Δύσκολες διαπραγματεύσεις σε επικίνδυνο έδαφος Μέρος α’: Βιολί κι ακορντεόν

Μετά την – κάπως άδοξη – ολοκλήρωση της επεισοδιακής πρεμιέρας της χειμερινής σαιζόν του καφενείου του Λουκά, κινήσαμε – η αρχοντομουτσουνάρα μου κι ο Πάνος ο Εμμανουήλ – για το Ρεντ Φλαγκ, όπου μας περίμεναν οι πρώην κοπέλες μας – η Χρυσαφένια κι η Ρούλα – για να μας ανακοινώσουν, λέει, κάτι σημαντικό… Α, και για να μας κάνουν, λέει, μια πρόταση…

Είχε πάει πια δωδεκάμισι – μια παρά τα μεσάνυχτα 25ης προς 26ηςΑυγούστου…

Πλησιάζοντας προς το Ρεντ Φλαγκ, που ’ναι μισό λεπτό απόσταση από το καφενείο του Λουκά, ακούσαμε μουσικές απ’ το μαγαζί. Πρέπει να ’χε λάιβ!

Ποιο συγκρότημα να ’παιζε, άραγε, τη μελωδική μουσική που ακούγαμε να ’ρχεται από το μαγαζί της ξαδέρφης της Χρυσαφένιας;

Μόλις καταφτάσαμε στο Ρεντ Φλαγκ, η απορία μας λύθηκε

Η μουσική ακουγόταν  από το τραπέζι της Χρυσαφένιας και της Ρούλας! Και ακουγόταν από κει, γιατί την έπαιζαν η Χρυσαφένια και η Ρούλα!! Η Ρούλα έπαιζε ακορντεόν και η Χρυσαφένια … βιολί!!!

Είχαν κάτσει σε δύο, ενωμένα μεταξύ τους, μεγάλα ξύλινα τραπέζια, κάτω από έναν πανύψηλο πλάτανο στη μέση περίπου του πεζόδρομου, μεταξύ της εισόδου του Ρεντ Φλαγκ και μιας μονοκατοικίας που βρίσκεται απέναντι. Η Ρούλα κι η Χρυσαφένια είχαν κάτσει στην κορυφή και στις άλλες καρέκλες του τραπεζιού, 4 γνώριμα γυναικεία πρόσωπα: η Εύα, η Δήμητρα, η Σόνια και η Θάλεια – όλες φίλες των κοριτσιών. Στην άλλην άκρη του τραπεζιού υπήρχαν τρεις κενές καρέκλες σκηνοθέτη

Κοιτούσαμε αποσβολωμένοι το θέαμα. Εγώ είχα βάλει τα χέρια στις τσέπες και ο Εμμανουήλ τα χε δέσει μπροστά από το στήθος του

Ρε συ μαλάκα, τι μουσική παίζουνε τα κορίτσια; Ρώτησα

Για να συμπληρώσω, αμέσως μετά: «Και από πότε μάθανε να παίζουν;»

Ο Εμμανουήλ εξακολουθούσε να κοιτά σα χάνος τα κορίτσια, οπότε περάσανε κάμποσα δευτερόλεπτα ώσπου να μου απαντήσει, με ύφος υπνωτισμένου:

«Είναι το Βαλς χαμένων ονείρων του Μάνου Χατζιδάκη. Νομίζω ότι είναι από την ταινία Χαμένα Όνειρα του Αλέκου Σακελλαρίου...»

Μετά γύρισε, με κοίταξε, με το ίδιο αποχαυνωμένο ύφος, και συμπλήρωσε:

«Νομίζω ότι είναι η καλύτερη ταινία του Σακελλαρίου! Μακράν...»

[Στα παπάρια μας τι νομίζεις, Εμμανουήλ βλακέντιε. Στα παπάρια μας! Άλλο σε ρωτήσαμε!!]

Ύστερα, κι αφού ξαναγύρισε το βλέμμα του στα κορίτσια, συνέχισε:

 «Η Δήμητρα και η Εύα τους κάνουν μάθημα… Εδώ και 4 μήνες. Η Δήμητρα μαθαίνει βιολί στην Χρύσα, Και η Εύα, ακορντεόν στην Αργυρώ…»

Η απάντηση του Πάνου με γέμισε με περισσότερα ερωτηματικά

Που; Πως; Πότε; Γιατί;

Καλά, ξέραμε ότι η Δήμητρα είναι καλλιτέχνιδα – μουσικός για την ακρίβεια. Αυτό το γνωρίζαμε. Η Εύα; Πως μας προέκυψε μουσικός; Φυσικοθεραπεύτρια δεν ήτο; Άνοιξε ωδείο τώρα;

«Και που τους το κάνουν το μάθημα;» Ρώτησα τον Φιλόσοφο της παρέας

«Έρχονται στο σπίτι των κοριτσιών τα βράδια… Δυο – τρεις φορές τη βδομάδα», απάντησε ο εκστασιασμένος από την μελωδία των κοριτσιών, Εμμανουήλ

Πήγα να ρωτήσω τον μάπα, αν κοιμούνται και όλες μαζί τα βράδια, αλλά με διέκοψαν τα χειροκροτήματα του κοινού – από τις 3 – 4 παρέες που είχαν απομείνει στο πεζόδρομο μπροστά από το Ρεντ Φλαγκ, αλλά κι απ’ την παρέα του τραπεζιού

«Μπράβο, μπράβο! Μπράβο, καλές μου! Αριστούργημα!! Ήταν αριστούργημα!!», φώναξε ο Πάνος, χειροκροτώντας ενθουσιασμένος

Αλλά κι εγώ χειροκρότησα, σφυρίζοντας επιδοκιμαστικά, αν και είμαι Θεοδωρακικός, κι όχι Χατζιδακικός – σαν τους ρεφορμιστές της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και του ΚΚΕ εσωτερικού – ανανεωτική αριστερά    

Η μουσική είχε σταματήσει κι η Χρυσαφένια είχε σηκωθεί από την καρέκλα της κι υποκλινόταν στο κοινό

Ύστερα, κι αφού έκατσε ξανά στην καρέκλα της, με κοίταξε με προκλητικό ύφος και μου έκανε νόημα, με το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού της χεριού, να πλησιάσω, λέγοντας ταυτόχρονα:

«Κοπιάστε, ομορφόπαιδα. Οι άδειες καρέκλες είναι για εσάς…»

Υπακούσαμε άμεσα στην εντολή που μας έδωσε η θεά Αφροδίτη και κινήσαμε, χαμογελαστοί, προς την τράπεζα

Με το που πλησιάσαμε, αρχίσανε τα καλωσορίσματα:

«Ωοου, καλώς τα παλικάρια» είπε η Δήμητρα

«Γεια σου, Μανόλη μου» συμπλήρωσε, με χαρακτηριστικά αισθησιακή φωνή, η Εύα. Για να προσθέσει, αμέσως μετά:

«Καλό χειμώνα»

Μετά τις ευχές και τα σχετικά, κάτσαμε, εγώ κι ο Παναγιώτης, στις καρέκλες μας.

Όλοι ήμασταν μια ευτυχισμένη ατμόσφαιρα…