Μια στάλα

Μια στάλα απ' το ποτό του χύθηκε πάνω στο παπούτσι του. Ένας υγρός κινούμενος λεκές. Τον κοίταξε αφηρημένα. Με μια πιο προσεκτική ματιά θα διαπίστωνε πως πάνω του εκτυλισσόταν σαν σε ταινία τα περασμένα. Όσα θυμόταν και όσα δεν θυμόταν. Όσα είχαν γίνει. Κι όσα θα μπορούσαν να είχαν γίνει, αλλά δεν τ' αξιώθηκε. Όλα μαζί ανακατεμένα, μακρινά και πρόσφατα σ' ένα δαιμονισμένο μοντάζ. Γοργό, αποσπασματικό.

Ένας άντρας μαστίγωνε ένα άλογο στη μέση μιας πλατείας. Αυτός ήταν ο μοναδικός μάρτυρας. Ένα άσπρο άλογο κι ένα κανελί έτρεχαν ανέμελα, χωρίς χαλινάρια. Πήδηξαν μαζί ένα ψηλό τοίχο και χάθηκαν.Ο Αβεσσαλώμ, η Μίλενα και ο Σγουρός τον κοιτούσαν να φεύγει, όρθιοι στο κατώφλι. Κατηφόρισε την πλαγιά, στηριγμένος σε μια βακτηρία. Επισκέφθηκε τη Βακτριανή, τη Βαβυλώνα και τον Πύργο. Στάθηκε απέναντί της και τον ρώτησε το ίδιο αίνιγμα, με την ίδια απλή απάντηση που δεν είχε απαντήσει κανείς πριν απ' αυτόν. Συνάντησε μετά τη Σίβυλλα και τη ρώτησε αυτός μια ερώτηση. Αλλά η απάντησή της τον άφησε ανικανοποίητο.

Και η ταινία, να τρέχει όλο και πιο γρήγορα. Να χοροπηδάει σε άλση και κοιλάδες, σε αγκαλιές και αυγές και νύχτες μακρόσυρτες. Και η σκιά του, κολλημένη πάντα πίσω του, να τον ακολουθεί.

Η σταγόνα κόντευε πια να στεγνώσει. Θύμιζε τώρα δάκρυ. Η ταινία, θα τελείωνε χωρίς τέλος. Το τέλος, ήταν γι αργότερα