Η αδυσώπητη συνέχεια της ζωής

                         Από την « Πτώση του Ικάρου » του Μπρέγκελ  στο

                       « Μυρολόγι της φώκιας » του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

 

                                                     Πρόλογος

                                 Η εικαστική διάσταση του Παπαδιαμάντη

Ο τίτλος του κειμένου δεν υπαινίσσεται  ότι τα δύο έργα σχετίζονται άμεσα. Υπάρχει όμως σίγουρα μια σχέση του Παπαδιαμάντη με τη ζωγραφική που είναι καλύτερα να την ξεκαθαρίσουμε εξαρχής παρά σε κάποια παρέκβαση.

Η σχέση αυτή έχει δύο πλευρές . Η μια είναι το ίδιο το ενδιαφέρον του Παπαδιαμάντη για τη ζωγραφική, οι εικόνες, ο εικαστικός πολιτισμός που επηρεάζουν την ποιητική του και το βλέμμα του.

Φαίνεται ότι από τη γνωριμία του συγγραφέα με τον Ζαν Μωρεάς και μετά , ζωγράφοι ενός ύστερου Ρομαντισμού με συμβολικά στοιχεία όπως ο Arnold Boecklin,  ο Gustave Moreau, ο Dante Gabriel Rossetti, ο Puvis Chavannes δεν του είναι καθόλου άγνωστοι. ( Μάνος Στεφανίδης, Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και τα μυστικά των εικόνων ).

Είναι  επίσης η εποχή που οι ζωγράφοι της Σχολής του Μονάχου βρίσκονται στο προσκήνιο με εμφατικό τρόπο και μεγάλη παραγωγή έργων που συχνά εμφανίζονται στις ίδιες εφημερίδες και περιοδικά με τα διηγήματα του Σκιαθίτη συγγραφέα. Μια ολόκληρη γενεαλογία της νοσταλγίας, μέσα απ’ τα ηθογραφικά έργα του Νικηφόρου Λύτρα, του Ν. Γύζη, του Γ. Ιακωβίδη  , του Πολυχρόνη Λεμπέση, απευθύνονται έμμεσα στο έργο του Παπαδιαμάντη.

Ο ίδιος ο κοσμοκαλόγερος σχεδιάζει σκαριφήματα με σκοτεινούς καλόγερους, αρχαιοελληνικά αρχιτεκτονικά μέλη, βυζαντινούς σπονδύλους κιόνων και προσκυνηματικές εικόνες , μια προαναγγελία του Φώτη Κόντογλου , ενώ είναι γνωστό πως καταδικάζει την τρισδιάστατη αγιογράφηση των Ναζαρηνών και υπερασπίζεται τη Βυζαντινή. ( Μάνος Στεφανίδης ο.π )

Η δεύτερη πλευρά της σχέσης του Παπαδιαμάντη με τη ζωγραφική διαμορφώνεται ερήμην του χωρίς αυτό να την κάνει λιγότερο σημαντική.

Οι κριτικοί πολύ συχνά τον παραβάλλουν με τους Φλαμανδούς ζωγράφους του 17 ου αιώνα. «Η Φλαμανδική  Ολλανδική ζωγραφική χρησιμοποιήθηκε από τους συγγραφείς και κριτικούς τον 19ο αιώνα ως παρομοίωση, ως αναλογία  για το χαρακτηρισμό ορισμένων ρεαλιστικών μυθιστορημάτων » ( Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, Διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη και Ολλανδική ζωγραφική, στον τόμο, Το σκοίνισμα της Γραφής, εκδ. Gutenberg )

Πρόκειται δηλαδή για μια εμμονή με τη συγκριτική αισθητική.

Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις κριτικές που παρομοιάζουν το σύνολο ή κάποια στοιχεία του έργου του με την τεχνοτροπία της Φλαμανδικής ζωγραφικής  μεταξύ των οποίων και του Παύλου Νιρβάνα που υπήρξε στενός φίλος του , δημοσιευμένη στα Παναθήναια.

Το προλογικό σημείωμα του Βλάση Γαβριηλίδη στους « Χαλασοχώρηδες » είναι πολύ χαρακτηριστικό: « Ο κ. Παπαδιαμάντης είναι συγγραφεύς της νεωτάτης ζωγραφικής σχολής , της λεγομένης υπαιθρίου, χωρίς εννοείται να χωρή εις τα άκρα αυτής, αφού τόση ποίησις μετά φυσικότητος ρέει εκ της γραφίδος του , ώστε πολλαί σελίδες του τον αναβιβάζουν μάλλον εις τον Στέεν » Ο Γαβριηλίδης αναφέρεται βέβαια στον διάσημο Jan Steen, ταβερνιάρη και ζωγράφο, τον πιο αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπο της peinture de genre που στα Ελληνικά αποδόθηκε τελικά με τον όρο « ηθογραφία ».

Ο Παλαμάς στην κριτική του για τον Παπαδιαμάντη το 1899 αποφαίνεται ότι « οι άνθρωποί του μας φαντάζουν σαν εικόνα κανενός ελληνικού πανηγυριού , ζωγραφιστή από κανέναν της Φλαμανδικής σχολής τεχνίτη »

Αυτό είναι το αισθητικό κλίμα της εποχής  σύμφωνο μάλιστα και με την πολυθρύλητη προκήρυξη της ΕΣΤΙΑΣ , το 1883, η οποία  για πολλούς αποτελεί το σημείο αναφοράς και έναρξης της ελληνικής ηθογραφίας και καλεί τους νέους συγγραφείς « εις αναπαράστασιν σκηνών της ιστορίας ή του κοινωνικού βίου ενός λαού, ή εις ψυχολογικήν  περιγραφήν χαρακτήρων .» ( Βλ. περισσότερα στην « Ιδεολογική λειτουργία της Ελληνικής Ηθογραφίας »του Mario Vitti  και στο «Ηθογραφικό Διήγημα » του Ε. Μπουλούμη )

Το λέει άλλωστε κι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης στον «Λαμπριάτικο ψάλτη» : « Ήθη ζωγραφώ ». Με μια διαφορά: Μεγάλο μέρος του έργου του υπερβαίνει το στενό ηθογραφικό ορίζοντα.

Ας ξεκαθαρίσουμε πάντως ξανά ότι το έργο του   Pieter Bruegel του Πρεσβύτερου « Τοπίο με την πτώση του Ικάρου » χρησιμοποιείται για να φωτίσει καλύτερα το Μυρολόγι της φώκιας  γιατί σίγουρα αποτελεί το εικαστικό παράλληλο αυτού του Παπαδιαμαντικού διηγήματος.

 

 

Τοπίο με την πτώση του Ίκαρου

Φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1560 από τον Pieter Brueghel de Oude ,  κορυφαίο εκπρόσωπο της λεγόμενης Αναγέννησης του Βορρά και συγκαταλεγόμενο στους Grand Masters.  Βρίσκεται στο Βασιλικό Μουσείο των Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες.

Από τον τίτλο ήδη καταλαβαίνουμε την παραδοξότητα. Ο τίτλος υποδεικνύει πού πρέπει να στραφούμε για την ερμηνεία.

Αντλεί το θέμα του από τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου.

 Ο Ίκαρος δε βρίσκεται στο κέντρο. Είναι μόνο μια λεπτομέρεια του πίνακα. Πράγματι στην πάνω ζώνη του έργου, στο λόφο δηλαδή, απεικονίζεται ένας ζευγάς, αγρότης, ( arator ) να οργώνει το χωράφι του, ένας βοσκός ( pastor )  με το κοπάδι του να κοιτά τον ουρανό κι όχι τη θάλασσα. Πιο κάτω και δεξιά ένας ψαράς αφοσιωμένος στο ψάρεμά του δε βλέπει τίποτε άλλο και στη θάλασσα ένα ιστιοφόρο , το πιο όμορφο από όλα συνεχίζει το ταξίδι του. Κι ο Ίκαρος; Πνίγεται, φαίνονται μόνο τα δύο του πόδια ασπαίροντα, μια λεπτομέρεια σχεδόν απαρατήρητη.

Όλοι συνεχίζουν τις ασχολίες τους αγνοώντας αυτό που γίνεται ή αδιαφορώντας για το τραγικό συμβάν. Ο Μπρέγκελ γνώριζε καλύτερα απ’ τον καθένα ν’ απεικονίζει τη φρίκη κι αυτό το βλέπουμε στο άλλο διάσημο έργο του « Ο Θρίαμβος του Θανάτου». Εδώ όμως η ατμόσφαιρα είναι τελείως διαφορετική. Πανέμορφο, γαλήνιο τοπίο, χαρά Θεού κι η ζωή που συνεχίζει το δρόμο της αδιάφορη για τη μικρή λεπτομέρεια της Πτώσης του Ικάρου. Ο πίνακας απηχεί μια παλιά Φλαμανδική παροιμία « Κανένα αλέτρι δε σταματάει για το θάνατο ενός ανθρώπου. »

Μια επιπόλαια ανάγνωση θα έλεγε ότι ο Brueghel γελοιοποιεί τον Ίκαρο θέλοντας να διδάξει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να προκαλεί τη Φύση και το Σύμπαν, φτάνοντας στην " ύβρη" γιατί τότε τιμωρείται σκληρά
Το έργο όμως είναι μάλλον μια ανθρωπιστική κραυγή απελπισίας για την άγνοια και την αδιαφορία απέναντι στο χαμό και την ανθρώπινη τραγωδία.

Το μήνυμα εκφράζει το πνεύμα της Αναγέννησης και του Ουμανισμού.

Ο Πίνακας αποτέλεσε το θέμα για τη δεύτερη ενότητα του έξοχου ποιήματος του W.H Auden « Musee de Beaux Arts », 1938,  ( η πρώτη αναφέρεται σε έναν άλλο πίνακα του ίδιου ζωγράφου τη Σφαγή των νηπίων ) και στα ελληνικά το διαβάζουμε σε μεταφράσεις του Γιώργου Σεφέρη και Ζήσιμου Λορεντζάτου.

Αφού εγκωμιάσει το αλάνθαστο ένστικτο των Παλαιών και Μεγάλων ζωγράφων απέναντι στον ανθρώπινο πόνο , λέει στη β στροφή:

« Στον Ίκαρο του Μπρέγκελ λόγου χάρη: πώς καθετί γυρνά τη ράχη

πολύ νωθρά στον όλεθρο. Μπορεί ο ζευγάς

Ν άκουσετην πλαταγή στη θάλασσα, την έκθετη

κραυγή,

Όμως για αυτόν δεν ήταν σπουδαίο ατύχημα.Κι ό

ήλιος τη δουλειά του.

Έλαμπε στα πόδια τα άσπρα

που βούλιαζαν στο πράσινο νερό.

Και τ’ αλαφρύ δαπανηρό καράβι

που είδε ασφαλώς κάτι εκπληκτικό, τ’ αγόρι που έπεφτε απ’ τον ουρανό

έπρεπε κάπου να φτάσει και τράβηξε αμέριμνο στα ανοιχτά. »

Μτφρ, Γιώργου Σεφέρη.

 

Παρόμοια οπτική κι απ’ τον William Carlos Williams στο ποίημα  Landscape with the fall of Icarus.

Σύμφωνα με τον Μπρέγκελ

Ήτανε άνοιξη όταν

ο Ίκαρος έπεσε.

Ένας αγρότης

όργωνε το χωράφι του

Όλη η λαμπρότητα του χρόνου

είχε κορυφωθεί

κοντά

στης θάλασσας την άκρη

με όλο το ενδιαφέρον

πάνω της

ιδρώνοντας στον ήλιο

που των φτερών

είχε λιώσει το κερί.

Δίχως νόημα

πέρα στην ακτή

βρισκόταν μια κηλίδα

σχεδόν απαρατήρητη.

Αυτή ήταν

η απεικόνιση του Ικάρου

 

Οι ομοιότητες με το « Μυρολόγι της φώκιας» είναι εντυπωσιακές.

 Ο Παπαδιαμάντης δίνει τον τίτλο Μυρολόγι  με υ και όχι Μοιρολόγι. Υιοθετεί την ετυμολόγηση όχι από το μείρομαι και μοίρα αλλά από το μύρω ή μύρομαι = στάζω, ρέω, χύνω δάκρυα, θρηνώ. Ομηρικό , χάνεται μετά, απαντάται σε κάποιες επιτύμβιες στήλες και σποραδικά σε νεοελληνικά μοιρολόγια ( Margaret Alexiou, Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση , ΜΙΕΤ, 2002 )

Το διήγημα αρχίζει με το μοιρολόγι της γριάς Λούκαινας και τελειώνει κυκλικά με το μυρολόγι της φώκιας.

Το μυρολόγι της φώκιας

Ο Παπαδιαμάντης όπως και ο Μπρέγκελ μιλάει για την  αδυσώπητη δύναμη της ζωής, που δεν τη σταματάει κανένας πόνος και κανένας θάνατος, που τραβάει το δρόμο της δίχως σταματημό, πιο σκληρή κάποιες φορές κι απ’ τον ίδιο το θάνατο.

Η μικρή Ακριβούλα  ξεφεύγει απ’ τη επιτήρηση της μάνας της και πάει να βρει τη μάμμη της, τη γιαγιά της,  τη χαροκαμμένη γριά Λούκαινα, που είχε κατέβει στη θάλασσα να πλύνει τα ρούχα, να « κάνει την αβασταγή της » κι ύστερα να τα ξεπλύνει στο Γλυφονέρι.

Η μικρή παγιδεύεται απ’ την ομορφιά της ζωής. Η θάλασσα, η γοητεία της αμφιλύκης, μια γολέτα στα πανιά,  η μελωδία απ’ τον αυλό του βοσκού της στήνουν μια θανάσιμη παγίδα. Χάνει το μονοπάτι για την άνοδο  « και είχε νυκτώσει ήδη…. ». Πέφτει και πνίγεται με ένα μπλουμ, απλά , χωρίς κανένα μελοδραματισμό.

Κανείς δεν αντιλαμβάνεται τον πνιγμό της.  Η κραυγή της σκεπάζεται απ’ τη μουσική του αυλού. Ο βοσκός ακούει τον πλαταγισμόν αλλά από την κρυπτή του λάκκα δε βλέπει τίποτα. « Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της. »

Η γραία Λούκαινα ακούει κι αυτή τον πλαταγισμόν  αλλά νομίζει πως ο βοσκός πετάει πέτρες στη θάλασσα.

«Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.

Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της. »

Δίπλα στην κοσμική ειρωνεία και η δραματική στο πρόσωπο της γριάς που θεωρεί πως έχει πληρώσει και με το παραπάνω το τίμημα στο χάρο τον αχόρταστο. Κι όμως το σημαδιακό κι αταίριαστο έχει συμβεί δίπλα της.

Όλα εξακολουθούν την πορεία τους.  Την έσχατη ώρα  του θανάτου ή τη στιγμή του μεγάλου πόνου θα θελε κανείς η φύση κι η ζωή να σταματήσουν για λίγο την κανονική πορεία τους, να συμπονέσουν και να συμμεριστούν, όπως στα δημοτικά μοιρολόγια που τα βουνά βουρκώνουν και τα πουλιά παύουν να κελαηδούν ( Στ. Ζουμπουλάκης, Η αδυσώπητη ζωή. Το μοιρολόγι της φώκιας του Παπαδιαμάντη, στο βιβλίο ο Στεναγμός των πενήτων. )

 

Κι όμως όλα συνεχίζουν την ανελέητη κανονικότητά τους. Το ρήμα « εξηκολούθει « επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές. «Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.»

Μόνο μια φώκια , ως εκπρόσωπος της συμπαθειας του φυσικού κόσμου στην Ακριβούλα, τη « μυρολογά » ( υποκριτικά;) αλλά κι αυτή « λίγο πριν αρχίσει το εσπερινόν δείπνον της »

Η ποιητικότητα κορυφώνεται στο τέλος.

Το αχειροποίητο μυρολόι μετέφρασε « εις γέρων ψαράς εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής»

 

Αυτή ‘ητον η Ακριβούλα

η εγγόνα της γριάς Λούκαινας.

Φύκια ειν’ τα στεφάνια της

κοχύλια τα προικιά της

κιη γριά ακόμα μοιρολογά

τα γεννοβόλια της τα παλιά

σα να χαν ποτέ τελειωμό

τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

 

Το διήγημα με θαυμαστή οικονομία δομείται με αντιθετικά μοτίβα ή πλάνα. Μόνο που αυτά δε βρίσκονται στη λογική άσπρου μαύρου. Συνυπάρχουν με φυσικότητα, διαδέχονται το ένα το άλλο.

 

Η γραία Λούκαινα « έμελπεν έν πένθιμον, βαθύ μοιρολόγι με ψίθυρον φωνήν », προσπερνά τα Μνημούρια, τα μνήματα που λάμπουν πάλλευκα και ασβεστωμένα στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου.  Θυμάται τα πέντε παιδιά της που της θέρισε ο χάρος ο αχόρταστος.  Ακολουθεί η ποιητικά ανατριχιαστική περιγραφή αυτου του κήπου της φθοράς «το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα.»

Αμέσως περνάμε στο βοσκό που παίζει τον αυλό, στην όμορφη γολέτα, σε μια φώκη που εθέλχθη από τη μουσική, « κι ήρθε παραέξω στα ρηχά,κι ετέρπετο εις τον ήχον κι ελικνίζετο εις τα κύματα.»

 

Αν ο Ίκαρος του Μπρέγκελ ίσως τιμωρείται για την αλαζονεία του , η εννιάχρονη Ακριβούλα είναι εντελώς αθώα. Πηγαίνει μόνο να βρει τη μάμμη της « διά να παίξη ολίγο είς τα κύματα »

Σαγηνεύεται και παγιδεύεται. 

 

« Γιατί

στο αγκίστρι του θανάτου

το δόλωμα ήταν η ζωή » ( Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Τα ποιήματα του Μανδαρίνου )

Τη στιγμή ακριβώς που νομίζει κανείς πως έχει επιτευχθεί η ύψιστη ισορροπία μεταξύ των ανθρώπων και του κόσμου και έχει υπερκεραστεί  το βίωμα του θανάτου η σαγηνευμένη Ακριβούλα πνίγεται.  Η στιγμή της κοσμικής αρμονίας γίνεται πονηρός καιρός. ( Γ. Φαρίνου Μαλαματάρη, Αχειροποίητο ποίημα, σχόλιο στο Μυρολόγι της φώκιας ).

« Η επί γης ευτυχία είναι στιγμούλα

Και η στιγμούλα αυτή ένα σκαλοπάτι

Για να περάσεις απ’ το άλλο μέρος

Το μέρος του θανάτου » ( Οδυσσέας Ελύτης, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη )

 

 

Μετά την Πτώση ο Παράδεισος γίνεται «κήπος της φθοράς», και η ενότητα ανθρώπου και κόσμου χάνεται. Η φύση γεννά όχι μόνο τη ζωή αλλά και το θάνατο. Ακόμα και σ’ ένα τοπίο τόσο ειδυλλιακό ο θάνατος καραδοκεί και η ζωή συνεχίζεται.

Στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, όπως και στον πραγματικό, συνυφαίνονται η ζωή κι ο θάνατος, η χαρά κι η λύπη, η ηδονή και η οδύνη. Όλα τα ανθρώπινα είναι αμφίβολα. Αγγελικό και μαύρο φως  όπως λέει ο Σεφέρης.

¨Ένα διήγημα απόγνωσης που η ανάγνωσή του τόσο πολύ ξεπερνά την πρώτη παρουσίασή  του στην εφημερίδα « Πατρίς »  που μιλάει για « τοπικό χρωματισμό » ( couleur locale ).

Μια απόγνωση  βουβή, χωρίς γογγυσμό και μάταιες εξεγέρσεις. Απόγνωση κι αποδοχή. Αποδοχή πονεμένη όχι ευτράπελη, ανάλγητη ή κυνική.  ( Στ. Ζουμπουλάκης , οπ. )

Τι είναι αυτό που συγκαλύπτει την απόγνωση; Η απουσία ζόφου, ο σχεδόν ευφρόσυνος τόνος.

Ένα τίποτε η σύντομη ζωή της μικρής Ακριβούλας , δεν προλαβαίνει όπως η γολέτα ή το ιστιοφόρο του Μπρέγκελ να οργώσει τη θάλασσα , ν αφήσει απόνερα, ολκούς στην Παπαδιαμαντική γλώσσα. Κι ο θάνατός της ένας ασήμαντος παφλασμός . « a splash quite unnoticed » στο στίχο του William Carlos Williams.

 

Πόσο δίκιο είχε ο Auden για τον πίνακα του Μπρέγκελ :

« Ποτέ δεν κάναν λάθος οι παλιοί Τεχνίτες

πάνω στον ανθρώπινο πόνο. Πώς την καταλαβαίναν

τη θέση του στη ζωή. Πώς έρχεται να μας εύρη

καθώς τρώει ο άλλος ή ανοίγει ένα παράθυρο

ή ακόμα περπατά βαριεστημένος»

 

 

Στους δύο τελευταίους στίχους του αχειροποίητου μυρολογιού όλη η φιλοσοφία του Παπαδιαμάντη.

 « Σα να χαν ποτέ τελειωμό

Τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.»

 

Η ενδεχόμενη παρηγορία και παραμυθία προέρχεται απ’ τη διαιώνιση της Ακριβούλας  μέσω της « μετάφρασης » του μυρολογιού της φώκιας. Η πραγματικότητα της Πτώσης έχει δημιουργήσει έναν θραυσματικό κόσμο , υπάρχει όμως η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη που ξέρει « τα γράμματα των δέντρων και των κυμάτων για να φτιάξει το προσωπικό του αλφάβητο » ( Οδυσσέας Ελύτης, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη )

 

Το μυρολόγι  της φώκιας ακολουθεί μια ελληνική παράδοση επιτύμβιων ελληνικών επιγραμμάτων όπως αυτό του Φιλητά Σαμίου για τη μικρούλα Θεοδότα που έχει μεταφράσει ο Γιώργος Ιωάννου.

 

ΟΙ στίχοι του μυρολογιού είναι φυσικά του Παπαδιαμάντη. Στους πρώτους   ακούμε τον απόηχο α’ το τραγούδι του Άριελ στην Τρικυμία του Σαίξπηρ.

« Πέντε οργιές του βάθου κείτεται ο πατέρας σου

τα κόκκαλά του γίνανε κοράλλια

μαργαριτάρια εκείνα που ήταν μάτια του.

Κάθε φθαρτό του δεν εχάθη

μια θαυμάσια αλλαγή έχει πάθει.

σπάνια κι ακριβά του τα ΄καμε η θάλασσα.»

 

Τρικυμία, Πράξη Α , σκηνή 2η, Μτφρ Βασίλης Ρώτας

 

Μια παράδοση ζωντανή :

« Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος / και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές / και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει / τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα » ( Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί )

 

« Αχ η Ακριβούλα,/ κοχύλια τα προικιά της / Παπαδιαμάντη » ( Ζήσιμος Λορεντζάτος, Αλφαβητάρι )

 

« Αχειροποίητο

της Λούκαινας η εγγόνα

στοιχειώνει ποίημα » ( Ν. Δ Τριανταφυλλόπουλος, Για το Θαλασσινό αηδόνι, Haiku )

 

Ένα διήγημα απόγνωσης λοιπόν για το ολισθηρό των αισθήσεων, το ακαθόριστο της πραγματικότητας, την αέναη κυκλικότητα του χρόνου, αλλά και την αυτοαναφορικότητα της γραφής. Μοντέρνο πολλά χρόνια πριν τον ελληνικό μοντερνισμό.

Καμιά λέξη δεν περισσεύει και καμιά δε λείπει.  Κι όλη η τραγικότητα της ζωής με Ομηρική απλότητα.