Προς την Α΄Οικουμενική Σύνοδο, 1.
18/12/2016
Παρακολουθώντας ένα δυο τυχαία παραδείγματα τρόπου ενθρόνισης επισκόπων ή πατριαρχών, χάθηκα στο χάος (σύνηθες) και κοντοστάθηκα στην κρίσιμη και αποφασιστική Β΄ Οικουμενική Σύνοδο ή Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381), επί εξηκοστού ένατου αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄,1 όπου καλύτερα να μην πω τι γίνεται – όχι ακόμη τουλάχιστον – η οποία έρχεται να επικυρώσει την κρίσιμη και αποφασιστική Α΄ Σύνοδο Νίκαιας (325, ο όρος οικουμενική2 μεταγενέστερος), η οποία είχε γίνει πενήντα έξι χρόνια νωρίτερα και που είχε συγκαλέσει ο πεντηκοστός έβδομος Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄.3
Οπότε πείσμωσα. Το θέμα μου άναψε την περιέργεια κι είπα να το ψάξω. Αλλά μέχρι να φτάσω εκεί, το ζήτημα έχει λεπτομέρειες, τις οποίες αν δεν κατανοήσω και μείνω στους τίτλους και τις ατάκες, τίτλους και ατάκες θα αναπαράγω και αποτέλεσμα μηδέν. Οπότε λέω δεν πιάνεις από την αρχή; Οπότε πάω να δω πώς και γιατί στήθηκε η Α΄ Νίκαιας, μετέπειτα Οικουμενική.
Ας μυρίσουμε στα πεταχτά το άρωμα που αποπνέει το σκηνικό και τα συμφραζόμενα της εποχής.
«Η Αυτοκρατορία ήταν οικουμενική κοινοπολιτεία, η ‘μοναδική παγκόσμια πολιτεία των κατοίκων της γης’, της οικουμένης, η οποία πρόσφερε ειρήνη και δικαιοσύνη σε όλους τους ανθρώπους και τα έθνη που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία της.»4
Η κρίση του τρίτου αιώνα ή στρατιωτική αναρχία ή αυτοκρατορική κρίση (193–284, χρόνοι ενενήντα ένας, αυτοκράτορες είκοσι ένας), έχει περάσει. Γύρω στο 300, βρισκόμαστε ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά τα διακόσια εφτά χρόνια της Pax Romana (27 π.Χ. – 180 μ.Χ.) που θα λήξει με το θάνατο του Μάρκου Αυρήλιου κι έναν σχεδόν αιώνα από το διάταγμα του Καρακάλλα το 212 που παρέχει την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους επιτρέποντάς τους να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι.
Μέχρι το 610 επίσημη γλώσσα η λατινική (θα την αντικαταστήσει με τη μετεξελιγμένη ελληνιστική κοινή ο αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορας Ηράκλειος της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στη νομοθεσία, στη στρατιωτική και στην κρατική διοίκηση. Η εκκλησιαστική διοίκηση και γραμματεία ακολουθεί την αττικιστική λογία.) Ένα μεγάλο μέρος του μωσαϊκού του πληθυσμού, τουλάχιστον δίγλωσσο. Τοπικές των ποικιλώνυμων λαών, γερμανικές και κελτικές γλώσσες. Αρκετές επιγραφές στα καρχηδονιακά, τα κοπτικά, τα συριακά, τα αραμαϊκά και τα εβραϊκά.
Η έκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τερατώδης, περίπου εξίμισι εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Για να έχουμε μια αίσθηση του μέτρου, σήμερα τα μοιράζονται πενήντα πέντε χώρες.
Γύρω στο 150 μ.Χ. ο παγκόσμιος πληθυσμός αριθμεί περίπου εκατόν ογδόντα εκατομμύρια: τα εξήντα κατοικούν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (λίγο λιγότερα απ’ όσα στη σημερινή Ιταλία), τα εξήντα στην Κίνα, τα τριάντα πέντε στην Ινδία και τα υπόλοιπα είκοσι πέντε στην υπόλοιπη υφήλιο. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, σήμερα, στην πρώην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κατοικούν χοντρικά πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια άνθρωποι. Ίσως λίγο στριμωχτήκαμε. Αλλά τότε, στην ίδια έκταση, υπήρχε άπλα χώρου για όλους τους ανθρώπους. Ακόμη και τώρα υπάρχει, αλλά...
Από τον Ηρόδοτο ακόμη, μέχρι και την εποχή που μας απασχολεί και για αρκετό χρόνο ακόμη, η λέξη θρησκεία, η θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων, έχει την έννοια της θρησκευτικής λατρείας ή της εθιμοτυπίας. Ο λατρευτικός συγκρητισμός και η ανεξιθρησκεία της ελληνιστικής εποχής έχει ενσωματωθεί ομαλά στο ρωμαϊκό κόσμο. Η θρησκεία είναι μια καθαρά κρατική αρμοδιότητα, ανοιχτή σ’ όλες τις εγγραφές νέων λατρειών από τις διαφορετικής καταγωγής θρησκευτικές πρακτικές που τιμά ολόκληρο το κράμα των λαών της επικράτειας της ρωμαϊκής res publica. Η τέλεση των δημόσιων ιεροτελεστιών μοιράζεται σε ιερατικά αξιώματα που τα κατέχουν θρησκευτικοί άρχοντες, υπόλογοι στη σύγκλητο και στους υπάτους. Στην κορυφή το αξίωμα του Pontifex Maximus (Ύπατου Αρχιερέα).5 Το 27 π.Χ. η σύγκλητος απονέμει τον τίτλο του «Αυγούστου» (Σεβαστού) στον ιδρυτή της αυτοκρατορίας Οκταβιανό,6 αναγνωρίζοντάς του ιερές ιδιότητες. Μετά το 12 π.Χ. του απονέμει ισοβίως το αξίωμα του Pontifex Maximus και μετά θάνατον τον ανακηρύσσει divus (θεϊκό)· οι άνθρωποι οφείλουν μια θυσία στους θεούς στ’ όνομά του, πράγμα που λειτουργεί σαν όρκος πίστης στο κράτος. Πολιτική και θρησκεία είναι έννοιες άρρηκτα συνδεμένες (όπως οι σημερινές έννοιες ελευθερία και δημοκρατία), έννοιες ζωτικής σημασίας που εξυπηρετούν τους πολιτικούς σκοπούς της διαφύλαξης και της διατήρησης της δομής και της διοικητικής οργάνωσης της αυτοκρατορίας, της ειρήνης, της δημόσιας τάξης, της ασφά- λειας και της κοινωνικής συνοχής των πολιτών – απαράβατος κανόνας για την ενοποίηση, την ομοιογένεια και την ειρηνική τους συνύπαρξη. Αυτό είναι το ζητούμενο.
Η έκφραση λατρεία του θεού ή των θεών, έχει την έννοια της υπηρεσίας στο θεό ή στους θεούς, την έννοια της τήρησης της ιεροπραξίας και των τελετών από τη μεριά των ανθρώπων. Είναι μέρος της κοινωνικής συμπεριφοράς όλων· ένας συνεταιρισμός θεών κι ανθρώπων, ένα συμβόλαιο όπου το ένα από τα συμβαλλόμενα μέλη, οι άνθρωποι, σέβονται και τιμούν τους θεούς, τηρώντας την παράδοση και τις προγονικές λατρευτικές πρακτικές, και το δεύτερο μέλος, οι θεοί τους ανταμείβουν με την εύνοιά τους και τους παρέχουν την προσωπική τους ασφάλεια. Το συλλογικό αντάλλαγμα για την επίτευξη της pax deorum, της αρμονικής σχέσης μεταξύ θεού ή θεών και ανθρώπων, είναι η επικύρωση της συμμαχίας θεών – αυτοκρατορίας. Ευσέβεια είναι ο σεβασμός προς το θεό ή τους θεούς – συγκολλητική ουσία ανθεκτική. Αν καταλαβαίνω σωστά, από μια άποψη, με διαφορετική αμφίεση φυσικά, αυτή η σύλληψη της ενότητας, που αποτελεί το σκληρό ιδεολογικό πυρήνα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διατηρείται άφθαρτη στις όποιες κατά καιρούς διαλυτικές εναντίον της επιδράσεις, από την αυγή της ανθρώπινης κοινωνίας ακόμη μέχρι και σήμερα. Και θα διατηρείται για αρκετούς αιώνες ακόμη.
Η έννοια της πεποίθησης σε μια εξ αποκαλύψεως θρησκεία, δηλαδή το φανέρωμα των θείων και υπερφυσικών αληθειών ή προθέσεων στον άνθρωπο μέσο ιδιόμορφων εμπειριών και συμβόλων, η έννοια της θρησκείας με τη σημερινή της σημασία, θα αρχίσει να διεισδύει στην κοινωνία με την ανάδυση του χριστιανισμού. Οι χριστιανοί, γύρω στο 150, ακόμη μειονότητα: χοντρικά διακόσιες χιλιάδες – νούμερο στα όρια του αμελητέου. Τον τρίτο αιώνα φτάνουν τα έξι εκατομμύρια και τον τέταρτο τα δεκατρία.
Οι διωγμοί σταματούν με το μεγάλο διωγμό 7 του Διοκλητιανού (284–305).8 Τα γιατί και τα πώς των διωγμών είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκη και σοβαρή ιστορία από τα απλοϊκά ασπρόμαυρα που μάθαμε στο σχολείο ή παρακολουθήσαμε στις κινηματογραφικές ταινίες ή αντικρίσαμε στις ματωμένες εικονογραφίες – οι προσεγγίσεις από πολλές ειδικότητες και από πολλές πλευρές, η βιβλιογραφία τεράστια. Έστω κι έτσι. Τέλος διωγμών, όλα ρόδινα μετά απ’ αυτό; Όχι. Κάτι συμβαίνει σ’ ολόκληρη της έκταση της Βόρειας Αφρικής, αμέσως μετά το τέλος του μεγάλου διωγμού – κι αυτό επί τρεις αιώνες: πρόκειται για τους πεπτωκότες 9 και το ενδοχριστιανικό σχίσμα του δονατισμού 10 το οποίο καταδικάζεται στη Σύνοδο της Αρελάτης το 314. Ήδη από το 312, ο περίπου σαραντάχρονος καίσαρας της Δύσης Κωνσταντίνος, αρχίζει να ανακατώνεται με τα εκκλησιαστικά, προσπαθώντας ματαίως να διαιτητεύσει και να ειρηνεύσει τα αλληλοσπαρασσόμενα πνεύματα στις επισκοπές της Βόρειας Αφρικής. Στις 19.9.324 μονοκράτορας πλέον, έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο.
«Ρωμαίος αυτοκράτορας, και μάλιστα τόσο Ρωμαίος ώστε δε μιλούσε καλά τα ελληνικά»11
με επίσημο αυτοκρατορικό τίτλο IMPERATOR CAESAR FLAVIVS CONSTANTINVS PIVS FELIX INVICTVS AVGVSTVS, από τη Ναϊσσό, τη σημερινή Νις της Σερβίας, πενηντάρης περίπου, με ήδη δεκαοχτώ χρόνια εξουσίας στην πλάτη του, «μεγαλοφυής πολιτικός» κατά το Γερμανό ιστορικό Γιάκομπ Μπούρκχαρτ
«[κ]ατά τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε ο Pontifex maximus και δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη ‘Κυριακή’, αλλά την έκφραση ‘ημέρα τού ήλιου’ (dies soli), καθώς και τη φράση ‘ανίκητος ήλιος’ (sol invictus), με την οποία, την περίοδο αυτή, συνήθως εννοούσαν τον θεό των Περσών, τον Μίθρα,[12] του οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί σε όλη την Αυτοκρατορία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Μερικές φορές αυτή η λατρεία τού ήλιου υπήρξε ένας σοβαρός αντίπαλος τού Χριστιανισμού. Είναι δε βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας υποστηρικτής τής λατρείας τού ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφοσίωσή του αυτή στον ήλιο από την οικογένειά του. Πιθανόν ο sol invictus ήταν ο Απόλλων.»13
1. 19.1.379–17.1.395,16, o 67oς και τελευταίος αυτοκράτορας της ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Θεοδόσιος Α΄ Μέγας, [Φλάβιος Θεοδόσιος Αύγουστος] (Flavius Theodosius Augustus [Theodosius I], Κόκα (Coca), σημερινή Σεγόβια, βκ. Ισπανία, 11.1.346–Μιλάνο 17.1.395.
2. «H Σύνοδος αυτή δεν συγκλήθηκε ως «οικουμενική». Ο όρος αυτός είναι μεταγενέστερος, έχει θεολογικό και κυρίως δογματικό περιεχόμενο. Μία σύνοδος χαρακτηρίζεται οικουμενική από κάποια επόμενη που αποδέχεται τις αποφάσεις της προηγούμενης ως δογματικό θέσφατο και κυρίως για να αποδείξει ότι δέχεται το κύρος της προηγούμενης. Έτσι κατά τη Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη η Σύνοδος της Νίκαιας του 325 χαρακτηρίστηκε «Α΄ Οικουμενική». Στο διάστημα αυτό είχαν λάβει χώρα πολλές άλλες σύνοδοι (Άγκυρα, Σερδική, Αντιόχεια κ.λπ.). Ο όρος «οικουμενικός» στην περίπτωση των συνόδων και εν γένει στην Ορθοδοξία δεν υπονοεί γεωγραφικές ή άλλες μετρήσιμες διαστάσεις, αλλά αναφέρεται στο δόγμα και την ισχύ του στην χριστιανική Οικουμένη, δηλαδή την Εκκλησία. Έτσι πρώτος από τους ιστορικούς ο Σωζομενός μιλά για την Α΄ «Σύνοδο της Οικουμένης»,4 απ’ όπου αποκλείστηκαν μόνο οι δονατιστές.»
http://asiaminor.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=6390
3. 25.7.306–22.5.337, 32, ο 57ος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μέγας Κωνσταντίνος Α΄, [Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος, Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος], (Flavius Valerius Aurelius Constantinus Augustus, ;274 Ναϊσσός, Νις, Σερβία–337 Νικομήδεια, Βιθυνία, Τουρκία.
4. Μαγγιώρος, Χ. Νικόλαος. 2005. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η δονατιστική έριδα. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, σελ. 15
5. Η λατινική λέξη «Pontifex» κυριολεκτικά σημαίνει «κατασκευαστής γεφυρών» (pons + facere). «Maximus» σημαίνει Ανώτατος, Ύπατος. Πρέπει να τονιστεί εδώ πως η θέση του ‘κατασκευαστή γεφυρών’ στη Ρώμη ήταν πολύ σπουδαία. Ο ποταμός Τίβερης που τη διασχίζει είχε ιερή σημασία για τους Ρωμαίους και μόνο ένας γνωστός και ευσεβής Ρωμαίος επιτρεπόταν να αλλοιώσει τον ποταμό με μηχανικές προσθήκες. Βέβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον περιγράφει την δημιουργία γεφυρών μεταξύ Θεών και Ανθρώπων. Η λέξη από μερικούς θεωρείται και παραλλαγή της ετρουσκικής λέξης για τον ιερέα.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού ο τίτλος αυτός παρέμεινε προσδίδοντας στον φέροντα την θεολογική ερμηνεία του γεφυροποιού ή οδοποιού μεταξύ Θεού και ανθρώπων. (Βικι)
6. Αύγουστος (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus, 23.9.63 π.Χ.–19.8.14 μ.Χ.), ιδρυτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο πρώτος της αυτοκράτορας, κυβερνώντας από το 27 π.Χ. έως το θάνατό του το 14 μ.Χ. Θείος της μητέρας του ήταν ο Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος δολοφονήθηκε το 44 π.Χ. Ο Οκταβιανός ονομάστηκε κατά τη θέληση του Καίσαρα υιοθετημένος γιος και κληρονόμος.
7. διωγμοί: Νέρωνα (54–68), Δομιτιανού (81–96), Τραϊανού (98–117), Μάρκου Αυρήλιου (161–180), Σεπτίμιου Σεβίρου. (193–211), Μαξιμίνου (235–238), Δέκιου (249–251), Βαλεριανού (253–260), Αυρηλιανού (260–275), Διοκλητιανού (303–304)
8. Διοκλητιανός ή Διοκλής (Gaius Aurelius Valerius Diocletianus, 22.12.244 –3.12.311), Σαλώνα (στη σημερινή Κροατία, βάση της σημερινής πόλης Σπλιτ) Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 284 έως το 305. Στη δεύτερη περίοδο της βασιλείας του, ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το σύστημα της τετραρχίας. Προσέλαβε ακόμη δύο βοηθούς και συνάρχοντες που είχαν τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Διοκλητιανός είχε βοηθό τον Γαλέριο και ο Μαξιμιανός τον Κωνστάντιο Χλωρό. Ο Κωνστάντιος κυβερνούσε τη Γαλατία, Ισπανία, Βρετανία με πρωτεύουσα τη γαλατική πόλη Τρεβήρους, ο Μαξιμιανός την υπόλοιπη Δύση με πρωτεύουσα το Μιλάνο, ο Γαλέριος τη βαλκανική χερσόνησο με πρωτεύουσα το Σίρμιο της Σερβίας και ο Διοκλητιανός την υπόλοιπη Ανατολή με πρωτεύουσα τη Νικομήδεια της Βιθυνίας, της οποίας την ανοικοδόμηση επιτήρησε ο ίδιος. (Βικι)
9. πεπτωκότες
Πεπτωκότες ( lapsi) ονόμαζαν στην αρχαία εκκλησία τους αποστατημένους ή εκπεσόντες χριστιανούς, κατά τους διωγμούς την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι «πεπτωκότες» αρνούνταν να δώσουν ομολογία πίστης και προτιμούσαν να αποφύγουν το μαρτύριο. Οι αιτίες για την υποχώρηση ως προς την πίστη τους ήταν ποικίλες, όπως
εκείνοι που συμμετείχαν σε παγανιστικές θυσίες (sacrificati, από το Λατ. sacrificare «θυσιάζω»),
εκείνοι που πρόσφεραν θυμίαμα ενώπιον ομοιώματος του αυτοκράτορα (thurificati, από το Λατ. thurificare «καίω θυμίαμα»)
εκείνοι που πλήρωναν για να αποκτήσουν πιστοποιητικά (libellum, «επιστολή, πιστοποιητικό») που βεβαίωναν ότι είχαν επιστρέψει στον παγανισμό (libellatici),
σε εκείνους που παρέδιδαν ιερά βιβλία ή/και σκεύη ή που πρόδιδαν τα ονόματα ομοπίστων τους (traditores, από το Λατ. tradere «παραδίδω, προδίδω») και
εκείνους που έκαναν ψευδείς δηλώσεις ή πλήρωναν για να γλιτώσουν τη ζωή τους (acta facientes, δηλ. «εκείνοι που εκτελούν τις πράξεις»).
Ο εκκλησιαστικός χειρισμός των πεπτωκότων μετά το πέρας των διωγμών, ιδίως κατά τον 3ο αιώνα, αποτέλεσαν αιτία για διαμάχες και σχίσματα στην αρχαία χριστιανική εκκλησία όσον αφορά τον τρόπο που θα μπορούσαν να επανέλθουν στους κόλπους της. (Βικι)
10. ο δονατισμός αποτέλεσε εκκλησιαστικό σχίσμα της τοπικής εκκλησίας της Βορείου Αφρικής, με κεκαλυμμένη αιτία το ζήτημα επιστροφής των πεπτωκότων στην εκκλησία. Το όνομα του σχίσματος δόθηκε από το Μέγα Δονάτο, ο οποίος υπήρξε ευνοούμενος της Λουκίλλας, που ήταν η ηγέτιδα πίσω από την απόσχιση. Ο Δονάτος με την εύνοιά της αλλά και τη συνέργεια τοπικών επισκόπων και πρεβυτέρων εξελέγη σχισματικώς, επίσκοπος Καρθαγένης.
Στην Καρχηδόνα κάποιοι χριστιανοί, προκειμένου να μη βασανισθούν κατά το διωγμό του Διοκλητιανού (284–305), παρέδιδαν (traditores) για κάψιμο τα χριστιανικά τους βιβλία (τα οποία όμως δεν ήταν αυθεντικά / γνήσια, αλλά των αιρετικών). Τούτο για κάποιους αυστηρούς, με αρχηγούς τον Νουμιδίας Δονάτο και τον Καρχηδόνας Δονάτο τον Μέγα, συνιστούσε έκπτωση από το χριστιανισμό (αρνούνταν μάλιστα την εγκυρότητα των υπ’ αυτών τελουμένων μυστηρίων. Αντίθετα, ο Καρχηδόνας Μενσούριος και ο αρχιδιάκονός του Καικιλιανός συγχωρούσαν την πράξη αυτή, αρνούμενοι την εισπήδηση στο μαρτύριο. (Βικι)
11. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού έθνους, στη σημερινή γλώσσα, βιβλίο όγδοο, Κάκτος, Aθήνα, 1992, σελ. 140
[12]. Μίθρας, κεντρικός θεός του μιθραϊσμού, μιας συγκρητικής ελληνιστικής και ρωμαϊκής μυστηριακής λατρείας η οποία αναπτύχθηκε στην ανατολική Μεσόγειο κατά τον 2ο και 1ο αιώνα π.Χ. Ασκούνταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον 1ο αιώνα π.Χ. ως τον 5ο αιώνα μ.Χ.
13. Βασίλιεφ, Α.Α. 1954. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α΄. Αθήνα: Μπεργαδής, σελ. 73–74