β’: Ένας καφετζής ξύνει πληγές
20/03/2017

Η ώρα έχει πάει δέκα και 4 πρώτα λεπτά κι έχουμε μπει πια, εγώ κι ο Παναγιώτης ο Εμμανουήλ, στο εσωτερικό χώρο του καφενείου του Λουκά. Μέσα έχουν απομείνει, μετά την αποχώρηση των μπασκετικών, ο Κυριάκος ο Κουτρουμπέλης κι ο Μπάρμπα Μίμης. Και βέβαια ο Λουκάς ο καφετζής
Κάτσαμε σε διαφορετικά τραπέζια, για να ’μαστε πιο άνετα: Εγώ έκατσα στο διπλανό τραπέζι απ’ αυτό που είχε κάτσει ο Μπάρμπα Μίμης, κι ο Παναγιώτης έκατσε απέναντι μας, σε απόσταση δυο μέτρων, δίπλα από την οθόνη της τηλεόρασης και με την πλάτη στον τοίχο. Έτσι, ο Παναγιώτης είχε φάτσα την είσοδο του καφενείου, κι εγώ με τον Μπάρμπα Μίμη, την τηλεόραση και τον Παναγιώτη τον Εμμανουήλ
Ο καφετζής ήτανε μέσα από την μπάρα κι έπλενε ποτήρια, ενώ έξω από την μπάρα ο Κυριάκος κελαηδούσε παίζοντας ανέμελα με το κινητό του
Με το που κάτσαμε, ο Εμμανουήλ άρχισε να δείχνει σημάδια δυσφορίας. Σα να τον ενοχλούσε, σα να τον φούντωνε κάτι
Ύστερα, σηκώθηκε από την καρέκλα του κι άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του
Ο μπάρμπα Μίμης κοιτάζοντας έντρομος αυτό το περίεργο θέαμα, έκανε στον Εμμανουήλ μια ρητορική ερώτηση:
«Είσαι τρελός, άνθρωπέ μου;»
Ο Εμμανουήλ, ο οποίος είχε πια βγάλει το πουκάμισο του κι είχε μείνει με την φανέλα του, απάντησε κι αυτός με ερώτηση:
«Μα πως αντέχετε με τόση ζέστη εδώ μέσα;»
Είπε, αγανακτισμένος στον μπάρμπα Μίμη
Μετά, κι αφού κοίταξε για λίγο το αιρκοντίσιον, απευθύνθηκε στον καφετζή:
«Ρε συ Λουκά, φούρνος είναι εδώ μέσα. Στους 27 βαθμούς το χεις το αιρκοντίσιον!»
Ο μπάρμπα – Μίμης διαμαρτυρήθηκε, άμεσα
«Ακούς τι λέει ο μουρλός, Λουκά μου;»
Στο πλάνο μπαίνει ο διακτινισμένος Λουκάς κρατώντας στα χέρια ένα τηλεχειριστήριο κλιματιστικού
Απάντησε, κοιτώντας προς το αιρκοντίσιον
«Έχει δίκιο ο Πάνος, μπάρμπα – Μίμη. Μ’ έχετε καταστρέψει εδώ μέσα. Βάλε το αιρκοντίσιον, και βάλε το αιρκοντίσιον…»
Ύστερα, κι αφού είχε κλείσει το αιρκοντίσιον, γύρισε προς τον μπάρμπα Μίμη και συνέχισε, κουνώντας του διδακτικά το δάκτυλο:
«Μου κατσικώνεστε δω από τις 5 το απόγευμα – ως τις 12 τα μεσάνυχτα…, μ’ ένα καφέ…, και θέλετε και συνθήκες καλοκαιριού»
Και συνέχισε, κουνώντας διδακτικά το τηλεχειριστήριο
«Επειδή η κυρά Σούλα θέλει να κάνει οικονομία στο ηλεκτρικό πρέπει να πληρώσω εγώ το μάρμαρο;»
Ένας καφετζής αποφασισμένος να ξύσει πληγές:
«Και να πω ότι δεν έχετε λεφτά… Έχετε… Γι’ αυτό ψηφίσατε και ναι στο δημοψήφισμα… Έτσι δεν είναι;»
Είπε στον μπάρμπα Μίμη ο καφετζής, κλείνοντας μου το μάτι
Η απάντηση του προσβεβλημένου μπάρμπα Μίμη ήταν άμεση:
«Όχι…, όχι…, στο ναι δε ψηφίσαμε όχι, δη… δη… δηλαδή ψηφίσαμε νόχι»
Η σιωπή που απλώθηκε στο καφενείο έσπασε απ’ έναν περίεργο θόρυβο:
«Μτζου, μτζου, τσίου, τσίου, μζου»
Ήτανε ο Κυριάκος, ο οποίος κοίταγε αποσβολωμένος προς τη μεριά μας
Ο καφετζής αγνόησε το κελάηδισμα, και ρώτησε τον μπάρμπα - Μίμη με ύφος διδασκάλου:
«Νόχι; Τι σημαίνει νόχι;»
Ο μπάρμπα Μίμης, αφού μου έριξε ένα ένοχο βλέμμα, αποκρίθηκε στον καφετζή, δήθεν αδιάφορα:
«Εεε, Λουκά παιδί μου, βάλε μου ένα ουίσκι, σε παρακαλώ πολύ»
Ο καφετζής είχε ήδη διακτινιστεί πίσω από την μπάρα, όταν ο μπάρμπα Μίμης συμπλήρωνε, χαμογελώντας:
«Και που σαι, Λουκά! Βάλε και στα παιδιά μια γύρα!»
Μόνο μια γύρα, για το όχι που ’γινε ναι, μπάρμπα Μίμη μας; Μονάχα ένα τσίπουρο; Θέλουμε πολλά τσιπ’ρα, για να σε συγχωρέσουμε, μπάρμπα Μίμη μας! Πολλά τσιπ’ρα!!