Το τραπέζι

To διαμέρισμα, βρίσκεται στον τελευταίο όροφο τριπλοκατοικίας. Στο ισόγειο ζει μία κουφή, υπέργηρη γυναίκα, με την κοπέλα που την περιποιείται, εκ Ρουμανίας. Ο δρόμος, παράλληλος της λεωφόρου, είναι σχετικά ήσυχος. Οι θόρυβοι από το τραμ, μπαίνουν στο σπίτι με την παλαιά εικόνα του. Πράσινο τραμ των παιδικών της χρόνων.

Το σπίτι παίζει την  μουσική του. Ένα σπάνιο βιολί που αρθρώνει τα δικά του. Θλίψη, χαρά και, ενίοτε τρόμο. Παρακάμπτοντας τον πραγματικό, αναλώνεται στις επιρροές του φανταστικού. Με μακρόσυρτα κλάματα. Φωνές από τα μικρόφωνα του Πουθενά ή, του μέλλοντος.

Τα δωμάτια βάφει γαλάζια, κίτρινα, βιολέ. Την κουζίνα σε πράσινο, το αμφίβολο ή διττό - γιατί ρέπει και προς το κίτρινο. Το μπάνιο μπλε, το μονήρες και πνευματικό. Κλειστό τις περισσότερες ώρες, αφήνει να βολοδέρνουν φαντάσματα από τα περασμένα ακόμη και το πρωί. Δεν είναι πεπερασμένα, τα περασμένα, επιστρέφουν. Και ο κύκλος ξαναγυρίζει, μαστίγιο με τερτίπια. Με άλλα πρόσωπα, άλλες ιστορίες.

Η ιδιοκτήτρια έχει αφήσει το πλυντήριο πιάτων. Η μεσήλικη γυναίκα κάποτε έλεγε: - Άλλες έχουν πλυντήριο πιάτων κι εραστή, εγώ μόνο μία μαύρη γάτα και, εξοφλήσεις  παλαιών λογαριασμών, υποθηκευμένες για το προσεχές μέλλον. Επίσης, χαρίζει και ένα μεγάλο τραπέζι. Κρύσταλλο 1,50χ1,80, στηριγμένο σε πέντε ελέφαντες από ξύλο μουγκάλ, έναν στο κέντρο. Τα δόντια τους από πραγματικό ελεφαντόδοντο. Το τραπέζι, είναι ένα κρεβάτι ευχαρίστησης της γλώσσας. Προορισμένο για τους φλύναφους της γεύσης.

Ο λόγος που επέλεξε το εν λόγω σπίτι, είναι αυτό το τραπέζι. Και το πλυντήριο πιάτων βέβαια. Σκέφτεται, να κάνει ένα μεγάλο τραπέζι σε παλαιούς φίλους.

Σκέπτεται χρόνια αυτό το τραπέζι.

Ονειρεύεται. Εφευρίσκει το τι και το πώς. Αλλάζει και λέει, όχι α υ τ ό, κάτι καλύτερο. Πιο ευφάνταστο. Πιο πρωτότυπο. Κάτι που θα καταπλήξει. Ως γκροτέσκα εορτή.

Παίρνει ένα μεγάλο βάζο από φυσητό γυαλί. Πορτοκαλί. Το γεμίζει με ψηλά φτερά παγωνιού, για την γωνία της τραπεζαρίας, που  αράζει το πρωινό φως κι ύστερα το περαστικό φεγγάρι. Τα φτερά, τις νύκτες ονειρεύονται πως ανοίγουν σε βεντάλια. Να βαδίσει το πουλί της φαντασίας στους κήπους του τίποτα και, του ό λ α.

Στον τοίχο, κρεμά ένα αντίγραφο του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο και, πολλές Αφρικανικές μάσκες. Ο πίνακας «οι ανησυχητικές μούσες», Muse inguetanti, είναι επηρεασμένος από κείμενα του Νίτσε. Όταν λείπει η γυναίκα από το σπίτι, οι μούσες με τις κεφαλές ανδρεικέλων, κάθονται στις καρέκλες της τραπεζαρίες. Οι καρέκλες είναι έξη. Από γκρενά μπροκάρ, το επίσημο τους φόρεμα. Ο σκελετός τους από μπαμπού. Σιωπηλές κατεβαίνουν και, προβάρουν το «τραπέζι». Κάθε ημέρα. Οι μάσκες μορφάζουν από την χειροπέδη του καρφιού. Λένε ξόρκια σε διαφορετική γλώσσα. Εις μάτην, δεν στέργουν. Προσπαθούν τα πράγματα, να αποσαφηνίσουν το αίνιγμα της ζωής. Αποφεύγουν να ερμηνεύσουν τον θάνατο, εν καταστολή ο θάνατος. Τα αντικείμενα κοσμούν και κρύβουν τον θάνατο, την μόνη βεβαιότητα επί της ζωής.

Κρεμνά, στο ανοιγμένο μάτι του προσωπείου από έβενο, ένα σκουλαρίκι- δάκρυ. Από λευκό ακρυλικό. Σε μαύρο μάγουλο.

 

Οι άντρες καλεσμένοι είναι τρεις. Το μόνο κοινό τους, ότι υπήρξαν εραστές της. Ο ένας και σύζυγος. Οι γυναίκες, επίσης τρεις. Τα κοινά τους είναι δύο. Ό,τι το όνομά τους αρχίζει από Ε. και, έχουν όλες τους πιστοποιημένο «χαρτί» ψυχιατρείου. Οι δύο άντρες, εκτός του πρώην συζύγου της, είναι καλλιτέχνες. Ο ένας ζωγράφος, ο άλλος ηθοποιός. Γι αυτό τα κρίματα τους πιο ολέθρια. Πιο οικτρά. Πιο ποινικοποιήσιμα. Τίποτα δεν συγχωρείται, κι όμως, όλα συγχωρούνται, μέσα από το δικαστήριο της μακράς διαδρομής, που καθίσταται όλο και πιο θολή, και οι ένορκοι ελαστικότεροι. Ευτυχώς δεν έχει πιστόλι στην φαντασία της. Ούτε στην πραγματικότητα. Αν είχε όμως;.

Όλα αυτά στο μακρινό παρελθόν. Έχουν περάσει τόσοι καιροί, τόσα καινούρια γεγονότα, αλλά, το συναίσθημα της ανταπόδοσης είναι πάντα νέο. Έχει αμβλυνθεί η όξυνση της αιτίας, ώστε, ο σχεδιασμός του τρόπου κλεισίματος του παραπτώματος, συνεχώς να αναθεωρείται. Τώρα διαπνέεται από χιούμορ και σαρκασμό. Και άφατη λύπη. Φυτοζωεί η οργή.

Μετά από ένα ευφυές σχέδιο προσκλήσεως, οι καλεσμένοι δέχονται. Η γυναίκα είναι μάγισσα του λόγου. Η γητειά της είναι η πειθώ. Όλοι είναι έκπληκτοι, σχεδόν χαίρονται με το κάλεσμα.

Γελάει, ώσπου τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Για τις προοπτικές του «τραπεζιού», τα επακόλουθα. Για το μετά. Τελεί εν αμφιβόλω, όσον αφορά στις συναισθηματικές συνέπειες. Για το αποτέλεσμα, την αιτιότητα του γ ι α τ ί

Θα φορέσει ένα απλό, μαύρο φόρεμα. Θα βάλει τα βιολετί σκουλαρίκια. Παπούτσια χαμηλά από μαύρο καστόρι. Έχει κόψει τα μαλλιά της κοντά. Τότε, τα μαλλιά της ήσαν μακριά μέχρι την μέση. Πλούσια μαλλιά από έβενο. Ήταν νέα. Ο έρωτας γέμιζε την ζωή της και, την άδειαζε σαν τον πίθο των Δαναΐδων.

Κάνει τις προμήθειες της. Δύσκολες προμήθειες. Και ασθμαίνει με άγρια χαρά, αλλά και, με ελάχιστη πικρία.

Και τρεις ημέρες ετοιμάζει.

Κι ιδού, το βράδυ που, το «τραπέζι» θα επιτελέσει τον απρόσκοπτο σκοπό του. Θα παίξει τον ρόλο του σκηνικού. Θα φέρει ένα βήμα εμπρός την ζωή της γυναίκας. Θα την βοηθήσει να περάσει την γέφυρα. Να βρεθεί απέναντι. Στον άλλο εαυτό. Δικό της και, καταδικασμένο για χρόνια να ετοιμάζει τις «αντι-δωρεές» και, να τις αναιρεί, να τις ελαφρύνει. Οραματίζεται την τελετή ηδονόφιλα.

Ένας ένας, μία μία, προσέρχονται. Είναι μουδιασμένοι. Δεν έχουν τι να πουν. Κοιτάζονται, και, η αμηχανία τους δένει χειροπόδαρα. Τα σερβίτσια είναι απομίμηση κόκκινης πορσελάνης. Και τα ψηλά ποτήρια με το σκοτεινό κρασί. Το κρασί έχει ελαφρύ υπνωτικό.

Τα ρούχα τους δείχνουν παραίτηση. Ο ηθοποιός έχει κύφωση και κρατά μπαστούνι. Ο πρώην άντρας της, μοιάζει με το φάντασμα του Άμλετ, ντυμένος με λινό κουστούμι και γιλέκο. Ο ζωγράφος έχει βάψει τα ανύπαρκτα φρύδια του. Οι γυναίκες είναι υπέρβαρες με παλιά στενά φουστάνια, και, ξεχειλωμένες, ψηλές γόβες. Η μία φορά κόκκινο καπέλο. Παραπατούν και ντρέπονται τους άνδρες καλεσμένους. Τα μάτια τους περιεργάζονται τα γόνατά τους και το πάτωμα.

Αφού πίνουν πρώτα και, εύχονται εις υγείαν της οικοδέσποινας, η γυναίκα τους παροτρύνει να μην φάνε ακόμη. Λ έ ει: -Το ψάρι στο πιάτο μυρίζει ωραία, γεμισμένο με φέτες κρεμμυδιού και λεμονιού, δενδρολίβανο και πιπερόριζα. Επίσης στο βάθος της κοιλιάς του, περιέχει μικρά σπασμένα γυαλάκια. Η σούπα από το ζωμό των ψαριών έχει ψιλοκομμένα λαχανικά και μανιτάρια. Έχει προστεθεί διαρροϊκό και ροζ πιπέρι. Η τάρτα θαλασσινών με γαρίδες, μύδια και κομματιασμένο χταπόδι, σκεπασμένα με σάλτσα μαγιονέζας, κρύβουν στην βάση τους πριονίδι από το χώμα της γάτας. Είναι ένα α σ τ ε ί ο. Ένα ψέμα. Γελάνε.

Η κουφή γριά στο ισόγειο, οσφραίνεται και το στόμα της ζηλεύει. Λέει κάτι που δεν το ακούει. Ένα μ παρατεταμένο.

Ζαλίζονται και μένουν ενεοί. Δεν καταλαβαίνουν το χιούμορ της οικοδέσποινας. Η γυναίκα τους δένει – φανταστικά; - με σχοινί στην καρέκλα. Δεν αντιστέκονται. Κοιτούν με βλέμμα θολό. Και περιμένουν. Είναι η Μοίρα γυναίκα. Που επιδίδει.

Η γυναίκα, φέρνει ένα όμορφο καλάθι στολισμένο με φρέσκα λουλούδια. Το καλάθι εμπεριέχει αυγά. Από όλα τα ωοτόκα που μπόρεσε και βρήκε. Λέει πως, είναι μεταξύ τους και αυγά κροκοδείλων.

Παίρνει ένα ένα και, τα χτυπά με δύναμη πάνω στα πρόσωπά τους. Σχεδόν με εφάψεις. Χαίρεται που είναι η δήμιος του πόνου της και, γελάει. Επιτέλους πρέπει. Έπρεπε. Μία από τις γυναίκες γλείφεται. Ο ζωγράφος γελάει και απαγγέλει ένα ποίημα του Πόε. Το κοράκι. Ο ηθοποιός με στόμφο υποδύεται: Ω, τιμημένη Ναταλία Στεπάνοβνα.

Μπορούν μετά να πλυθούν και να φάνε.

Ο πρώην άντρας της, με το λινό κουστούμι του λερωμένο, αρχίζει έναν κλαυσίγελο και μετά λέει κάτι ακατάληπτο. Λέξεις που δεν υπάρχουν, κι αν υπήρχαν πάλι κάτι ακατανόητο θα έλεγαν. Κάτι σαν ε υ χ α ρ ι σ τ ώ.

Η γυναίκα με το καπέλο, ρίχνει το κεφάλι της πίσω. Το καπέλο πέφτει. Το γυμνό κρανίο της λάμπει. Η γάτα φωλιάζει μέσα στο καπέλο. Η τρίτη γυναίκα, ρωτά ποιος δρόμος οδηγεί στον Λούσιο ποταμό.* Η γυναίκα γελάει.

Καιρός να φάμε, λ έ ε ι.

Και τους δίνει λινές, λευκές, σιδερωμένες πετσέτες.