Άνθρωπος μισός

Ήταν όλοι παρόντες. Αυτό δεν ήταν όνειρο, ήταν συμπόσιο γιορτινό με όλους τους θαμμένους συγγενείς του. Βλέποντας όλους εκείνους, που μικρό παιδί τον γέμιζαν φιλιά, τσιμπήματα στα μάγουλα και δώρα, στην αρχή χαμογέλασε, μα ποιος ξέρει πόσο ελάχιστα, μιας και στα όνειρα ρέει περίεργα ο χρόνος. Όμως η αίσθηση αυτή δεν κράτησε ολονυχτίς. Σαν να άνοιξε αχτίδα σκοτεινή, τα πρόσωπά τους έγιναν στριφνά, άγριας ασχήμιας τέρατα και δείχνανε σα να θέλανε να τον καταβροχθίσουν. Ακόμη και οι γιοί που δεν έκανε τον κοίταγαν με μίσος.

Όλη αυτή η απρόσμενη επίσκεψη που εξελίχθηκε σε τρόμο τον έκανε να σπαρταρά μέσα σε ανήλεο πανικό με κλάματα ρυάκια ασταμάτητα. Και αυτοί εκεί, να ουρλιάζουν μοχθηροί και τη νύχτα να κάνουν αναπάντεχα μεγάλη.

Τους φώναξε, τους εξήγησε γιατί, γιατί τα όνειρα τους δεν εκπλήρωσε, γιατί δεν έγινε τρανός συνεχιστής του ονόματος τους. Τους έλεγε και ξαναέλεγε μέσα στα κλάματα του, ότι σήμερα έχουμε πόλεμο σκληρό, ανήθικο χωρίς έλεος, ότι η ζωή δεν είναι όπως τα χρόνια τα δικά τους.

Αφού είπε αυτά και απάντηση καμία δεν πήρε και με όλους ως εχθρικό άρμα να τον πλακώνουν χωρίς καμιά συγχώρηση, άνοιξε τα μάτια του και συντετριμμένος από τις τύψεις έπεσε νάνος κατάχαμα, ένας άνεργος άνθρωπος μισός, που δεν μπορεί να διαπραγματευτεί ούτε μια συμφωνία ειρήνης με τα ίδια του τα σπλάχνα.