Ασημένια

Καλοκαίρι, με τη φέτα το καρπούζι στο ένα χέρι. Στο άλλο, μια φωτογραφία. Ζέστη και υγρασία.Απέναντί μου μια γυναίκα έλυσε τα μαλλιά της. Χαμογέλασε. Η φωτογραφία θολή από την υγρασία και τη θερμοκρασιακή αναστροφή. Το καρπούζι πουθενά. Τα χέρια μου άδεια. Όρθιος με τα χέρια στις τσέπες. Ιδρωμένος σβέρκος. Περπατώντας. Γέλια στο πλαϊνό τραπέζι. Αμήχανα τα χέρια μου σμίγουν. Πλέκω τα δάχτυλά μου στην κοιλιά. Μιλάει στο διπλανό εκείνη. Γυρίζει και με κοιτά. Μια στιγμή. Βλέπω το πρόσωπό της. Διακρίνω τα χαρακτηριστικά της. Τις αμυδρές συσπάσεις του προσώπου της. Μιλάει : Θα φύγω. Θα ξανάρθω. Ο Μανώλης μιλάει κι αυτός. Οι φανοστάτες τον φωτίζουν μ’ ένα χλωμό φως. Η γιαγιά με το μάνλιχερ. Σκότωνε χίτες. Λέει την πρόταση όλη μαζί. Διακρίνεις όμως τις λέξεις μία – μία. Το ζευγάρι ξαπλωμένο στην παραλία. Κάτω από ένα μισοφέγγαρο. Μιλούν στο σκοτάδι. Ανάσκελα με τις παλάμες στραμμένες στο χλωμό φως.

Ασημένια. Λύνει τα μαλλιά της. Τα βάζει στο πλάι. Με γυρισμένη την πλάτη.

Κάθομαι απλωμένος στην πολυθρόνα. Πίνουμε ρακή. Μεσαία ποτήρια. Τσουγκρίζουμε. Θέλει να μπορέσει να είναι ο εαυτός της. Σου φέρνει ένα ποτήρι νερό. Κάνει ζέστη. Το νερό είναι ζεστό. Λένε πως το ζεστό νερό σε ξεδιψάει. Ηλιοβασίλεμα πίσω απ’ τους φοίνικες του Κήπου. Σείστηκαν οι ελιές της πλατείας Σταδίου. Με το τελευταίο φως της μέρας απέναντι στα μάτια σου. Φωτογραφία που ακόμα βρίσκεται στο σκοτεινό θάλαμο. Το καλοκαίρι έφτασε στη μέση.

Μπορεί όμως να μην έχει άλλο καλοκαίρι. Μπορεί το καλοκαίρι να εξαντλήθηκε όταν την κοιτούσες να λύνει και να δένει τα μαλλιά της. Προφίλ και ανφάς, όρθια και καθιστή. Όταν ο Μανώλης ανάμεσά σας σε κοιτούσε με απορία. Περνάω τη γέφυρα, το ποτάμι από κάτω. Λες, θέλω κι άλλο καλοκαίρι. Που να μην είναι ακίνητο. Εκείνο που δεν ξέρεις είναι τι θα συνδέει τα δύο μέρη του καλοκαιριού. Ασημένια μαλλιά στο φεγγαρόφωτο.