Ο Κος Πενθήμερος-Β΄μέρος, 52. Προοίμιο
17/01/2017
Ο κύριος Πενθήμερος δεν πρέπει να είναι όπως εγώ, αλλά ούτε και το αντίθετό μου. Νομίζω πως δεν είναι παρά ένα εντελώς. Μια ζωή εντελώς. Τώρα που από αδαής έγινε ενδεής. Η γλώσσα συνεχίζει. Ο κόσμος δεν είναι το ίδιο. Όπως δεν ξέχασε. Δεν θα ξεχάσει. Κι ωστόσο το παιχνίδι τελείωσε. Ένα άλλο αρχίζει τώρα. Και είπε το όνομα, το μόνο όνομα που δεν μπορούσε να ακούσει εκείνος. Τι θα γίνει, άραγε, στη συνέχεια; Τι λογής γυναίκα θα ερωτευθεί; Αυτός ή αυτή θα τον ερωτευθεί; Ή θα είναι αμοιβαίο; Του έδωσε – αρκεί να το αντιγράψει κάπου για να μην το ξεχάσει – ένα γραπτό. Έλεγε για μια καμήλα στην έρημο που διψάει. Πολλές ερωτήσεις να αιωρούνται. Και όλες να αφορούν το μέλλον. Ένα μέλλον άλλο που τον περίμενε πριν, όταν ήταν ο κύριος «πέντε μέρες την εβδομάδα».
Υπνοβατώντας ανάμεσα. Δεν θα ‘χει νέο φεγγάρι. Γιατί ήταν μπλεγμένο ανάμεσα σε κάποιο άλλο, όχι φεγγάρι, ούτε φεγγαρόφωτο. Κι αυτός δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ίσως και να μην ήθελε. Τ’ όνομά του ήταν κάποτε γερό. Στιβαρό. Υποστηριζόταν από τον αριθμό 5. Όχι δεν θα μπορούσε να ήταν ούτε μια μονάδα λιγότερο, ούτε μια μονάδα περισσότερο. Αλλιώς, δεν θα ήταν αυτός. Αυτός ήταν τ’ όνομά του. Αλλά είχε αλλάξει τώρα. Αυτός. Τ’ όνομά του παρέμενε το ίδιο. Τώρα ήταν μέσα σε κάτι που ως χθες αγνοούσε, ή δεν μπορούσε να φανταστεί. Καμιά συνήθεια του χθες δεν διατήρησε. Πώς μπόρεσε να ξαναρχίσει; Μα μόνο έτσι ξαναρχίζεις, ψιθύρισε. Όταν όλα τ’ αφήσεις πίσω σου. Και δεν έχεις πια την παλιά σου θέση. Δεν τρως το χθεσινό γεύμα. Δε νυστάζεις εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα. Κοιμάσαι όποτε νυστάξεις. Τρως όποτε πεινάσεις. Το μυαλό σου δουλεύει αλλιώς. Έχεις περάσει από το φως της αμάθειας στο σκοτάδι της αβεβαιότητας. Από την αμεριμνησία του πρωινού στο γραφείο, του μεσημεριανού στο γραφείο, του απογευματινού σχολάσματος, στην άγνωστη ζωή, όσων δεν επιδίωξαν την αμεριμνησία της καθημερινής ανοησίας. Την αφασία της σιωπηλής μέρας. Που τρέχει μόνο επιφανειακά. Γρήγορη και νευρική κατ’ επίφασιν. Αλλιώς είναι στ’ αλήθεια. Αργή, ανιαρή, καταθλιπτική. Αλυσίδα ημερών. Που δεν της λείπει κανένας κρίκος. Δεν έχει καμιά απουσία.
Τώρα, λοιπόν, μπορούσε ν’ αλλάξει. Είχε διαφανεί η αυγή της αρχής του. Αν και συνέχιζε στο άγνωστο, είχε διέξοδο. Έτσι ήθελε να πιστεύει. Έτσι ΠΗΡΕ ΜΠΡΟΣ!