Ανδρέας Εμπειρίκος, ο ποιητής που χαρακτηρίσθηκε παράφρων

O Ανδρέας Εμπειρίκος που γεννήθηκε στις 2  Σεπτεμβρίου 1901 και πέθανε στις 3 Αυγούστου 1975, δεν τιμήθηκε όσο άξιζε ενόσω ζούσε. Τον ειρωνεύτηκαν, τον χλεύασαν, τον λοιδόρησαν, επειδή δεν καταλάβαιναν τους στίχους του, επειδή ήταν υπερρεαλιστής, επειδή είχαν εθιστεί στις κορώνες του Παλαμά, του Σικελιανού, του Ιωάννη Πολέμη. Oι επιθέσεις όμως που δέχτηκε δεν τον πτόησαν. Όταν το 1935 κυκλοφόρησε η Υψικάμινος σε διακόσια πενήντα αντίτυπα εξαντλήθηκε αμέσως. Όχι για την αξία της, όχι για τη νεωτερικότητα των στίχων της, αλλά διότι διαδόθηκε από στόμα σε στόμα πως επρόκειτο για ένα βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από έναν παράφρονα. Του έβγαλαν παρατσούκλια όπως «ο Μπισμπιρίκος» και «ο Υψικάμινος», θέλοντας να τον γελοιοποιήσουν, αυτόν έναν γόνο της διάσημης (ο πατέρας του Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος ήταν βουλευτής και υπουργός του Ελευθέριου Βενιζέλου), και κυρίως πλούσιας οικογένειας εφοπλιστών, επιχειρηματιών (τράπεζα, ασφαλιστική εταιρεία, μηχανουργείο, ναυπηγείο, λιγνιτωρυχείο).

Παιδί ευφυές, ζωηρό,  ευαίσθητο «και πολύ επιρρεπής εις τας ηδονάς», όπως λέει ο ίδιος, ο Εμπειρίκος  άντεξε τις επιθέσεις, δεν το έβαλε κάτω και αργότερα, πολύ αργότερα, σκανδάλισε μιαν άλλη γενιά διανοουμένων και αναγνωστών με τον Μέγα Ανατολικό του. Πρώτα όμως σκανδάλισε τους άξεστους Βαλκάνιους συμπατριώτες του, αυτός ο κοσμοπολίτης, ο γαλλομαθής, ο θαυμαστής του Τολστόι (είχε ρωσικές ρίζες η γιαγιά του από τη μεριά της μητέρας του ήταν Ρωσίδα από το Κίεβο), με τους στίχους της Υψικαμίνου: «τα δέρματα των αχλαδιών που προτιμούν την στύσι του πέους από τα σύννεφα της νηνεμίας».

Μερικοί από τους εξέχοντες κριτικούς, μη θέλοντας να επαναλάβουν λέξεις όπως στύσι και πέος, στίχους όπως «της αυνανιζόμενης συζύγου του αυλάρχου» και «θραύσματα γιομάτα σπέρμα που φώτισαν τον ουρανό» για να μην σκανδαλίσουν κι αυτοί με τη σειρά τους τούς ήδη σκανδαλισθέντες αναγνώστες τους, τα έβαλαν με τα κυδώνια στο ποίημα «Ασβέστης»:

«Δεν έχομε κυδώνια ή μήπως έχομε την κυδωνόπλαστη τραχύτερή τους μορφή καταιγισμών». Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε στην εφημερίδα Πρωία: «Δεν έχομε κυδώνια…» Αυτό το ζήτημα φαίνεται να απασχολεί ζωηρά τον ποιητήν. Αν έχομεν κυδώνια ή δεν έχομεν. Αν ήτο ολιγώτερον συρρεαλιστής και περισσότερον προνοητικός, θα ανησυχούσε μάλλον να μάθη, αν έχομεν λεμονόκουπες..»

Κι ύστερα ήρθε Ο Μέγας Ανατολικός, μυθιστόρημα-ποταμός, στο οποίο οι ήρωες και οι ηρωίδες επιδίδονται σε κάθε είδους σεξουαλική πράξη με σκοπό την απόλαυση και την τέρψη του κορμιού και μόνον αυτήν. Ιδού: αυνανισμός, επιδειξιομανία, ηδονοβλεπτισμός, λεσβιασμός, παιδεραστία, αιμομιξία, σαδισμός, μαζοχισμός, και ό,τι άλλο χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Σε αντίθεση με την Υψικάμινο, οι κριτικοί υποδέχτηκαν το μυθιστόρημα με ενθουσιασμό, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Ο Κώστας Σταματίου το χαρακτήρισε «οργασμικό παραμύθι», ο Διονύσης Καψάλης «κείμενο ακραίου διαφωτισμού», ο Ηλίας Κανέλλης «ατέρμονο παιχνίδι απελευθέρωσης των αρχέγονων επιθυμιών». Ο Ευγένιος Αρανίτσης όμως το απέρριψε ως «έργο αφελές και μονότονο».

Πέρα από τα ποιήματα, σκανδαλιστικά ή μη, πέρα από το ογκώδες ερωτικό –στα όρια του πορνογραφήματος– μυθιστόρημα, ο Εμπειρίκος άφησε ως παρακαταθήκη την «Οκτάνα» του, τη διακήρυξη της απόλυτης ελευθερίας. «Οκτάνα θα πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ, χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης εννοίας κακού, με ελευθέραν εις πάσαν περίπτωσιν παντού και την αιμομιξίαν. Οκτάνα θα πη απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης»,