Βράχος Ηθικής!

Είχαμε μείνει στη λιποθυμία του μπάρμπα – Αποστόλη

Μετά τη λιποθυμία εμφανίζεται στο πλάνο ο Μανούσος, ο οποίος είναι ανιψιός του μπάρμπα –  Αποστόλη. Είχε κατέβει απ’ τον πλάτανο για να βοηθήσει το μπάρμπα του. Κι αφού τον ανασήκωσε, τον ρώτησε, κάνοντας του ταυτόχρονα αέρα με τα χέρια του:

«Θειούλη, θειούλη, τι έπαθες, τι σου συνέβη;»

Για ν’ απαντήσει, βαριανασαίνοντας, ο μπάρμπα –  Αποστόλης:

«Η δε … η δε … η δε … η δεσποινίδα … απέ… απέ… απέ … απέναντι … μμμμε… μμμμε …μμμμε … αναστα ….αναστάτωσε», δείχνοντας ταυτόχρονα – με το δείκτη του χεριού του – τη Χρυσαφένια 

[Φόνισσα! Φόνισσα!! Φόνισσα!!! Καλά, εμάς δε μας λυπάσαι!!!! Ο φουκαράς ο μπάρμπα –  Αποστόλης, τι σου ’φταιγε; Που μας έρχεσαι εδώ, εσύ και η φίλη σου, και μας αναστατώνετε με τα γδυσίματα σας!!!! Και ταράζετε και τα γεροντάκια!!!!!!Και το μπάρμπα –  Αποστόλη, που ναι ήρωας της γενιάς του 1 – 1 – 4!!!!!!!]    

Αμέσως μετά, ο μπάρμπα –  Αποστόλης, ο οποίος είχε, πια, ξαπλώσει, με τη βοήθεια του τρελού ανιψιού του,  στην πολυθρόνα του, συμπλήρωσε:

«Νεε …νεε … νεε … νερό! Νεε …νεε … νεε … νερό!!»

Για να προσθέσει ο αναστατωμένος  διπλωματούχος τρελός του καφενείου – ο Μανούσος δηλαδή:

«Λουκά, νεγό… Φέγε νεγό… Σε παγακαλώ… νεγό για το θείο … νεγό!!»

[Ο Μανούσος δε μπορεί να πει το ρο όταν είναι αναστατωμένος…]

Ο αστραπιαίος καφετζής εμφανίστηκε αμέσως στο πλάνο, κρατώντας μια κανάτα νερό. Κι αφού κοίταξε το μπάρμπα –  Αποστόλη, ο οποίος είχε, τώρα, ανοίξει στόμα, χέρια και πόδια και  είχε γύρει το κεφάλι του προς τα πίσω, πέταξε όλο το περιεχόμενο της στα μούτρα του

Φαίνεται ότι το μπουγέλωμα του καφετζή ήταν ευεργετικό για τον  μπάρμπα –  Αποστόλη, αφού μόλις το δέχτηκε, σχηματίστηκε ένα πελώριο χαμόγελο στα χείλη του.

Σα να ξαναζωντάνεψε!

«Κύριε Αποστόλη μου, τι έγινε; Είσαι καλά;», του φώναξε ο αστραπιαίος καφετζής, χαστουκίζοντας τον ταυτόχρονα στο πρόσωπο

«Είμαι καλά… Είμαι πολύ καλά… Είμαι πάρα, μα πάρα πολύ καλά, αγαπητέ Λουκά… Είμαι καλύτερα από ποτέ…», απάντησε, μ’ ένα αργόσυρτα χαρούμενο τρόπο, ο ανεξήγητα ευτυχής Μπάρμπα –  Αποστόλης

Ο Μανούσος, ο οποίος – στο μεταξύ – είχε κάτσει στα γόνατα πλάι στο μπάρμπα του και του φίλαγε τα χέρια, σ’ ένδειξη, προφανώς, ευγνωμοσύνης για το γεγονός ότι ο μπάρμπας του ο Αποστόλης χρηματοδότησε τις σπουδές του στο Δαφνί, αναφώνησε:

«Ιίγου, ιιγί, ιιγί… Ιίου, ιίου, ιίου»

Και μετα ρώτησε:

«Αγού ισί, Χιούι;  Αγού ισί, Χιούι;»  

 Ο Λουκάς αγνόησε την ερώτηση του Μανούσου και απευθύνθηκε στο Μπάρμπα Αποστόλη, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη:

«Καλά…, τι έπαθες; Είδες κάτι που σε τάραξε;»

Ο Μπάρμπα – Αποστόλης γύρισε αργά το χαζοχαρούμενο βλέμμα του προς τον καφετζή, ο οποίος στεκότανε ακριβώς από πάνω του,  και του απάντησε, κουνώντας, ελαφριά, δεξιά – αριστερά  το κεφάλι: 

«Εί… ει… ει… είδα … το α… το α… το α… τ’ αυτό  … της… δεσποινίδος, …η … η… η… ήταν υ… υπέροχο … θεσπέσιο»!!!

[Πορνόγερε, Μπάρμπα – Αποστόλη! Πορνόγερε, Μπάρμπα – Αποστόλη!! Πορνόγερε, Μπάρμπα – Αποστόλη!!!

Ακούσατε τον πορνόγερο; τον Ακούσατε; Υπέροχο, το αυτό της αυτής!!!! Της Αυτής, της δικιάς μου – το αυτό!!!!!

Να σε δώσω τώρα, πασόκε Κυρ Αποστόλη; Ε;; Που μου πήγες και μου ψήφισες Γιωργάκη το Γενάρη… Και μετά, ΝΑΙ στο δημοψήφισμα … γιατί είχες κλάσει μέντες … για τα ευρουλάκια που χεις στη μπάντα … Και μετά, Τσίπρα το Σεπτέμβρη;;;; Να σε ξεμπροστιάσω;;;;; Αυτό σου αρέσει;;;;;;; Ε;;;

Σα δε ντρέπεσαι! 72 χρονών άνθρωπος!! Να  μπανίζεις τ’ αυτά των αυτών του κοσμάκη!!! Μπανιστιρτζή, Μπάρμπα – Αποστόλη!!!! Ε, μπανιστιρτζή!!!!!!]

Η απάντηση του καφετζή στην κυνική ομολογία του μπανιστιρτζή μπάρμπα – Αποστόλη ήτανε ένα παρατεταμένο: «Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν»

Μετά, γύρισε προς το Μανούσο, ο οποίος είχε σηκωθεί εντωμεταξύ από το πεζοδρόμιο, και τον διέταξε:

«Μανούσο, βοήθα με, σε παρακαλώ, να πάμε το μπάρμπα σου μέσα»

Με το που άκουσε διαταγές του Καφετζή, o Μπάρμπα – Αποστόλης αντέδρασε παιδιάστικα:

«Όκι! Όκι!! Ζε σέλω να μπω μέθα!!! Έκθω σέλω!!!!», κλαψούρισε, χτυπώντας ταυτόχρονα τα πόδια του στο πεζοδρόμιο

Μετά, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του – σα να του ’χε έρθει μια καλή ιδέα. Και πρόσθεσε:

«Καλύτερα να με πάτε στον Πάνο και στο Μανόλη…»

Εκεί σταμάτησε για μια στιγμή, ένωσε τις παλάμες του, τις έβαλε στο στήθος του, χαμογέλασε, κοίταξε προς τα πάνω και συνέχισε, κουνώντας δεξιά – αριστερά το κεφάλι:

«Αχ, για να με γνωρίσουν και στα κορίτσια τους!»

[Ευχαριστούμε, Μπάρμπα – Αποστόλη, αλλά δεν είναι κοπέλες μας. Γιατί πέρα από το ότι είναι οι  κοπέλες ΤΟΥΣ – κι όχι ΜΑΣ, αφού η μια είναι η κοπέλα της άλλης, έχουμε να δούμε το αυτό τους κάμποσα χρόνια. Εγώ είχα να το δω– το «αυτό» της «αυτής» μου, αλλά κι οποιοδήποτε άλλο «αυτό» –  4 χρόνια, ενώ ο Πάνος έχει να το δει – το «αυτό» της «αυτής» του, αλλά κι οποιοδήποτε άλλο «αυτό»  – καμιά ντουζίνα…, για να μην πούμε, από την εποχή των παγετώνων…]

Ο καφετζής απάντησε στην αντιπρόταση του μπάρμπα – Αποστόλη μ’ ένα αυστηρό βλέμμα. Μετά έβαλε το δεξί χέρι στο τσεπάκι της κοντομάνικης του μπλούζας – ο καφετζής φοράει στις σημαντικές ποδοσφαιρικές βραδιές μπλούζα διαιτητή –, έβγαλε την κόκκινη κάρτα, και την έδειξε στο μπάρμπα – Αποστόλη, κρατώντας την με τεντωμένο χέρι – με το άλλο χέρι έδειχνε προς την κατεύθυνση του καφενείου

Ο μπάρμπα – Αποστόλης έδειχνε έκπληκτος. Άρχισε να διαμαρτύρεται:

«Μα, γιατί; Γιατί; Γιατί απευθείας κόκκινη; Γιατί;»

Αλλά ο καφετζής έδειχνε ανένδοτος. Εξακολουθώντας να κρατά την κόκκινη κάρτα  με τεντωμένο χέρι, σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω κι άρχισε να χτυπάει το πόδι του νευρικά στο πεζοδρόμιο.

Ο μπάρμπα – Αποστόλης άλλαξε υπερασπιστική γραμμή:

«Ωραία…, εντάξει…, έκανα φάουλ…, αλλά όχι κι απευθείας κόκκινη!» είπε, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του

Ο καφετζής γίνεται πιο αυστηρός. Κοιτάζει το Μανούσο και του λέει:

«Όργανο, συνόδευσε, σε παρακαλώ, τον κύριο στ’ αποδυτήρια!»

Ο υπάκουος Μανούσος κινήθηκε προς το μπάρμπα του

«Όχι! Όχι! Εδώ θα κάτσω!» Ανταπάντησε ο μπάρμπα Αποστόλης. Κι έδεσε τα χέρια του κάτω από της αμασχάλες του

Στο άκουσμα της νέας αυτής άρνησης, ο καφετζής έχασε την υπομονή του:

«Σηκωτό! Τώρα! Τον πάμε σηκωτό!», διέταξε ο καφετζής τον Μανούσο.

Ο Μανούσος υπάκουσε πρόθυμα στο κέλευσμα του καφετζή – διαιτητή, οπότε τόνε βούτηξαν κι άρχισαν να τον πηγαίνουν σηκωτό προς το καφενείο…

Καθώς πέρναγαν από μπροστά μας, ο μπάρμπα – Αποστόλης κατάφερε να πετάξει, χαμογελώντας ηλίθια – και κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, την ατάκα του:

«Τα σέβη μου στις δεσποινίδες… Τα σέβη μου στις δεσποινίδες!»

[Α, να χαθείς, κωλόγερε! Α, να χαθείς, κωλόγερε!! Καλά σου ’κανε ο διαιτητής!!! Δίκαια σου ’δειξε την κόκκινη κάρτα!!!!]

Είχανε μπει μέσα, όταν ή Χρυσαφένια, η οποία είχε δέσει – τώρα – τα πόδια της – με αποτέλεσμα να φαίνονται ολόκληρες οι μπουτάρες μου…εεε, οι μπουτάρες της, φώναξε ναζιάρικα, κοιτώντας προς το καφενείο:

«Λουκάκο, Λουκουμάκο μου, Καλό χειμώνα!»

[Ο Λουκάκος ΤΗΣ! Ο Λουκουμάκος ΤΗΣ!! Ο καφετζής ΜΑΣ  – έγινε Λουκάκος ΤΗΣ!!! Και: Λουκουμάκος ΤΗΣ!!!! Η ξεδιάντροπη!!!!! Η ξεδιάντροπη!!!!!!!]

Για ν’ ακουστεί, απ’ τα βάθη του καφενείου, ένα αχνό:

«Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν»

Και μετά:

«Οπ – οπ – οπ – οπ – οπ – οπ»

Και μετά:

«Κάλο χειμώνα και σας, κυρία μου»

[Αν μη τι άλλο, ο καφετζής είναι κύριος – ένας πραγματικός τζέντλεμαν! Η Χρυσαφένια πήγε να τόνε καμακώσει, αλλά αυτός δε τσίμπησε!! Μπράβο στον καλό μας καφετζή που δεν παίζει με τις γυναίκες – έστω,  τις πρώην –  των άλλων!!! Χίλια μπράβο!!!!]

Για να συμπληρώσει αμέσως μετά, κοιτώντας προς το μέρος μας απ’ το παράθυρο:

«Καλό χειμώνα, Κυρά Χρύσα μου!»

[Κακό, ψυχρό κι ανάποδο, να χεις, προδότη καφετζή! Φίδι!! Οχιά!!! Οχιά …  διμούτσουνη!!!! Πού έχεις το θράσος και αποκαλείς Κυρά Χρυσά «ΣΟΥ», τη Κυρά – Χρύσα «ΜΟΥ»!!!!! Δεν είναι «ΣΟΥ», η Κυρά Χρύσα!!!!!!! Η Κυρά – Χρύσα είναι «ΜΟΥ»!!!!!!!! Έστω, πρώην…]

Η Χρυσαφένια ανταποκρίθηκε στις ευχές του καφετζή με άκρως προκλητικό τρόπο:

Αφού φίλησε, λάγνα, την παλάμη της με τα χείλη της, φύσηξε προς τη μεριά του καφετζή. Κι επειδή είχε καπνίσει μια τζούρα, το φιλί έγινε… καπνιστό…

Ο καφετζής, ο οποίος – εκείνη τη στιγμή – στεκόταν πίσω από τη μπάρα του καφενείου – σ’ απόσταση 4 – 5 μέτρων από τραπέζι μας, μόλις είδε τον καπνό να ’ρχεται προς το μέρος του, έκανε μια αστραπιαία κι επιτόπια αναστροφή, μας γύρισε την πλάτη δηλαδή, και αμέσως μετά είπε:

 «Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν, Ά – μαν»

Και μετά:

«Οπ – οπ – οπ – οπ – οπ – οπ»

Κι άρχισε να σφυρίζει αδιάφορα…

Σας τα ’λεγα – δε σας τα ’λεγα; Ότι είναι βράχος ηθικής ο καφετζής;; Σας τα ’λεγα!

Κι εγώ δεν αλλάζω ΠΟΤΈ την άποψη μου για έναν άνθρωπο!! ΠΟΤΈ!!!

Μπράβο, γενναίε καφετζή!!!! Φάε τη χυλόπιτα σου τώρα, κυρία μου!!!!! Χίλια μπράβο, ξανά, στον καλό μας καφετζή που δεν παίζει με τις γυναίκες – έστω τις πρώην –  των άλλων!!!!!! 

συνεχίζεται...