογος

Αυτή ήταν η μοίρα της Αυστρίας. Να μείνει στο εξής μια μικρή χώρα χωρίς την έκταση, την επιρροή και την αίγλη του παρελθόντος της. Ποια, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι η μοίρα ενός, έστω μυθιστορηματικού ήρωα, του λάτρη της μοναρχίας Γιόζεφ Ροτ «Γιατί εγώ πίστευα εδώ και καιρό, από τότε ακόμα που γύρισα από τον πόλεμο, ότι κακώς ανήκα στον κόσμο των ζωντανών. Είχα συνηθίσει από παλαιά να παρατηρώ όλα εκείνα τα γεγονότα που οι εφημερίδες ονόμαζαν «ιστορικά», με το δίκαιο βλέμμα κάποιου που δεν ανήκει πια σ’ αυτό τον κόσμο! Εδώ και κάμποσο καιρό δεν ήμουν παρά κάποιος που ο θάνατος του είχε δώσει απεριόριστη άδεια! Και αυτός ο θάνατος μπορούσε κάθε στιγμή να διακόψει την άδειά μου. Τι με ενδιέφεραν, λοιπόν, οι υποθέσεις αυτού του κόσμου;»[20] Όσο για τη μοίρα του συγγραφέα Ροτ, ήταν να πεθάνει εξόριστος στο Παρίσι από κύρωση του ύπατος, εξαιτίας του αγιάτρευτου αλκοολισμού του,  το 1938.

Ο άλλος νοσταλγός του παρελθόντος, ο Στέφαν Τσβάιχ, αυτοκτόνησε του 1942, μη αντέχοντας να περιμένει το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τον κόσμο που θα ανέτειλε μετά από αυτόν. «Χαιρετώ όλους τους φίλους μου! Εύχομαι να δουν και πάλι τον ήλιο να ανατέλλει μετά τη μεγάλη νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα ανυπόμονος, προπορεύομαι», έγραψε στο αποχαιρετιστήριο γραπτό του.

                                                                                               Κ. Ξ. Γιαννόπουλος

[1] J. Berstein – PierreMilza «Ιστορία της Ευρώπης 2 : η ευρωπαϊκή συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών 1815 – 1919. Εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 281

[2] Από τον πρόλογο του J. M. Couzie στο μυθιστόρημα του Γιόζεφ Ροτ «Εμβατήριο Ραντέτσκυ», μτφ. Μαρία Αγγελίδου εκδ. Άγρα, 2009. σελ. 9

[3] Στέφαν Τσβάιχ Ο κόσμος του χθες : αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου, μτφ. Αλεξία Καλανταρίδου – Τατιάνα Λιάνη. Σημειώσεις – επίμετρο Τατιάνα Λιάνη, εκδ. Printa/Ροές, 2006.  σελ. 17

[4] Στέφαν Τσβάιχ ό.π. σελ. 18

[5] Στέφαν Τσβάιχ ό.π. σελ. 29

[6] Α. Σνίτσλερ «Νιότη στη Βιέννη», μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης, επίμετρο Τατιάνα Λιάνη, εκδ. Printa/Ροές, 2010. σελ. 174

[7] Χέρμαν Μπροχ «Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του», εισαγωγή – μετάφραση Δημήτρης Πολυχρονάκης, εκδ. Πατάκης, 2003. σελ. 93

[8] Χέρμαν Μπροχ ό.π. σελ. 140

[9] Χέρμαν Μπροχ ό.π. σελ. 121

[10] Γιόζεφ Ροτ «Η κρύπτη των καπουτσίνων», μτφ. Μ. Δεληβοριάς, εκδ. Οδυσσέας, 1985. σελ. 17

[11] Χέρμαν Μπροχ ό.π. σελ. 134

[12] Από το επίμετρο του βιβλίου του Τσβάιχ «Ο κόσμος του χθες», ό.π. σελ. 576

[13] Μτφ. Αλεξάνδρα Παύλου, εκδ. Καστανιώτη, 2006. σελ. 159

[14] Στέφαν Τσβάιχ ό.π. σελ. 89 – 90

[15] Στέφαν Τσβάιχ ό.π. σελ. 161

[16] Στέφαν Τσβάιχ ό.π. σελ. 258

[17] Στέφαν Τσβάιχ ό.π. σελ. 336

[18] Στέφαν Τσβάιχ ό.π. σελ. 360

[19] Εκδ. Φιλίστωρ, 2000. σελ. 349 κ.ε.

[20] Γιόζεφ Ροτ «Η κρύπτη των καπουτσίνων» ό.π. σελ. 170