Ρίλκε

Είχα βρει ένα σκύλο στο δρόμο. Αυτός με είχε βρει. Με είχε ακολουθήσει ως την εξώπορτα. Ένας αδέσποτος σκύλος που πεινούσε. Μέσα στο σπίτι η σκοτεινή μου μητέρα κοιμόταν. Η μητέρα που δεν ήταν η πραγματική μου μητέρα δεν αγαπούσε τα σκυλιά. Όμως αγαπούσε εμένα. Κι ήλπιζα πως θα δεχτεί τον σκύλο μέσα στο σπίτι. Έτσι τον τάισα έξω πρώτα κι ύστερα άφησα την πόρτα μου ανοιχτή. Με ακολούθησε στο μισοφωτισμένο μακρύ διάδρομο. Ο διάδρομος κατέληγε στο δικό μου δωμάτιο. Ο σκύλος έμπαινε πρώτη φορά στο δωμάτιό μου. Του άρεσε. Την επόμενη μέρα τον έκανα μπάνιο. Τον πήγα στο γιατρό, Του έκανα εμβόλια. . Ο σκύλος είχε κάτι θλιμμένο στο βλέμμα του. Έτσι ονόμασα τον αδέσποτο σκύλο, Ρίλκε. Αν και αυτό το λάμδα το υγρό πριν από το κάπα δυσκόλευε κάπως την προφορά. Μου θύμιζε το θόρυβο που έκανε ένα φλιτζάνι τσάι όταν το ακουμπούσε ο Ρίλκε πάνω στο τασάκι. Ο Ρίλκε ήταν ποιητής.Ο αγαπημένος μου ποιητής. Κι είχε πάντα μια σκιά θλίψης στη ματιά του.

Κάποια μέρα, απόγευμα πριν το σούρουπο, τον πήγα βόλτα στο Άλσος. Ήταν κάπως μεγαλόσωμος και τρόμαζε με το μέγεθός του τ’ άλλα σκυλιά. Αλλά δεν τα γάβγιζε, ακόμα κι αν τον γάβγιζαν εκείνα. Του φώναζα: Ρίλκε εδώ! Τι όνομα είν’ αυτό με ρώτησε ένα αγοράκι. Γερμανικό του είπα. Ή μάλλον τσέχικο. Ο ποιητής αυτός γεννήθηκε στην Πράγα. Το παιδί άκουγε. Τι είναι ποιητής ξέρω, απάντησε. Αλλά δεν ξέρω κανένα ποιητή-σκύλο. Γιατί δώσατε ένα τέτοιο όνομα σ’ ένα σκύλο; Δεν νομίζω πως είναι σωστό. Ίσως και να 'χεις δίκιο, απάντησα. Ωστόσο ο Ρίλκε είχε ένα μακρύ πυκνό μουστάκι. Η μουσούδα του σκύλου ίσως ανακαλούσε στη μνήμη μου αυτό το μουστάκι. Βέβαια ο Ρίλκε ήταν άνθρωπος και μάλιστα ποιητής αλλά κι οι σκύλοι όταν είναι θλιμμένοι όπως οι ποιητές μπορεί κάτι να νιώθουν, όχι ίσως από ποίηση, αλλά από ανθρωπίλα. Ανθρωπίλα, είπε το παιδί. Δε μ’ αρέσει αυτή η λέξη. Νομίζω πως κάνετε λάθος πάλι, μπερδεύετε τα πράγματα πολύ, με μπερδέψατε κι εμένα. Οι εξηγήσεις σας όμως έχουν ενδιαφέρον. Κι άρχισε να παίζει με το σκύλο. Έπειτα πλησίασαν κι οι φίλοι του παιδιού κι έπαιξαν κι αυτοί με το σκύλο μου, τον Ρίλκε.

-Πως τον φωνάζετε κύριε;

-Ρίλκε,είπε το πρώτο παιδί.

-Τι όνομα είν’ αυτό είπαν όλα τα παιδιά μ’ ένα στόμα.

 -Τ' όνομα ενός ποιητή, απάντησε το παιδί.

Άκου να δεις! Είπε ένα άλλο παιδί.

Όμως δεν έδωσαν περισσότερη σημασία κι συνέχισαν να παίζουν με το Ρίλκε κι αυτός ήταν ευτυχισμένος και δε σκεφτόταν για λίγο τον θάνατο, αντίθετα με τον ποιητή, που τον σκεφτόταν πάντα.