Καρέκλες στήν μπροστινή αὐλή

Ἕνα βαθῦ μῶβ ἀμβλύνει τήν γωνία τῆς ὀπτικῆς μου

Λίγο πρίν τό σκοτάδι μαῦρο κοιμήσει τά ἄλλα χρώματα

Ἴπταμαι σ᾽ ἕνα ἀπροσδιόριστο ὕψος μέ κατεύθυνση πρός

Τίς βαθύτερες ἀποχρώσεις τῶν σκέψεων πού κατακλύζουν

Τοῦτο τό ἤδη ὑγρό τοπίο μέ χείμαρρους

Ἤχων λέξεων γραμμένων σέ χαρτί πού

Μυρίζει παλιά ὀρθογραφία κλειστῶν βιβλίων

 

Μιά τροχιά διαγράφω προδιαγεγραμμένη

Μή ἐλεγχόμενη πορεῖα πρός τή γνώριμη ἀπουσία φωτός

 

Ποιοί νά ᾽ναι τούτοι οἱ ἀνεστραμμένοι ἀστερισμοί

Φταίω ἐγῶ πού παιδί δέν τούς ἀποστήθισα

Ἀκτινωτά συνδέονται μέ τούς γαλαξίες

Ἑτερόφωτα νεφελώματα πού μεταβάλλονται

Ἄγνωστα δίχως τίς οὐράνιές τους συντεταγμένες

 

Μιά σκιά μέ σχῆμα γριᾶς μαυροφόρας διασχίζει

Μέ ἀντίθετη φορά καί πένθιμο βῆμα

Τοῦτες τίς εὐθυγραμμίσεις τῶν καντηλιῶν

Πού λαμπυρίζουν σάν νά ᾽χει σωθεῖ τό λάδι

Εἶχε ξεχάσει μιά κουβέντα σοβαρή νά πεῖ

Σέ κεῖνον πού δέν μπορεῖ νά τήν ἀκούσει

Μιά κουβέντα πού δέν μπορεῖ νά περιμένει

Μά πού λησμόνησε πρωτύτερα ὅταν

Μετά τήν πλύση τῶν μαρμάρων

Πότιζε ἀφηρημένη τά σκοτεινά τῶρα λουλούδια

 

Νά ᾽ναι ἄραγε ὑγρό τοῦτο τό πηχτό πού πλέω κατράμι

Μιά θάλασσα πού σφύζει ἀπό ζωή κι ἀπό θάνατο

Μ᾽ ἕνα βυθό ἀκόμη σκοτεινότερο γεμάτο κουφάρια

Ἀπό κήτη πού τήν κατάπιναν καί φίλτραραν σέ πίδακες

Τή μετουσιωμένη της σύσταση

 

Ἑνώνω νοητά τίς φωτεινές τελείες πού ὁρίζει ἕνα πυροφάνι

Ἄστρα πεσμένα ἀπό τόν οὐρανό ἐκδιωγμένοι ἄγγελοι

Οἰωνοί πού ἐπιπλέουν στό ἀκύμαντο στοιχεῖο

Διάφανες τριήρεις μέ τούς δώδεκα προσωπιδοφόρους

 

 

Ἀκούω τόν ἀνεπαίσθητο ἦχο τοῦ τυλίγματος τῶν διχτυῶν

Τί νά ᾽χουν πιάσει πέρα ἀπό ψυχές φυλακισμένες στή ζήση τους

Μαζί μέ ἀκαθαρσίες ἐκδρομεύοντος πλήθους

Πού σύντομα θά ἐμπορευτεῖ τά ἀδειανά σώματα

Ὅπως κι ἐμεῖς ἐξαργυρώναμε μέ ὑγρασίες καλοκαιρινών ἐφηβαίων

Πίσω ἀπό τούς μυριστικούς θάμνους τῶν Αὐγούστων

Τή στιλπνότητα τῶν δελφινιῶν κατά τήν ἀκροβατική τους ἐξαλάτωση

 

Ἡ σκιᾶ τοῦ σκοτεινοῦ βουνοῦ ὀρεινός ὄγκος

Ἐπισκέπτης στήν κουζίνα μέ τή σόμπα πετρελαίου καί τή φουφοῦ

Ἡ ὑπερήλικη τροφός κατάκοιτη στό κρεβάτι δίπλα στό τραπέζι

Πού λιανίζαμε τά κρύα σώματα τῶν προβάτων

Βελάζει στόν θύτη μέ τό ριγμένο στό ποδήλατο

Κόκκινο ἀπό τό αἶμα κουρέλι τοῦ σφαγέα

Κραδαίνοντας τό μαχαῖρι πού θά τῆς μπήξει

Κάτω ἀπό τό εἰκόνισμα μέ τούς κεχριμπαρένιους κρόκους

Ἀπό τίς ἀναστάσιμες ἀκολουθίες τῶν χρόνων

 

Ποιά ὧρα ἦρθε ποιός ἀνακοίνωσε τήν ἄφιξή της

Ἀκούω βήματα πάνω στό ἄφκιαστο δῶμα

Ἀπό τίς γρύλιες κάποιος κοιτάζει ἕνα συνεργεῖο ν᾽ ἀραδιάζει

Καρέκλες στήν μπροστινή αὐλή

 

 

 

Μόναχο-Βιέννη, 9-10.5.2016