Ο Τοίχος, Β' μέρος

να ζητά, να της ξυρίζουν το κεφάλι.  να της κόβουν σύριζα τα νύχια.  να μην της μιλούν.  να μην βλέπει πρόσωπα. 

-πως, κυρίως μην, και την επισκέπτονται φαντάσματα, αυτά της κάποτε αγάπης, των τότε κρίσεων, του πίσω μίσους.

-πως, ωστόσο, ο Τοίχος της, τα προβάλλει πότε πότε αστραπιαία, σαν να την περιπαίζει με μαύρη, γελαστική πρόθεση, με τα στοιχειά να συναινούν.

-πως, δε αναρωτιέται, για το που και το πώς ζουν πρόσωπα, πλέον συγκεχυμένα, που χειροπόδαρα την είχαν δεμένη, χαρούμενη, από υποχρέωση, η καταναγκασμό.

-πως, ας κατοικούν στο πουθενά, καλύτερα.

- πως, ο βίος των πάλαι ποτέ δημίων, τεράτων, διωκτών και εξοχοτήτων της ζωής της, είναι μία σκέψη που την επιβαρύνει, και, κάνει τέφρα την σκέψη της.

-πως, επί  ματαίω και οχληρή, θα ήταν μία ερώτηση περί του τι απέγιναν. -πως, εξάλλου, έχουν εκπληρώσει ένα σχέδιο πεπρωμένου, στο οποίο, είχε συμπεριληφθεί ως τιμώμενο, προς τιμωρία, ή προς σφαγή πρόσωπο. -πως, όσον αφορά στους παρελθόντες άντρες, κατενόησε ένα: ότι, η σφαγή μίας γυναικός, ήταν δώρο σε μία άλλη γυναίκα, να λέει. 

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να είναι όλοι, τόσο μακριά, σαν μία χαμένη, οριστικά, πατρίδα.  και όλα, σα να μην έχουν υπάρξει καν.

-πως, το παρελθόν της μοιάζει τώρα φτιαχτό, και περιέργως, σα να μην διαδραματίστηκε καν.

-πως, σαν στόμα ολετήρα, μάσησε τα πριν, κοινότοπα ή μεγαλειώδη, κατακτημένα  κοπιωδώς ή δωρισμένα, γεγονότα και μορφές, τόπους και συναισθήματα.

-πως, σαν σκουπιδοφάγος ο καιρός, κατάπιε όσα με κάλλος ή ασκημίες, παραμορφώσεις, θυσίες, θαύματα και λάθη, την όρισαν.

-πως, μεταβόλισε, αφομοίωσε και αφόδευσε την πρότερη ζωή της.

-πως, περιττώματα κατέληξαν τα παρελθόντα, και όχι αναμνήσεις, εξόν, και εάν η σκέψη τα μετουσίασε σε ευγενή, γραπτά απόβλητα.

–πως, πάντα, της άρεσε να καταγράφει σε σελίδες τα γινόμενα, να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει

 

να κλειδώνει και να διπλοκλειδώνει το σπίτι της μνήμης. 

-πως, με τον δαίμονα της, ξεπλένει με αχερούσια ύδατα τις παλαιές εγγραφές. 

-πως, ότι έφυγε και πέρασε, είναι σαν να μην έγινε ποτέ, σαν να το περιμένουμε ακόμη, καλό ή κακό.

-πως, η ζωή μπορεί  να  ομοιάσει σε θάνατο, όμως ο θάνατος, ποτέ σε ζωή, αλλά, ποιος έζησε τον θάνατο να τον διηγηθεί;.

-πως, θα γράψει πάνω στον τοίχο της με ένα βιολετί κοκκινάδι, απομεινάρι της ξηλωμένης τσάντας: η ζωή ομοιάζει με θάνατο, αν, ο θάνατός ήταν ζωή,  να λέει.  

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να περιπλανάται,  με δάκτυλα ηλικιωμένης ικμάδας στο επιτοίχιο κίτρινο, τροφείο του χρόνου. 

-πως, από αντανακλαστικές κακουχίες του ανθρώπινου γήρατος, αν και στητός ο Τοίχος, είναι που έχει πεθάνει, ή καμώνεται, αλλά, το ανθρώπινο γήρας είναι επιλογή, όταν καταλήγεις θεατής ενός Τοίχου, άρα ο Τοίχος είναι επιλεκτικά φονέας.

-πως, κακοποιημένος, από, δήθεν χωροταξικές, διευθετήσεις και συνέργειες φαίνεται.

-πως,  ένας ισοπεδωμένος,  εν στύσει δρόμος αδυνατοτήτων και χαμένων ευκαιριών, είναι αυτή του η όρθια ταφοπλακα.

-πως, μόνον ασυμπαθή πλάσματα τον περπατάνε κατακόρυφα, βλαττοειδή, δικτυόπτερα και άλλα κυνηγημένα πλάσματα.

-πως, αν ζούσε μακριά από τους ανθρώπους, θα ήθελε να κρεμούσε στον τοίχο της ένα λευκό χειρόπτερο, σαν βελούδινο πολυέλαιο, που, να της γίνεται βεντάλια, κορώνα ή τραχηλιά, καθώς θα παίζει την εξόριστη βασίλισσα σε θέατρο δωματίου,  να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να μην εορτάζει, ούτε ως δύτης μίας μικρούτσικης, ταπεινής χαράς.  έτσι, έως την μελαγχολία της προβλεπόμενης δύσης. 

-πως, καμμία αλλαγή στον φυσικό κύκλο του ημερονυχτίου, καμμία ευφάνταστη ανατροπή.

–πως, η δική της δύση, που άχρωμα ανατάσσεται, είναι ο Τοίχος της.

-πως, ο ήλιος-Τοίχος, χωρίς μεθυστική, χρωματική μετάβαση, ωχροκίτρινος παραμένει και τις νύχτες.

-πως, σελήνη είναι η ίδια, κάτασπρη και παθητική, αλλά, στο τέλος πάντα, η σελήνη ερωτεύεται ανταποδοτικά τον ήλιο-Τοίχο της, να λέει.  και, ο Τοίχος να την ακούει.

 

να περιμένει τι;.  το, προς εαυτόν ομολογούμενο, ένα. 

-πως, σε κατάσταση ανυπαρξίας ας βρεθεί, με την ελπίδα του κατεπείγοντος. 

-πως, ήλθε στη ζωή ως  απόσταγμα ατυχίας δύο μεσόκοπων εραστών, που δεν αγαπήθηκαν, αλλά πίστεψαν στην πιθανή έλευση ευτυχίας.

-πως, διακαώς, και με απαιτητή την νομοτελειακή δικαιοσύνη της θνητής σάρκας της, τώρα, προσμένει την επιστροφή στο άχρονο κενό, το προ συλλήψεως, που, ήταν ακριβώς αυτό, το… δεν είμαι, παρά, μία ενδεχόμενη προοπτική, υποκείμενη του μηδενός. 

-πως, επιθυμεί, μία πριν ειμαρμένη που την καλεί, αλλά, ως μετά ειμαρμένη, πλησμονή ενός θαρραλέου τίποτα,  φυγόκεντρο τέχνασμα μίας κοσμικής περιφέρειας που,  εξοστρακίζει και εκτελεί, ενώνοντας δύο άκρες σε βρόχο, βρόχο και όχι κύκλο ζωής.

 -πως, - τι είσαι; να ρωτά η φωνή

- ένας κόκκος ξέσματος να απαντά η φωνή

-τι θέλεις να γίνεις; να ρωτά η φωνή

 -το τέλος του κόκκου.  η φωνή να απαντά, σε μονόλογο λα μείζονα,  να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να έχει, της πέτρας την υπομονή.  ώσπου να καταφτάσει ο χρόνος της μετάβασης.  στο κακό, που και καλό είναι. 

-πως, θα παραμένει όρος μικρό από μαλακή, ασάλευτη σάρκα, γυναίκα Βούδας, χωρίς θρησκευόμενους πιστούς, ως τον τελειωμό της.

-πως, ξενίστρια της παραίτησης, ράβει με ατσαλοκλωστές όλα τα ανοίγματα, κεντάει τις εισόδους με συρματόπλεγμα, να μην εμφιλοχωρεί, το μάταιο οχληρών, διεξοδικών συλλογισμών και αμφισβητήσεων, ή, μία πιθανή αιτία για επανάσταση, για έξοδο και, επάνοδο στην έξωθεν παραφροσύνη. 

-πως, μόνον ο ζων, εισόδιος κίνδυνος του αφήνεσθαι, είναι η σωτηρία της, και του το επιτρέπει. 

-πως, για όσα μιλά, ο Τοίχος κρυφακούει, να λέει. 

και, ο Τοιχος να ακούει.

 

να ορά, τον κανέναν ερχομό. την καμμία ελπίδα. 

-πως, «αυτοθέλητα» επισυμβαίνει, ότι τώρα εκτίεται σαν ποινή, όχι ερήμην της. 

-πως, η έλλειψη μίας  πόρτας επί του τοίχου, είναι δικλείδα ασφαλείας, την καθιστά εγκρατή στον πειρασμό των επαφών και, την πιθανή, πενιχρή εκκοσμίκευση της στον χώρο. 

-πως, το δωμάτιο, αν και απλό παραλληλόγραμμο, αποτελεί έναν κεκλεισμένο λαβύρινθο, της ψυχής της αντικατοπτρισμό, όπου, Μινώταυρος είναι η ίδια, χωρίς να χρειάζεται κρέας νεανικό, καμμία σάρκα, εφόσον αυτοτρώγεται. 

-πως, στον Τοίχο ακουμπά ενδεώς το αυτί-κογχύλι, ως ανάγκη του εντοιχισμένου της εαυτού, να αφουγκράζεται τους χτύπους καρδιάς ταυτοπαθών τροφίμων, στην άλλη πλευρά του.

-πως, από πίσω, στην ανάστροφη, απαράλλακτη και αθέατη όψη του Τοίχου, κάποιος, τις νύχτες μοιρολογεί και αναρωτιέται κλαίγοντας, γιατί ο αρχάγγελος ξέχασε να τον πάρει,  να λέει.

 και ο Τοίχος να ακούει.

 

δεν θα πάσχει από άνοια.  δεν θα είναι (παρ)άφρων. 

-πως, θα έχει επιλέξει, αναχωρήτρια της ενεργής ζωής και όχι λιποτάκτης να καταλήξει. 

-πως, επιβιώνοντας σε έναν περίπου μοναστικό βίο, περίεργο και άνευ προσευχών, της υπολείπεται η ελπίδα για την σωτηρία της ψυχής, μην ενδίδοντας στο μέγα ψεύδος της αθανασίας της. 

-πως, καλύτερα να υπήρχε μόνο για το σώμα, μία ορισμένη αιωνιότητα, και η ψυχή να ήταν η  ακόλουθος,  να λέει

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να την γοητεύει, ως ιδέα, μία ιδανική αυτοχειρία. 

-πως, με τον τρόπο, που μόνον το χαρακίρι επιφέρει ένα τέλος, θα ηδύνατο ιδεατά, αφού ο θεσμός, αφορά σε ευγενείς και γενναίους πολεμιστές, κι εκείνη, δεν είναι ούτε θαρραλέα, ούτε μεγαλόσχημος. 

-πως, ήρθαμε στον κόσμο από την βούληση ενός άγνωστου δημιουργού, με απροσδιόριστες προθέσεις και φύση μοχθηρή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να επιλέγαμε τον θάνατο μας, αλλά, ως δειλή κι αδύναμη, που να προβεί, σε μία τέτοια βαρυσήμαντη ενέργεια. 

-πως, έτσι θα βαυκαλίζεται, ότι επιτελεί τάχα, το τελετουργικό μίας αργής αυτοκτονίας, απέχοντας των εγκόσμιων αγαθών, και, με άλλου είδους λεπίδα, με το αμφίστομο σφάγανο της ψυχικής καρτερίας δήθεν, θα φεύγει αβίαστα. 

-πως, δεν θέλει να τιμωρήσει κανέναν, με έναν αιφνίδιο θάνατο της, μολύνοντας με μαύρο αίμα, παραβατικό, την προσωρινή ευτυχία των ολίγων δικών.

-πως πρέπει να μένει αόρατη, φιλήσυχη και ζώσα, στην κρύπτη της (εαυτο) βρώσης της. 

-πως, η λογική έχει αντίρρηση, υποδεικνύει και προτάσσει αισιοδοξία, αλλά εκείνη ανέκαθεν ήταν εχθρός της λογικής, να λέει

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να μην έχει επισκέπτες.  ελάχιστοι, έτσι κι αλλιώς, να έχουν απομείνει.

-πως, όλοι οι ζώντες, είναι απορροφημένοι, σχεδόν αφιονισμένοι, με τα σχέδια και την θηρίες απελπισμένων ηδονών,  μίας ζωής ελάχιστης, μέσα σε μία μακάρια αδιάφορη αιωνιότητα,  ώστε, πως να αλιεύσουν ενδιάθετο χρόνο, αυτοί οι αδιαρκείς και ασθμαίνοντες;. 

-πως, κάπου κάπου, έρχεται η νεκρή αδελφή της, για να γίνεται η απώλεια της λιγότερο απώλεια,  και,  για να γελάνε, αφού, η ζωντανή λέει στην πεθαμένη, πως, ο χορός της κοιλιάς της στον επάνω κόσμο, στην αντίπερα όχθη, θα έχει τρελάνει τον Αλλάχ και τους Αποστόλους, τον Δία και τα Πνεύματα των Απάτσι, τον Φρόυντ, τον Ιονέσκο, τον Καμύ και τον Τσελάν. 

-πως, στην πραγματικότητα όμως, δεν πιστεύει ότι έρχονται για στιχομυθίες οι τεθνεώτες, πως βουβοί είναι, από κόνι, αλάτι και ανόργανη ύλη, πως, μας θωρούν από φωτογραφίες μόνον, εξουθενωμένοι, αλλά, ήσυχοι. 

-πως, η ίδια, τους καλεί συχνά, καθώς γυμνή από ευτυχία, ακούει ανεπαίσθητους ήχους φτερών κάτω από την γη, όπως ανάλαφρα, οι ίσκιοι, στον ύπνο της ανεβαίνουν.

 –πως,  είναι που,  δεν έχει διανύσει και διευθετήσει τα πένθη της,  που, τα κρατά εν εκκρεμότητι ατέλεστα και ανυπόμονα, περιμένοντας ανέκαθεν, εις μάτην, το κατακόκκινο φιλί ενός έρωτα να γαζώσει τις πολυκαιρισμένες, μαύρες ρωγμές τους. 

-πως, ο έρωτας βέβαια ερχόταν κάποτε , και της έλεγε αυτό μόνον:- «ω, τιμημένη Τατιάνα Ιβάνοβνα, αυτό που δύναμαι είναι, να σας βάψω τα νύχια των ποδιών με μενεξεδί βερνίκι», να λέει.  

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να, έχει υπάρξει ενδιαφέρουσα ποιήτρια.  και εράστρια. 

–πως, στην νεότητά της,  ως συλλέκτρια πράσινων αντρικών ματιών, στην φαντασία της τα έκανε ενώτια. 

-πως, όταν ήταν νέα, ήθελε να γεράσει, να γίνει μία πελώρια αρκούδα, να μην της τυχαίνουν οι βάσανοι του έρωτα.

-πως, όταν γέρασε, ήθελε να πεθάνει ανάμεσα σε δύο αντρικούς βραχίονες, αλλά δεν της έστερξε αγάπη πραγματική από ζώο αρσενικό, μόνο πάθη.

-πως, κάποτε σε ασύνειδους κήπους περπατούσε, διαμηνύοντας στο πεπρωμένο τα σέβη της,  ώστε να της ομολογεί μυστικά και βουλές, αλλά, η πεπρωμένη δεν υπήρξε παρά, μία αμφιθυμική, φιλοπαίγμων φιλενάδα, ομιλώντας πάντοτε με συμφυρμένους, ακατανόητους λόγους και πολυσήμαντα μαντέματα. 

-πως, η Τέχνη ήταν η μόνη συνεπής συμβία της. 

-πως, το μοναδικό άθλημα που δεν πρόδωσε το σώμα και, προσέδωσε στο πνεύμα της ακμαίους μύες, ήταν η Τέχνη. 

-πως, ναι, είναι άσυλο η Τέχνη, αλλά για τους εκλεκτούς είναι δοκιμασία, είναι σπουδή και μοναστήρι, ιερατείο και θέναρ, να λέει. 

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να ήταν κάποτε, πολύ όμορφη.

-πως, άχρηστη και πρόσκαιρη η ομορφιά της, δεν ωφέλησε σε τίποτα, μόνο αντρικά πάθη μικρού μήκους, άμεσα εξαργυρωμένα. 

-πως, ζώντα λεπιδόπτερα, ανάμεσα σε φύλλα μαθητικού τετραδίου, όπου και τα γυμνάσματα της ζωής της, διαφύλαξε τα πάθη της. 

-πως, τα ονόμασε συλλογές που έφεραν το όνομά της, σαν σε μνήμα από εκλεκτό χαρτί, χωρίς νεκρό στο μέσα βάθος, αφού, ο έγγραφος λόγος λέγεται, πως, τελεί εν αθανασία, να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να ακουμπά στον Τοίχο με την πλάτη, τα χέρια σε διάσταση, το κεφάλι ψηλά.

 –πως, εσταυρωμένη στον Τοίχο της με ασύστολα καρφιά, να θελήσει να πετάξει ψηλά, παίρνοντας και τον Τοίχο μαζί, ειδάλως να ουρλιάξει: πάρτε αυτήν την ταφόπλακα από πάνω μου,  σπάστε της τα κόκκαλα, και να κλάψει.

 -πως, τότε ο Τοίχος, ο ιππότης Τοίχος, ο Εραστής Τοίχος, ο Προστάτης Τοίχος να σειστεί, να κλονιστεί στα πόδια του και, ως ορυμαγδός μοναδικής αγάπης, να πέσει στα δικά της γόνατα, να λέει.

και, ο τοίχος να ακούει…

αλλά, για πρώτη φορά και, να απαντά…

και να εγκαθίσταται μέσα της, όπως μόνο η μανία της πέτρας μπορεί να εκραγεί από σεισμό, και, να γίνει το αμετακίνητο, κινούμενος κονιορτός συναισθημάτων και ερείπια.