17. Η διάμεσος

Η γυναίκα, φορά πράσινο κεφαλόδεσμο και πολλά δακτυλίδια - με πρόσωπο πουδραρισμένο σε απαλό ροδί, μοιάζει, όχι του κόσμου τούτου. Το σαλονάκι είναι μικρό, με ακριβά έπιπλα. Λευκότατη γάτα Περσίας, κάνει βόλτες ανάμεσα σε βιβλία της μαντάμ Έλενα Μπλαβάτσκυ, ριγμένα στο τούρκικο χαλί. Κρίνοι σε ανθοδοχεία, επαίρονται για παρθενικότητα, γκρενά γαρύφαλλα για την μυστικοπάθεια τους. Το στρογγυλό τραπέζι, είναι ντυμένο με γαλάζιο μετάξι, και, τα άτομα ολόγυρα, πέντε. Τα τρία, άντρες σε περισυλλογή.

-Κύριε Άλφα ξυπνήστε, ψιθυρίζει.

-Ήλθε;.. ρωτά εκείνος.

-Ίσως ήταν αυτή, ζωντανή ή νεκρή. Τα πνεύματα, δεν έχουν πρόσωπο όταν μας επισκέπτονται. Κρατούσε μία ροζ γαζία στο αιθερικό χέρι της. Δεν μίλησε και πάλι. Στην οροφή, ψυχή-πεταλούδα, προσεγγίζει μίαν αραχνοφωλιά. Ένα μικροσκοπικό στόμα ενεδρεύει. Η ψυχή είναι αφύλακτη από άγγελο. Ο νέος άντρας κλαίει.

- «Άσε με, είμαι πιο ευτυχισμένη στα όνειρα», του είχε πει κι αποκοιμηθεί μετά. Φορούσε ακόμη το πέπλο της, όταν δραπέτευσε από την νυφική παστάδα.

-Αν ήταν αυτή, είναι χαρούμενη. Όσα πνεύματα είναι καλά, φέρουν μαζί τους μπλε χρυσάνθεμο, ενώ, αν είναι δυστυχή, κυπαρισσόμηλο. Όταν είναι εν ζωή, διακρίνονται από το άνθος γαζίας που κρατούν, ενώ οι νεκροί, φέρουν ανά χείρας τον λωτό του επέκεινα. Είναι, κώδικες των πνευμάτων οι καρποί και τα άνθη.

- Μυστική συμφωνία μεταξύ πλασμάτων της γης και ψυχών.

Όταν ο άντρας φεύγει, η γυναίκα λέει στην ομήγυρη: - Η κοπέλα δεν είναι νεκρή, όμως, ανέφερε πως, τον παντρεύτηκε από φόβο.

Κατά την επιστροφή του στο σπίτι, διακρίνει από την μισάνοικτη πόρτα της κρεβατοκάμαρης, χείμαρρο από καστανά μαλλιά στο μαξιλάρι της κλίνης, και, ένα λευκό χεράκι ριγμένο στο πλάι, σαν πληγωμένο φτερό. Στον διάδρομο, είναι ριγμένο ένα μπλε χρυσάνθεμο. Παίρνει το λουλούδι και, το τοποθετεί σε νεροπότηρο. Το χρυσάνθεμο, μπορεί να μην είναι χρυσάνθεμο, να μην είναι μπλε. Ίσως είναι, κλαράκι γαζίας, λωτός ή κυπαρισόμηλο. Ή, και τα τέσσερα μαζί. - Ένα υβριδικό θαύμα.

Η νέα γυναίκα κοιμάται και, βλέπει όνειρα. Πολλά περιστέρια, να συγκεντρώνονται σε γαλάζιο τρούλο εκκλησίας. Επίσης, τον άντρα της εκ λευκού γάμου, να την γυρεύει ζωντανή ή νεκρή. Τρέμει ο ύπνος της. Αρνείται σκηνή φόνου που επακολουθεί.

Έξω, παίζει δρομαίο βιολί το La Paloma και, μία γριά με μαντήλα, γυρεύει από περαστικούς, να εξομολογήσει την μοίρα τους. Η περαστική μοίρα, ιππαστί στα σύννεφα, δεν θέλει να πει. Ξεπεζεύει και, μυρίζει το άσπρο λουλούδι μίας πικροδάφνης. Αν, διαβάσει μυστικό ποίημα σε εξαιρετικές ακοές, είναι που, θα έχει μεθύσει από μοσχολίβανα του πάνω κόσμου. Θα το μηνύσει σε γλώσσα πουλιών και εντόμων – σπανίως και, σε βάθος φλιτζανιού με κόκκους καφέ. Όποιος διαθέτει ώτα, γίνεται κοινωνός. Η μοίρα, υπάρχει υποθετικά, μπορεί και όχι. Δεν ξέρει το αύριο, γιατί δεν ξέρει τον εαυτό της. Παίζει συχνά, εξουθενωτικό σκάκι με τον θάνατο. Η ζωή, την καλεί συνήθως σε δείπνο. Πίνουν εις υγείαν, μίας δυνητικής ευτυχίας.