Ο Κος Πενθήμερος, Β΄μέρος, 55. Η μουτζούρα στο ταβάνι

Έμεινα άγρυπνος εκείνη τη νύχτα. Έμεινα για ώρα –πόση δεν ξέρω– με τα μάτια ανοιχτά. Κοίταζα σα χαζός μια μουτζούρα στο ταβάνι. Το πορτατίφ έστελνε εκεί μια στρογγυλή δεσμίδα φωτός. Κάπως αδύναμη. Στο κέντρο της ήταν η μουτζούρα. Έμεινα προσηλωμένος σ' αυτήν. Μ' έπιασε πανικός. Μου ‘ρχόταν να πάρω τη σκάλα από την αποθήκη, μπογιές και ταβανόβουρτσα, μήπως η μουτζούρα εξαφανιστεί. Δε σκεφτόμουν. Δεν ήμουν μαγεμένος και το κυριότερο παρέμενα άγρυπνος. 

     Αγρύπνια κι αϋπνία είναι μάλλον διαφορετικές λέξεις είπα –πού αλλού;– στον εαυτό μου. Αυτός, ο εαυτός μου, ήταν ο μόνος που είχα. 

  Και ο εαυτός μου ήξερε πια πολλά πράγματα. Ας μην υπερβάλλω. Αγρυπνάς επειδή κάτι σε τριβελίζει. Ή επειδή είσαι σε ναό και προσεύχεσαι υπό το φως των κεριών. Μουρμουρίζεις: ‘ως εκλείπει καπνός εκλειπέτωσαν. Ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός.’ 

    Αλλά εγώ δεν ήμουν πιστός. Δεν πίστευα σε τίποτα. Ποτέ μου δεν είχα βρεθεί σε εκκλησία. Καλά μπορεί να είχα περάσει απέξω. Όλοι έχουμε περάσει. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε.

   Ψέματα, μια φορά –τουλάχιστον– μπήκα σε μια εκκλησία. Και σαν να πήγαινα τακτικά πήρα κερί, έριξα δυο νομίσματα στη σχισμή, το άναψα, και κοίταξα γύρω. Έπειτα σήκωσα τα μάτια μου στο θόλο. Είδα την παράσταση και βγήκα όπως είχα έρθει. Γυρίζοντας την πλάτη μου. Όχι, πισωπατώντας όπως είχα δει να κάνουν οι πιστοί. Περνώντας απέξω από μια εκκλησία έν’ απόγευμα στην Ερμού όπου ένα πολύχρωμο πλήθος περιφερόταν κουβαλώντας σακούλες με λογότυπα. Οι σακούλες ήταν γυαλιστερές. Τραβούσαν το βλέμμα. Στο ναό τίποτα δεν ένιωσα. Ούτε έκανα όπως έπρεπε φαντάζομαι το σταυρό μου. Το μόνο σταυρό που ήξερα εγώ ήταν αυτός που χωνόταν ανάμεσα στα στήθη της κυρίας που στεκόταν όρθια απέναντί μου και κρατιόταν από τη χειρολαβή. Είχα μαγνητιστεί από το φως του. Ήταν χρυσός και πήγαινε πότε στο αριστερό και πότε στο δεξί ημιστήθιο της καλοβαλμένης ξανθιάς που ήταν όρθια απέναντί μου. Το κάτω μέρος του εκεί που βρίσκονταν τα πόδια του Ιησού καρφωμένα χώνονταν στο χώρισμα του στήθους και χανόταν για λίγο στο μωβ περιστύλιο του. 

    Παρά το ότι δεν ήμουν πιστός μου φάνηκε κάπως άσεμνη αυτή η βουτιά του σταυρού ανάμεσα στα στήθη της  ξανθιάς. Άμα δεις αυτή την σκηνή δε σου μένει παρά να προσευχηθείς σε δυο γυναικεία στήθη. «μαστοί ους εθήλασας». Μούρχονται στην άκρη της γλώσσας πράγματα που ποτέ μου δεν άκουσα. Έπειτα εμένα δε με θήλασαν γυναικείοι μαστοί όπως όλα τα αρσενικά μωρά. Δεν γεννήθηκα κανονικά εγώ, οπότε... -μην επαναλάβω που οφείλω την ύπαρξή μου, λες και δεν έχω τι άλλο να  πω.

Προχθές λοιπόν διάβασα κάπου πως όσο περισσότερες θρησκείες τόσο μεγαλύτερη η μοναξιά. Κι εγώ που νόμιζα πως η θρησκεία κάνει τους ανθρώπους να μην νιώθουν μόνοι. Κι εγώ που δεν πιστεύω σε κανένα δόγμα, γιατί νιώθω τόση μοναξιά και ζητάω από τη μουτζούρα να μου κάνει παρέα. Αλλά αυτή βρίσκεται στο ταβάνι, που να πάρει ο διάβολος, και αρχίζω να εκνευρίζομαι και μένω ξύπνιος άλλη μια φορά. Δεν διακρίνω που βρίσκονται οι δείκτες του ρολογιού δεν ξέρω καν αν το ρολόι βρίσκεται στο υπνοδωμάτιο. Το ρολόι, λέω, εκεί θα βρίσκεται θα ‘ναι πλάι στο κομοδίνο, αλλά  δεν διακρίνω τη γωνία που δημιουργούν οι δείκτες σ’ένα ρολόι ή την ευθεία.

Κι ενώ με απασχολεί ή δεν με απασχολεί η ώρα μου ξεφεύγει ένα όνομα, Ελεονόρα. Το λέω όλο μαζί όχι συλλαβιστά και καρφώνω το βλέμμα στη μουτζούρα που έχει απλωθεί νωχελικά στο ταβάνι. 

   Μα αυτό το όνομα λέω κάπου το άκουσα τελευταία και δεν είναι ένα όνομα, αλλά δύο. Εκείνη η αέρινη πλάτη με τα μαύρα μαλλιά ως τους ώμους που κατέκτησα με το βλέμμα  μπροστά στους εραστές  που δεν κοίταζαν εμάς, αλλά ο ένας τον άλλον. Ελεονόρα όμως είναι δύο ονόματα όχι ένα. Κι έξω έβρεχε. Τώρα ή χθες; Πάντως έβρεχε.

  Δεν μου χρησίμευε σε τίποτα να ξέρω ή να θυμάμαι, μόνο να βλέπω και ν΄ ακούω. Και το περασμένο βράδυ έβλεπα και άκουγα. Και φύσηξε αέρας απαλός. Κι είμαστε σε μια αίθουσα με πίνακες και δεν ένιωθα την ανάγκη να εξηγήσω τίποτα. Είναι κουραστικό να εξηγείς. Είναι βαρετό να βρίσκεις και ακόμη πιο βαρετό να ψάχνεις. Κι οσάκις ψάχνω  σπαταλάω το χρόνο μου. Αλλά ο χρόνος είναι για να τον σπαταλάς. Όταν κοιτάζεις όμως έντονα, όταν συγκεντρώνεσαι σε ένα γυναικείο στήθος ξεχνάς όλα τα υπόλοιπα. Κι αυθορμήτως ερεθίζεσαι και τότε τα πράγματα γίνονται άβολα. Αισθάνεσαι αμήχανα γι' αυτό το μέλος που φουσκώνει εκεί κάτω. Ελεονόρα. Δε σε λένε μόνο Ελεονόρα. Πως αλλιώς; Θυμάσαι: Δάφνη. Αλλά σε φωνάζουν με το πρώτο από τα δύο ονόματα κι ανάμεσά τους βρίσκεται μια παύλα. Μα εσύ, ομορφιά κατακτημένη ή όχι δεν είσαι μία αλλά δύο ή μήπως τρεις. Κι εγώ ένας που μάχεται από μακριά πώς μπορεί όλες σας να σας κατακτήσει. Ψιθυρίζω, Ελεονόρα –σταματώ απότομα σαν να διαβάζω την παύλα κι έπειτα λέω Δάφνη. Σα να βάζω θαυμαστικό και σκέπτομαι την κίνηση του εκκρεμούς που έκανε ο σταυρός αγγίζοντας πότε το αριστερό και πότε το δεξί πανωστήθι της ξανθιάς στο λεωφορείο και βυθίζω το χέρι μου ανάμεσά τους,σπάζοντας το νήμα της παύλας.