Ένα περιπλανώμενο τσιγάρο και μια λιποθυμία

Είχαμε μείνει στον αναπτήρα που μου χε ζητήσει, με προκλητικά αισθησιακό τρόπο, η Χρυσαφένια…

Έκανα κάμποσα δευτερόλεπτα για να καταφέρω να της τον προτείνω. Εκείνη μου έπιασε, και με τα δυο της τα χέρια, το τρεμάμενο μου χέρι, και τον  πήρε. Παίρνοντάς τον, μου χάιδεψε, με το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού της χεριού, την παλάμη μου, προκαλώντας μου, έτσι, ένα νέο ηλεκτροσόκ

Ύστερα, άναψε το τσιγάρο, έκανε μια ρουφηξιά, γέρνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω, και φύσηξε τον καπνό στη μούρη μου… Καπάκι, έβαλε το δεξί πόδι πάνω στο αριστερό και με κάρφωσε με το βλέμμα της. Το δικό μου βλέμμα καρφώθηκε στο σημείο ανάμεσα στα μπούτια της. Διαπίστωσα ότι ούτε από κάτω φορούσε εσώρουχο…

Μετά, κι αφού μάζεψε τα υπέροχα της πόδια, έγειρε ξανά προς τη μεριά της Ρούλας, την κοίταξε λάγνα στα μάτια και της είπε, ψιθυριστά:

«Ούτε κι εγώ φοράω εσώρουχα...»

[Δεν το ξέραμε, Κυρά μου…, ευτυχώς που μας το πες! Αφού μας τα ’δειξες όλα, φόρα – παρτίδα!! Έπρεπε να μας τ’ ανακοινώσεις κιόλα; Για να μας φχαριστήσεις, το πες;;]

Στο άκουσμα της χαρμόσυνης είδησης, η Ρούλα αντέδρασε άμεσα: Έκανε ένα «σσσφ», δάγκωσε μαλακά τα χείλη της, ανοιγόκλεισε τα μάτια της, έβγαλε ένα ελαφρύ αναστεναγμό, και, ύστερα, είπε στην Χρυσαφένια:

«Μωρό μου, είσαι πιο σέξι και ποθητή από ποτέ»!

[Ποθητή! Ποθητή!! Ποθητή!!!

Ποθητή της ποθητής του Πάνου, είναι η Ποθητή του Μάνου!!!!] 

Για να συνεχίσει, ναζιάρικα και χαμηλόφωνα:

«Μ’ έχεις φουντώσει… Μ’ έχεις ανάψει!»

[Ρούλα, Νεραντζούλα Φουντωτή! Ρούλα, Νεραντζούλα Φουντωτή!! Φουντωτή και Φουντωμένη!!!]

Η Χρυσαφένια έβαλε το τσιγάρο στο τασάκι και πλησίασε ακόμη περισσότερο τη Ρούλα. Η Ρούλα είχε σχεδόν ξαπλώσει στην πολυθρόνα της, ενώ η Χρυσαφένια είχε κολλήσει πλαγιαστά δίπλα της. Μετά, άρχισε να την χαϊδεύει, αργά κι απαλά, με την άκρη του αναπτήρα μου! Ξεκίνησε από τα μπούτια της, κι ανέβαινε, σιγά – σιγά, προς τα πάνω (παραλείπω την περιγραφή και την απαρίθμηση των υπολοίπων σημείων του σώματος της Ρούλας, απ’ τα οποία πέρασε ο καθοδηγούμενος από το χέρια της Χρυσαφένιας – αναπτήρας μου, γιατί εμείς στο στρόβιλο δε κάνουμε πορνογραφία), για να φτάσει μέχρι το λαιμό της

Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιήγησης του αναπτήρα μου στο σώμα της, η Ρούλα είχε κλειστά τα ματιά και λικνιζόταν ανεπαίσθητα.

Ύστερα, της ψιθύρισε:

«Είσαι επικίνδυνα καυτή απόψε, Ζαχαρούλα. Επικίνδυνα»!

[Επικίνδυνη! Επικίνδυνη!! Κι οι δυο τους είναι επικίνδυνες!!! Κι έχουν στήσει μια επικίνδυνη προβοκάτσια απέναντι σε μένα και το Παναγιώτη!!!! Και μέσα στην έδρα μας!!!!! Γυναίκες, πανούργες και δολοπλόκες!!!!!!]

Μετά, απομακρύνθηκε λίγο από τη Ρούλα, αναστέναξε βαθιά, και με κοίταξε με το πιο ερωτικό βλέμμα που μ’ έχει κοιτάξει ποτέ. Κι αφού έκατσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα,  μου πέταξε, με λάγνα κι αισθησιακή φωνή:

«Όμορφε…, ο αναπτήρας σου»

Και μου πρότεινε τον κόκκινο (ένα είναι το χρώμα, ένα είναι το κόμμα, μια είναι η ομάδα – αν κι έχω ξενερώσει αφάνταστα με το Μαρινάκη) αναπτήρα μου.

Έπρεπε να σηκωθώ να τον πάρω. Έπρεπε να κάνω μια κίνηση, κάτι, οτιδήποτε. Αλλά δε μπορούσα να κινήσω τα πόδια μου! Ούτε και τα χέρια μου!! Είχα υπνωτιστεί από το βλέμμα της!!! Κι απ’ τα μπούτια της!!!!

Κοίταξα προς τον Εμμανουήλ. Είχε ακουμπήσει τον αγκώνα του δεξιού του χεριού πάνω στο τραπέζι και βάσταγε με την παλάμη το πρόσωπό του. Με το αριστερό του χέρι είχε βάλει ένα μαξιλαράκι πάνω στην κοιλιά του, ενώ τα δυο του πόδια κουνιόντουσαν νευρικά…

Μού είχε μείνει πια μόνο το νερωμένο τσίπουρο. Έτσι, ήπια, με μιας, και το υπόλοιπο μισό… Κι ανασηκώθηκα να πάρω τον αναπτήρα…

Η Φένια δεν έκανε καμιά κίνηση. Απλά είχε τεντώσει προς το μέρος μου το χέρι με το οποίο κράταγε τον αναπτήρα.

Άπλωσα το χει για να πάρω το μαλακισμένο τον αναπτήρα, αλλά μόλις τον έπιασα, τσουρουφλίστηκα! Και μου έπεσε από τα χέρι!!Και πήγε και σφηνώθηκε κάτω από την καρέκλα της Χρυσαφένιας!!! Ανάμεσα στα πόδια της!!!!

«Μη…μη…μη…μη κουνιέσαι Χρυσαφένια θα σκύψω εγώ», είπα, κι αφού ακούμπησα τα γόνατά μου στο πεζοδρόμιο, άρχισα να μπουσουλάω προς τα πόδια της Χρυσαφένιας

Μόλις πλησίασα αρκετά, εκείνη ξανάβαλε τ’ αριστερό της πόδι πάνω στο δεξί, μ’ αποτέλεσμα να ξαναφανεί το πράγμα της. 

[Γιατί, γιατί μου το κάνει αυτό; Γιατί με βασανίζει;; Γιατί; Γιατί; Γιατί; … Γιατί;]

Αφού το αγνάντεψα για δυο – τρία δευτερόλεπτα (το πρόσωπο μου βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της Χρυσαφένιας), άπλωσα το χέρι μου και πήρα τον αναπτήρα. Μετά, έκανα αναστροφή, μπουσουλώντας πάντα, και πήγα να σηκωθώ.

Με το που σηκώθηκα, ακούστηκε ένας γδούπος. Ήταν το κεφάλι μου, το οποίο είχε χτυπήσει στο κάτω μέρος του τραπεζιού. Ξαναέκανα προσπάθεια. Νέος γδούπος! Με την αναστροφή που είχα κάνει είχα βρεθεί, ο μαλάκας, κάτω από το τραπέζι.

Έκανα μια τρίτη προσπάθεια να απεγκλωβιστώ, αλλά ακούστηκε πάλι ένας γδούπος. Αλλά αυτός ο γδούπος δεν ήταν από το κεφάλι μου. Αμέσως μετά, ακούστηκε μια τρομοκρατημένη φωνή:  

«Παιδιά, παιδιά! Λιποθύμησε ο  Μπάρμπ’ Αποστόλης!» 

Σηκώθηκα αμέσως από το πεζοδρόμιο και γύρισα να δω τι συμβαίνει.

 Και είδα:

Στο τραπέζι που ήταν ακριβώς πίσω – και λίγο πλάγια – από το δικό μας, το  μπάρμπα –  Αποστόλη να έχει πέσει με το κεφάλι πάνω στο τραπέζι