Ο Κος Πενθήμερος, 47. Εδώδιμος σουρεαλισμός

«Βάση της θεωρίας είναι η πίστη στην ύπαρξη μιας ανώτερης πραγματικότητας, μιας υπερπραγματικότητας, που μόνο μέσα της η ανθρώπινη ανησυχία μπορεί να βρει κείνο που ζητάει.» (1931). Ο Δημήτρης Μέντζελος (1910 – 1933). Ένας νεαρός που δεν πρόλαβε να γεράσει – όπως ο σουρεαλισμός – είναι ο εισηγητής του ελληνικού υπερρεαλισμού.

[Προτιμήθηκε στην ελληνική περίπτωση, στον εδώδιμο σουρεαλισμό, η ακριβής ελληνική μετάφραση του όρου surrealisme. (Σήμερα στη Γαλλία ο όρος υπερρεαλισμός σημαίνει τον νεορεαλισμό, ένα είδος ακραιφνούς ρεαλισμού)].

Ίσως αυτή η μετάφραση του όρου συνέτεινε αποφασιστικά στη διάκριση του εδώδιμου από τον ευρωπαϊκό σουρεαλισμό. Πράγματι ο ελληνικός υπερρεαλισμός είναι εγχώριος, εντόπιος, είναι έργο τέκνων της γενιάς του ’30 – δηλαδή ελληνοκεντρικός και μοντερνικός. Οι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής είναι γόνοι μεγαλοαστικών ή αστικών οικογενειών. Ο εδώδιμος υπερρεαλισμός είναι αρκούντως εκκεντρικός και μετά την «Ενδοχώρα» και την «Υψικάμινο» του Εμπειρίκου, ελάχιστα προκλητικός. Ίσως λίγο σκανδαλώδης. Σίγουρα μεγαλήγορος, πομπώδης.

Πρόδρομος του ελληνικού σουρεαλισμού θεωρήθηκε ο Θεόδωρος Ντόρρος (αγνώστων λοιπών στοιχείων), ο οποίος κυκλοφόρησε το 1930 στο Παρίσι μια συλλογή με τον καθόλου ποιητικό τίτλο «Στου γλυτωμού το χάζι». Τη συλλογή αυτή την έστελνε δωρεάν σε κάθε ενδιαφερόμενο, αρκεί να του έγραφε σε κάποια από τις δύο διευθύνσεις που παρέθετε, μία στο Παρίσι και μία στη Νέα Υόρκη.

Έγραφε λοιπόν ο «άφαντος» πρόδρομος:

«Είμαστε τα ζωντανά του γλυτωμού

σε ξένες θετικότητες.

Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα

απ’ την υγεία ως την αρρώστια.

 

Πιο άνθρωποι

θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή

τα τωρινά μας.

Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε

στιγμές κι αιωνιότητες.

Δεν είν’ αυτά που θάλεγα

ούτε κι εκείνα που τα φέραν.»

Ο Εμπειρίκος όρισε θεωρητικά τον εδώδιμο σουρεαλισμό όπως υπαγορευόταν από τα «Μανιφέστα», τη γνωριμία του με τον Αντρέ Μπρετόν και το έργο του Φρόυντ. Το 1935, σε μια προδρομική διάλεξη, έλεγε: «Κάθε ποίημα είναι σαν ιδεατό τρέξιμο από ρουμπινέττο, του ασυνειδήτου συνειρμού που υπάρχει σε πάσα στιγμή όπως το νερό μέσα στους σωλήνες των υδραγωγείων.»  Προφανώς πρόκειται για αναφορά στην αυτόματη γραφή (που κατά τον Μπρετόν και τον Αραγκόν θεωρήθηκε αποτυχημένη μετά τις πρώτες απόπειρες).

«Να συγκεντρωθεί ο ποιητής εις τον εαυτόν του και ν’ αφήσει το χέρι του να τρέχει εις το χαρτί, χωρίς κανέναν έλεγχον αισθητικόν, ηθικόν ή λογικόν».

«Μικρή παιδίσκη καθώς ύδωρ μιας πηγής»

                                                     («Ενδοχώρα»)  

«Το πρόσωπό της το σουρώνει ο άνεμος

Και τ’ άσπρα της μαλλιά περιτυλίγονται γύρω από

τα ξάρτια του καραβιού».

                                                        («Ενδοχώρα»)  

«Η φύσις είναι σαν μεγάλο σιντριβάνι»

(«Η σήμερον ως αύριον και ως χθες»)

«Θάναι η ποίησις σπερματική

Απόλυτα ερωτική ή δεν θα υπάρχει»

(«Η σήμερον…»)

Ιερωμένο ποιητή, βυζαντινό, αποκαλεί τον Εμπειρίκο η Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο εγχώριος υπερρεαλισμός δεν αναφέρεται σε καμιά ιστορία του σουρεαλισμού. Σε κανένα ευρετήριο ονομάτων, των εν λόγω ιστοριών, δεν απαντάται κανένα όνομα Έλληνα υπερρεαλιστή.

Κάποιου όμως το όνομα είχε συναντήσει ο Τηλέμαχος στην εξαντλητική και παράφορη αναδίφησή του στον ιθαγενή σουρεαλισμό, του Νίκου Καλαμάρη (Νικόλας Κάλας). Αλλά ο Κάλας έφυγε γρήγορα κυνηγημένος από την ασφυκτικά συντηρητική ελληνική πραγματικότητα. Δραπέτευσε, αρχικά, για το Παρίσι, όπου συνάντησε τον Μπρετόν και εξέδωσε ένα συγκλονιστικό βιβλίο, το 1938, τις Εστίες Πυρκαγιάς, στα γαλλικά παρακαλώ. Και ήταν τότε μόλις 31 ετών. Μεγαλοαστική καταγωγή, εκκεντρική εμφάνιση, φουτουριστικά ποιήματα. Δεν έβρισκε καταφύγιο ούτε στο αριστερό κατεστημένο, λόγο τροτσκισμού, ούτε στην κριτική της γενιάς του ’30. Πήγε, λοιπόν, κι εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Πολιτογραφήθηκε αμερικανός πολίτης κι εξελίχθηκε σε διακεκριμένο θεωρητικό της τέχνης και τεχνοκριτικό του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της ποπ - αρτ. [ η πολυσέλιδη μελέτη του για τον Ιερώνυμο Μπος, γραμμένη στα αγγλικά, όπως και τα άλλα βιβλία του για την τέχνη βρίσκεται στην Δανέζικη πρεσβεία στην Αθήνα - καθότι η γυναίκα του ήταν Δανέζα - και δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά].

«Της κάθε πόλης η πλατεία

γυρίζει σα σβούρα ανθρώπους μηχανές

στην Αθήνα γυρίζει η Ομόνοια

και μέσα στο στόμα άμα την προφέρω

γυρίζουν τα γράμματα και παίρνουν ζωή

και γυρίζουν με βία οι επιγραφές που τη γράφουν

(…) στην Ομόνοια

ο κάθε διαβάτης

η κάθε μηχανή

είτε το θέλει είτε όχι

πρέπει να πάει κυκλοτερά

δεν ενδιαφέρεται κανείς να

μάθει ποιος είναι ο λόγος των τόσων γύρων

αρκείται μονάχα στων άλλων τη ζάλη

και σήμερα οι άνθρωποι, έτσι είναι η ζωή,

σκοτώνουν, την κάθε μέσα τους κακοφωνία

στη ζάλη των κύκλων» (1933)

«Εγώ μπήκα στον υπερρεαλισμό, λέει ο Κάλας, στην εποχή του ’30 και ήμουν επηρεασμένος από το Β’ Μανιφέστο, που μπορούμε να πούμε ότι διακήρυσσε έναν «αντικειμενικό» υπερρεαλισμό σ’ αντίθεση με τον «υποκειμενικό». Όλοι οι άλλοι Έλληνες υπερρεαλιστές ήτανε με την άλλη ομάδα, των υποκειμενικών, το μοντέλο τους ήταν ο δήθεν αυτοματισμός. Αλλά αυτοματισμός είναι και να ποδηλατώ για να το πετύχω, όμως πρέπει να μάθω να κάνω ποδήλατο. Είναι μια εξάσκηση, μια τεχνική. Η τεχνική αυτή, φυσικά, έδωσε ενδιαφέροντα αποτελέσματα, αλλά στένευε πολύ τα όρια κάθε άλλης δράσης».

«άλλωστε ο υπερρεαλισμός προσπαθεί να εισαγάγει μέσα στην πραγματικότητα στοιχεία που δεν ανήκουν σε αυτήν – εξού η διαφορά με τον Φρόυντ, που θέλει να βλέπει την τέχνη ως μια εξιδανίκευση.»

Με παρόμοιο τρόπο σκεφτόταν και ο Α.Ε. (η Αυτού Εξοχότης ο Ανδρέας Εμπειρίκος): «…ενώ ο Μπρετόν κατενόησε τον Φρόυντ, ο Φρόυντ δεν κατενόησε ούτε εξετίμησε αρκετά το έργον του Μπρετόν διότι, παρά τις εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες, ο Φρόυντ δεν ήτο επαναστάτης παρά μόνον στην έρευνα και την θεραπευτική. Σ’ όλα τ’ άλλα τέχνη, ηδονή, ηθική ήτο ένας αστός, ένας συντηρητικός άνθρωπος.»  

Αν έγραφε ο Τηλέμαχος αυτές τις αράδες που αραδιάζουν και παραθέτουν οι άλλοι, αυτός θα σύστηνε τον δισυπόστατο Νίκο Εγγονόπουλο (ποιητή και ζωγράφο), με τον περιώνυμο στίχο του που έχωσε ο Διονύσης Σαββόπουλος σε κάποιο τραγούδι του:

«Εδώ είναι Μπαλκάνια. Δεν είναι παίξε γέλασε»

Πάνε χρόνια από τότε, δεκαετίες και τα Μπαλκάνια συνεχίζουν να είναι εδώ (αν και κάπως περισσότερα από παλαιότερα), αλλά δεν είναι σίγουρο πως (δεν) είναι παίξε γέλασε. Μπορεί όμως κιόλας. Θα τον σύστηνε ακόμα ως Κύριο Δισεγγονόπουλο, όπως παρουσίαζαν τον ποιητή οι επιθεωρησιογράφοι, παρέα πάντα με τον Κύριο Μπιρμπιρίκο (=Εμπειρίκο). Ο ποιητής πικραινόταν με τους χλευασμούς και τις λοιδορίες που έγραφαν για τις συλλογές του «Μην ομιλείται εις τον οδηγόν» (1938) και «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής»(1939)

«Και όμως αισθάνομαι γύρω μου

Να ογκούται η αγανάκτησις και

η εχθρότης του πλήθους των ιερέων

όλοι μου φωνάζουν παραδώσου!», αλλά …ας λέει. Άλλος μπορεί. Αυτός όχι. Δεν παραδόθηκε. Συνέχισε ως το τέλος. Μοναχός του και με τον αδερφό Εμπειρίκο. Διόσκουροι. Παρά τα βέλη, τη χλεύη και τη χαμέρπεια. «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη», όπως έλεγε ο Α.Ε. Ο οποίος διεκήρυσσε:

«Δεν βλέπω για πιο λόγο πρέπει να αποφεύγουμε τα προβλήματα του έρωτος, του ονείρου, της τρέλας, της τέχνης και της θρησκείας, εφόσον τα εξετάζουμε από την ίδια με εκείνους μοίρα  - την επανάσταση». Ομότεχνοι, κριτικοί, θεωρητικοί, δημοσιογράφοι έβαλαν ομαδόν κατά του εδώδιμου σουρεαλισμού. Κανένας άλλος –ισμός δεν έτυχε τέτοιας επιθετικότητας από τους λογικούς, τους ιδεαλιστές, τους ρεαλιστές, τους ρομαντικούς, τους αισθητιστές, τους πεσιμιστές. Και τι δεν τους έσουραν κι εδώ που τα λέμε εκτός κάποιων ποιημάτων τους, οι Έλληνες υπερρεαλιστές υπήρξαν ελληνοπρεπείς, ελληνοπρεπέστατοι και ηρωολάτρες (π.χ. ο «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, 1946), και απέφυγαν να πυροβολήσουν την παράδοση και όταν πέρασαν τα χρόνια και καθιερώθηκαν, διόρθωσαν και κάποιες από τις παλιές τους αντιπάθειες. (Ο Ανδρέας Εμπειρίκος αποκατέστησε τον Καρυωτάκη – «Ήτο μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης»).