Δύσκολες διαπραγματεύσεις σε επικίνδυνο έδαφος Μέρος δ’:  Χορεύοντας ταγκό με την τρόικα

Μόλις βγήκα από το Ρεντ Φλάγκ, με τα δυο καμουφλαρισμένα μπουκαλάκια τσίπουρο υπό μάλης, είδα ένα απρόσμενο θέαμα:  

Η Δήμητρα κι η Εριφύλη χορεύανε, αγκαλιασμένες, ταγκό στη μέση του πεζόδρομου! Υπό τους ήχους της μουσικής που παίζανε η Χρυσαφένια και η Ρούλα!

Μ’ επιδέξιες κινήσεις, και κρατώντας στο δεξί μου χέρι τα δύο καμουφλαρισμένα μπουκαλάκια εμφιαλωμένου νερού – τσίπουρου, και στο αριστερό, τις καβάτζες, δηλαδή, το μεγάλο πλαστικό μπουκάλι τσίπουρο – μιας και το άλλο, αφού είχαμε δυο μπουκάλια στην αρχή, το ήπια, και όσο έμεινε το διοχέτευσα στα δύο καμουφλαρισμένα μπουκαλάκια εμφιαλωμένου νερού – τσίπουρου, κατευθύνθηκα προς το μουσικό τραπέζι και την καρέκλα μου, δίπλα στον Παναγιώτη Εμμανουήλ. Και τα κατάφερα, παρότι κάποια στιγμή αναγκάστηκα να μπουσουλίσω κάτω από τα μπούτια της Έρης, την ώρα που τ’ αριστερό της πόδι κύκλωνε, λάγνα, τη μέση της Δήμητρας…

Μόλις έκατσα, αγκομαχώντας, δίπλα στο μαλάκα τον Εμμανουήλ, του έκανα ένα νεύμα, σα να του ’λεγα: τι ναι αυτό;

«Είναι το Πορ Ούνα Καμπέσα του Κάρλος Γκαρντέλ», μου απάντησε, μιλώντας σαν υπνωτισμένος  

Για να συνεχίσει, αμέσως μετά, κοιτώντας με συγκινημένος:

«Υπέροχο ταγκό… Και πόσο ωραία το παίζουνε τα κορίτσια… Αλλά κι οι δεσποινίδες…, εξαιρετικά το χορεύουν»

[Άντε πάλι με το «δεσποινίδες». Η Δήμητρα είναι 42, κι άλλη,  38 – 39]

 Ύστερα, ξαναγύρισε το βλέμμα του στις χορεύτριες. Μαζί του, γύρισα κι εγώ το βλέμμα. Και παρακολουθήσαμε, εκστασιασμένοι, τη συνέχεια του ταγκό…

Συγχωρέστε με, αγαπητοί μου φίλοι, αλλά δεν μπορώ να σας περιγράψω, να σας μεταφέρω, τη συνέχεια του ταγκό της Δήμητρας και της Εριφύλης – Ερατώς – Έρης – Φορτηγατζούς. Δηλαδή το πόσο παθιασμένα κι αισθησιακά χόρεψαν αυτό το ταγκό οι δύο γυναίκες. Κι αυτό, γιατί πρέπει, αυτό – λογοκριμένος, να σταθώ στο ύψος του ηλεκτρονικού μας περιοδικού! Να περιφρουρήσω την ποιότητα, το κύρος και, πάνω απ’ όλα: το ήθος του ηλεκτρονικού μας περιοδικού!!

Μόλις τελείωσε, λοιπόν, το κομμάτι, και οι δύο παρτενέρ ξανάκατσαν, εν μέσω χειροκροτημάτων, στο τραπέζι, η Χρυσαφένια ξαναπήρε το λόγο: «Ένα ακόμα τραγούδι και το διαλύουμε, κορίτσια», είπε, και μου έριξε ένα απειλητικό βλέμμα…

Πράγματι, η Χρυσαφένια και η Ρούλα παίξανε ένα ακόμα κομμάτι, το «σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», το οποίο το έπαιξαν, ομολογουμένος, πολύ όμορφα – το τραγούδησαν η Δήμητρα, κοιτώντας τη φορτηγατζού, κι ο Παναγιώτης, κοιτώντας με βουρκωμένα μάτια τη Ρούλα – , κι ύστερα, επακολούθησε η αποχώρηση των υπολοίπων γυναικών την οποία, επίσης δεν πρόκειται να σας εξιστορήσω, για τους λόγους που σας προανέφερα

Αλλά από τις άλλες γυναίκες – εκτός της Χρυσαφένιας και της Ρούλας δηλαδή, έμεινε και μια ακόμα: η Εύα. Κι αυτό κατόπιν παραινέσεως της Χρυσαφένιας

Συγκεκριμένα, της είπε:

«Μείνε, σε παρακαλώ μαζί μας, Εύα μου. Σε θέλουμε για να κρατάς τα πρακτικά...»

Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό το «πρακτικά» μου έκατσε πολύ άσχημα. Είναι φανερό ότι επρόκειτο να δεχτούμε σφοδρό βομβαρδισμό. Κι ο Παναγιώτης, έχοντας άγνοια κινδύνου, χαμογελούσε σα χάνος…   

Έτσι έχουμε μείνει, στο ένα πια τραπέζι, αφού το άλλο το είχαμε μετακινήσει – κατόπιν εντολής της Ρούλας και της Χρυσαφένιας –  ο Παναγιώτης κι εγώ, πέντε άτομα: Εγώ κι ο Παναγιώτης και η θηλυκή τρόικα. Οι δικές – έστω πρώην –  μας, δηλαδή, κι η γραμματέας τους…

Η Χρυσαφένια και η Ρούλα είχανε κάτσει στη μια μικρή πλευρά του ορθογώνιου ξύλινου. Εμείς, είχαμε κάτσει ακριβώς στην απέναντι. Ο Παναγιώτης – απέναντι στη Ρούλα, κι εγώ – απέναντι στη Χρυσαφένια. Η Εύα είχε κάτσει αριστερά μας. Είχε βάλει τα γυαλιά της και μπροστά της είχε ένα μεγάλο λευκό φάκελο, τον οποίο της τον είχε δώσει η Χρυσαφένια

Μετά από μερικές στιγμές σιωπηλών κοιταγμάτων στα μάτια – σκηνή βγαλμένη από την ταινία ο Καλός, ο Κακός κι ο Άσχημος, η μουσική της οποίας ακουγόταν  εκείνη τη στιγμή, μέσα από το Ρεντ Φλαγκ,  η Χρυσαφένια ξαναπήρε το λόγο

Με κοίταξε στα μάτια, απειλητικά και:

Κύριοι σας καλέσαμε για να σας ανακοινώσουμε κάτι πολύ σημαντικό

Μου είχαν κοπεί τα γόνατα, η αγωνία ήτανε μεγάλη.

 Ο Παναγιώτης, παρότι έτρεμε, κατάφερε να ψελλίσει:

«Και τι θέλετε να μας ανακοινώσετε, καλές μας;»

Οι δύο γυναίκες απάντησαν,  με μια φωνή, στον Παναγιώτη:

«Παντρευόμαστε!»

Κι η φωνή τους είχε κάτι το … απειλητικό. Δηλαδή, αυτό το «παντρευόμαστε» ακούστηκε σαν απειλή, κι όχι σα μια χαρμόσυνη ανακοίνωση…

 

[Παντρεύονται; Ποιους; Έχουν γκόμενους;; Ή μήπως παντρεύονται  μεταξύ τους;;;  Και ότι πρόκειται να κάνουν σύμφωνο διαβίωσης;;;; Ή, συμβίωσης;;;; Ή, πως το λένε;;;;]

Η αντίδραση του Εμμανουήλ στη βόμβα που έριξαν οι αμαρτωλές ερωμένες, ήτο αφελής:

«Με ποιος Παντρεύεστε;», ρώτησε, χαζά, ό χαζός

Οι δύο μεγαλοκοπέλες κοιτάχτηκαν, αναμεταξύ τους, πονηρά στα μάτια, όποτε μου έδωσαν χρόνο να παρέμβω:

«Εντάξει λοιπόν, κορίτσια, καταλάβαμε… Εμάς, τι μας χρειάζεστε; Να σας συνοδεύσουμε στο συμβολαιογράφο;»

Προσέξτε σθένος και παρρησία! Προσέξτε μεγαλείο ψυχής κι ανωτερότητα!! Ενώ μπορούσα να της πω: «το προσκλητήριο μου έπεσε απ’ τα χέρια/ Όχι δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν/ εσύ που μου έταζες  τον ουρανό, τ’ αστέρια/ τώρα στο γάμο σου με θες να ’μαι παρόν. Μπρος στην εκκλησιά μια ακόμα μαχαιριά/ θέλεις να μου δώσεις/ Μπρος στην εκκλησιά ακόμα μια φορά/ θες να με πληγώσεις», δεν το είπα

Η Χρυσαφένια με κοίταξε βλοσυρά στα μάτια, και μου απάντησε, χαμογελώντας, παρά το βλοσυρό της βλέμμα:

«Όχι, δεν καταλάβατε καλά. Παντρεύεσαι εσύ εμένα – κι έδειξε με τον αντίχειρα της εμένα, κι ο Παναγιώτης – κι έδειξε με τον αντίχειρα της τον Παναγιώτη, τη Ρούλα… Εγώ κι εσύ θα παντρευτούμε στο δημαρχείο Καισαριανής, με μάρτυρες τη Ρούλα και τον Παναγιώτη. Κι η Ρούλα με τον Παναγιώτη, σ’ ένα ξωκλήσι, με κουμπάρα εμένα…  Η όλη διαδικασία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα σ’ ένα έτος»

[Είδατε τι μαλακίες κάθεται και λέει ο Εμμανουήλ. Ότι είναι πουτάνες, λέει, και  πανσεξουαλικές και κολοκύθια τούμπανα… Οι κοπέλες είναι μάλαμα, ρε! Κι η Χρυσαφένια, όνομα και πράμα!! Κι η Ρούλα, ασήμι είναι και ζάχαρη!!! Καταπληκτικές κοπέλες!!!! Άντε από δω, παλιό – γελοίοι σεξιστές όλοι!!!!

Μ’ έχετε ακούσει να λέω ποτέ κάτι κακό γι’ αυτές τις Άγιες κοπέλες; Ε, μ’ έχετε ακούσει;; Ποτέ!  Ποτέ δεν έχω κακολογήσει αυτές υπέροχες γυναίκες!! Ποτέ!!! Ποτέ!!!!]

Μόλις ακούσαμε την απάντηση της Χρυσαφένιας, εγώ κι ο Παναγιώτης, σηκωθήκαμε από τις καρέκλες μας, αγκαλιαστήκαμε κι αρχίσαμε να χοροπηδάμε στο πεζόδρομο

Είχαμε βιαστεί, όμως, να πανηγυρίσουμε. Είχαμε ξεχάσει ότι ένα παιχνίδι ολοκληρώνεται στο 90ο λεπτό – η, όταν ο διαιτητής σφυρίξει τη λήξη… Επίσης, είχαμε ξεχάσει αυτό το «η διαδικασία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα σ’ ένα έτος»...

Μας το θύμισε, αρχικά, η φωνή της Χρυσαφένιας:

«Κάτσε κάτω, Μανόλη. Δεν είναι τόσο απλό…»

Κι ύστερα, της Ρούλας:

«Κάτσε κάτω, Παναγιωτάκη. Έχουμε πολλά να πούμε ακόμα»

Υπακούσαμε, και μ’ ελαφρά πηδηματάκια ξανακάτσαμε στις καρέκλες μας

Η Πρεσβυτέρα Χρυσαφένια ξαναπήρε το λόγο, απευθυνόμενη σε μένανε:

«Πριν όμως από τους γάμους και τα πανηγύρια, πρέπει, όμως,  να αποδεχτείτε μια σειρά από όρους… Όχι μόνο προφορικώς, αλλά και γραπτώς… Δηλαδή… να υπογράψετε…»

[Να υπογράψουμε; Να υπογράψουμε;; Να υπογράψουμε;;; Τι να υπογράψουμε;;;; Γιατί να υπογράψουμε;;;;;]

Ύστερα, γύρισε στην Εύα και της είπε:

«Εύα, μωρό μου, δώσε μου τα δύο αντίτυπα του μνημονίου συνεργασίας, που σου ’δωσα προηγουμένως»

[Μνημόνιο; Μνημόνιο;; Μνημόνιο;;; Τι είδους κόλπα είναι, πάλι, τούτα;;;;]

Η γραμματέας Εύα, αφού δάγκωσε, λάγνα, τα χείλη της, υπάκουσε πρόθυμα στην εντολή της Πρεσβυτέρας, και της παρέδωσε δύο δισέλιδα Α4  που έβγαλε από τον λευκό φάκελο

Η Πρεσβυτέρα πήρε τα δυο δισέλιδα από την Εύα, και τα σήκωσε ψηλά με τα δυο της χέρια

 Κι ύστερα, μίλησε φωναχτά:

«Αυτά τα δύο αντίτυπα που κρατώ στα χέρια μου, περιέχουν έναν οδικό χάρτη, που σας καθορίζει τα βήματα που καλείστε να κάνετε το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, τους αμέσως επόμενους μήνες, προκειμένου να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα…»

Μετά, άφησε τα δύο δισέλιδα στο τραπέζι, έκυψε προς το μέρος μου, έδεσε τα δάκτυλα της, με κοίταξε με ύφος Ντέλιας Βελκουλέσκου και συνέχισε, με σιγανότερη φωνή:

«Η όλη διαδικασία περιλαμβάνει, καλύτερα: αποτελείται από συγκεκριμένες φάσεις… Με την ολοκλήρωση της εκάστοτε φάσης, θα περνάτε από αξιολόγηση»

Η αδίστακτη και δόλια  Βελκουλέσκου σταμάτησε για λίγο το κυνικό της λογύδριο, κι αφού έριξε από μια ματιά σε Ρούλα κι Εύα, συνέχισε, χαμογελώντας πονηρά:

«Η αξιολόγηση θα γίνετε από την τρόικα… Δηλαδή, από την Εύα, τη Ρούλα κι εμένα…»

Αφού ολοκλήρωσε την λεκτική προσβολή της αξιοπρέπειας μας, εμού και του Παναγιώτη δηλαδή, ανασηκώθηκε, με μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπο της, κι έγειρε τον κορμό του σώματος της προς τα πίσω

Ύστερα, έκανε μια χειρονομία με τα χέρια της, σα να μας έλεγε: η σειρά σας, Κύριοι

Κοίταξα τον Εμμανουήλ… Έδειχνε προβληματισμένος

Εγώ, απεναντίας, δεν ήμουνα προβληματισμένος. Ήμουν εξοργισμένος! Ήμουν αγαναχτισμένος!!

Αυτό δεν ακουγόταν σα πρόταση γάμου, αλλά σαν πρόταση παράδοσης, σαν πρόταση συνθηκολόγησης, σαν πρόταση υποταγής!!!

[Όχι, κυρία μου! Όχι, καλή μου!! Όχι, χρυσή μου, Χρυσαφένια!!! Δεν πρόκειται να σας αφήσουμε, εσένα και τη φιλενάδα σου, να μας μετατρέψετε σε σκλάβους μέσα στην ίδια μας τη χώρα!

Δεν πρόκειται να παραδοθούμε!

Δεν πρόκειται να συνθηκολογήσουμε!!

Δεν πρόκειται να προδώσουμε το Λαό και την Δημοκρατία!!!

[Άσχετο αυτό – δε ξέρω πως μου ’ρθε…]

Ούτε εγώ είμαι Τσίπρας, ούτε ο Παναγής ο Εμμανουήλ είναι Τσακαλώτος! Δε ξέρετε με ποιους έχετε μπλέξει!!] 

Αρχικά, μίλησε ο Παναγιώτης:

«Εντάξει, λοιπόν, κορίτσια. Ας ακούσουμε τους όρους που μας βάζετε»

[Ποιους όρους, βρε γελοίε; Ποιους όρους, άθλιε Τσακαλώτο;;

Παιδιά, ο Εμμανουήλ είναι έτοιμος να περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο!

Αίσχος! Φασισμός!! Προδοσία!!!]

Ενθαρρυμένη από την μειοδοτική στάση του Εμμανουήλ, πήρε ένα αντίτυπο του μνημονίου από το τραπέζι, κι άρχιζε να διαβάζει τους όρους του επαίσχυντου μνημονίου