Ένα βράδυ

Ήμουν στο μέσα δωμάτιο. Αυτό που έβλεπε στον κήπο.Τους άκουγα πολύ καθαρά. Σχεδόν σα να ήταν στο ίδιο δωμάτιο με μένα. Ήμουν μάρτυρας της συνομιλίας τους. Μιλούσαν για μένα. Χωρίς ν αναφέρουν τ όνομά μου. Άκουγα τα λόγια τους, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω νόημα. Πώς γίνεται είπα. Να μιλούν μεταξύ τους. Να κάνουν διάλογο με μένα σαν θέμα, αλλά εγώ να μην καταλαβαίνω τίποτα. Σαν να μιλούσαν με υποθέσεις. Αν...τότε-

Σταμάτησαν απότομα. Αλλά δεν είχαν ολοκληρώσει τη συνομιλία τους. Δε βγήκαν απ το δωμάτιό τους. Μάντευα τις χειρονομίες και τα βλέμματα που αντάλασσαν. Καταλάβαινα πιο πολλά από τη σιωπή τους παρά από τα λόγια τους. άρχισα ν αμφιβάλω, αν έτσι αλληγορικά που μιλούσαν, είχαν συννενοηθεί μεταξύ τους. 

Ξάπλωσα στο πάτωμα ανάσκελα. Δεν έκανα εγώ παιχνίδι αλλά αυτοί. Έτσι συμβαίνει με τους μεγάλους. Ωστόσο πρέπει να χάλασα κάπου το παιχνίδι τους. Ν' αλλοίωσα τους όρους του. 

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ένα ανοιξιάτικο βράδυ δεν ήμουν μόνο εγώ που δεν κατάλαβα τι έλεγαν. 

Οι άνθρωποι έχουν ένα σχεδόν μαγικό τρόπο να μιλούν χωρίς να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον. Ιδίως οι μεγάλοι. Η μάλλον, μόνο αυτοί.

Τα παιδιά μένουν πάντα στο σκοτάδι.