8 1/2

Εκείνος χωρίς σώμα. Από την εποχή του πάντα. Άρχων των γαλλικών στίχων του. Σε ριγωτά κι αρίγωτα χαρτιά. Κοιμώμενος. Ξυπνός. Όρθιος. Ψάχνοντας το καπέλο του. 8 1/2. η ταινία και τα χρόνια του βιβλίου μου. 50 000 λέξεις περίπου. Αυτός κλεισμένος στον Πύργο του. Εκείνη στον τρελό της χορό. Η Αλίκη στον καθρέφτη της. 81/2. ακριβώς σαν έπιασε να βραδιάζει. Θαρρείς κι ήταν πάντα βράδυ στη ζωή του και σ' εκείνη του βιβλίου μου που καταψυχόταν για να ζωντανέψει στα χέρια της Πέπης. Είπε τη φράση που περίμενα πάντα. Περίμενα στημένος στη γωνία Κωλέτη και Θεμιστοκλέους κι Ευφορίωνος κι ας μην τέμνονται. Κι ας κόντευε το άλας να μωρανθεί. και το ψύχος νά΄χει περονιάσει τον Μιχαήλ. Κι οι λέξεις μας ας ξεχάστηκαν κρεμασμένες σε σκοινί μπουγάδας. Κι ας φύσαγε ένας άνεμος σφοδρός και παγωμένος. Κι ας στροβιλίζονταn γύρω μας  ζώντες και τεθνεώτες, ασπάλακες κι ασπόνδυλα, μεγαλομανείς και αλαζόνες, φημισμένοι και δημοφιλείς, λησμονημένοι και παραγκωνισμένοι, τρελοί και γνωστικοί.

Τώρα ας φωτιστεί ο σκοτεινός θάλαμος. Η φωτογραφία του εξωφύλλου ας αναδυθεί, αφού τα δάχτυλα της Πέπης άγγιξαν το πληκτρολόγιο.κι η μορφή του Δημήτρη πήρε ένα ύφος ικανοποίησης και προσδοκίας. Κι ας ξεπροβάλλει η μορφή του Μιχαήλ πίσω από την εφημερίδα 'Ακρόπολις'. Ας αγγίξει το μυτερό του γενάκι τα 'Ράκη ομιλιών', τα 'Θεάματα του Ψυρρή', την Κυρά- Κώσταινα', το 'Ημέρας Δύσις', την ' Δεκαέτιδα', τον 'Αόρατο', τον Αυτόχειρα', τον 'Χρυσοθήρα'. Του Μητσάκη κανείς εκδότης δεν τού 'βγαλε ποτέ βιβλίο, όπως και του φίλου του του Παπαδιαμάντη. Ο τελευταίος έπινε για να ξεχάσει την πίκρα του, Ο Μητσάκης τρελαινόταν. Εσωστρεφής και ντροπαλός ο πρώτος προκλητικός κι απελπισμένος ο Μιχαήλ 'Δημοσιεύστε τουλάχιστον εσείς' προέτρεπε τους φίλους ομoτέχνους. Κι έγραφε καθώς το βαρόμετρο της θλίψης του κατρακυλούσε στους παγετώνες της σιωπής: "Σιχαίνουμαι και σιχαίνουμαι και σιχαίνουμαι."

Κι η μάνα του να λέει: "Μη στενοχωριέσαι αγόρι μου. Δεν θα σου βγεί σε καλό". Και δεν του βγήκε. Την έχασε κι αυτήν. Αν και τότε που την έχασε μάλλον δεν ένιωθε. Είχε χωθεί βαθιά στα γαλλικά του. Μιλούσε άλλη γλώσσα, τη γλώσσα των τρελών. Κι ονειρευόταν να παντρευτεί. Να γίνει Νυμφίος. Νόμιζε πως το Δρομοκαϊτειο είναι χώρος που διαγκωνίζονται υποψήφιοι γαμπροί. Και θεωρούσε πως οι νύφες θα προτιμούσαν εκείνον, αφού έγραφε και μιλούσε γαλλικά. Ατύχησε κι εκεί. Όμως οι άλλοι δε γέλασαν μαζί του, Ούτε αυτός με τον εαυτό του. Ο Μιχαήλ δε γέλασε ποτέ. 

Ούτε με τα "Γιατί" του, ούτε με το ανέκαθεν βλαμμένος του Ξενόπουλου. Η ψυχή του έσπασε. Έγινε κομμάτια. Τον σάρωσαν τα σάρωθρα των νοσοκόμων. Και στα γυαλιά που είχαν ξεφύγει ξέσκισε τα πέλματά του. Δεν έβγαλε άχνα. Ίσως δεν ένιωθε πια το κάψιμο του πόνου. Δεν ξέρω αν είδε τα αίματα που έτρεχαν απ' τη σχισμένη σάρκα. Από αυτάρεσκος έγινε παγερός. Τότε ήταν που τον ξέρασε το σκοτάδι. Το έξω σκοτάδι. Η πτώση πάντα βασανιστικά αργή. Και δεν έχει λέξεις. Όταν ο γδούπος του πίπτοντος σώματος ακουστεί όλα τελειώνουν. Αν δεν έχουν ήδη τελειώσει.

Όταν το βαρόμετρο της θλίψης έδειξε 8 1/2 μονάδες πίκρα, έσπασε κι αυτό. 

Ας μην ενοχληθεί κανείς! Και μια νερόκοτα πέρασε στο βάθος. 

Ο Μητσάκης πέθανε κι ετάφη. Ο Μιχαήλ ζει! Στ' αρίγωτα χαρτιά του scripta manent.