Μπλεγμένα μπούτια

Είχαμε μείνει στην εντυπωσιακή – κι εν μέσω επευφημιών εκ μέρους των παρευρισκόμενων στο καφενείο – ανάδυση της Αφροδίτης. Δηλαδή, της Χρυσαφένιας. Δηλαδή, της πρώην γκόμενας μου.

Είχα βγει στην πόρτα του καφενείου για να δω. Και την είδα. Και μόλις την είδα μ’ έπιασε σύγκρυο…, ταραχή…, ταχυπαλμία…, τεταρταίος πυρετός. Μου κόπηκαν τα γόνατα… Ένοιωσα ζαλάδα… Έχασα το φως μου…

Πραγματικά δυσκολεύομαι να βρω λόγια για να σας περιγράψω το υπερθέαμα που αντίκρισα. Γιατί ήταν πιο όμορφη και πιο αισθησιακή από ποτέ! Μια Θεά!!

Πρώτα απ’ όλα, να σας πω πως ήτανε ντυμένη… Γιατί μπροστά σ’ εκείνο το ντύσιμο της Χρυσαφένιας, η Ρούλα πραγματικά είχε ντυθεί σαν θεούσα… Γιατί η Ρούλα ήτανε, τουλάχιστον, ντυμένη – έστω προκλητικά, ενώ η Χρυσαφένια είχε κατέβει στον αγωνιστικό χώρο… γδυμένη:   

Φόραγε:

Ένα μενταγιόν μ’ ένα κλειδί που έμοιαζε με το σύμβολο της Αφροδίτης,  

Μια φαρδιά λευκή πουκαμίσα – ένα καφτάνι – που έφτανε καμιά δεκαριά εκατοστά πάνω από τα γόνατα. Στην αριστερή πλευρά της πουκαμίσας ήταν κεντημένη μια διάφανη σπείρα – ή κάτι σαν κυκλάκια, το ένα πάνω στ’ άλλο

Ένα διάφανο –  στο χρώμα του δέρματος –  καλοκαιρινό καλσόν

Αρχαιοελληνικά σανδάλια με χοντρό – αλλά όχι ψηλό – τακούνι και με κορδόνια που έφταναν μέχρι το γόνατο

Από και πέρα, δε φορούσε τίποτα. Δε φαινότανε να φοράει τίποτα άλλο! Η πουκαμίσα ήταν λευκή –αν κι όχι πολύ διάφανη, και θα φαινόντουσαν τα εσώρουχα, αν τα φόραγε

Ύστερα, είδα τη Ρούλα να σηκώνεται και ν’ αγκαλιάζει τη Χρυσαφένια. Κι αφού σφιχταγκαλιάστηκαν και αλληλο - χουφτώθηκαν  για κάμποσα δευτερόλεπτα, φιλήθηκαν … στο στόμα!

Ακούτε, Χριστιανοί! Στο στόμα!! Και όλα 3 – 4 μέτρα από το σημείο που στεκόμουν εγώ!!! Και μπροστά στα μούτρα του Εμμανουήλ!!!!

Έκανα απότομη μεταβολή και πήγα, λαχανιάζοντας, προς τη μπάρα.

«Λουκά, ένα μισαδάκι! … Τώρα!! Τώρα!!!», φώναξα επιτακτικά στον Καφετζή

Ο τρομαγμένος καφετζής, κι εγώ τρόμαξα μόλις είδα την όψη του προσώπου μου στον καθρέφτη που υπάρχει πίσω από την μπάρα, υπάκουσε άμεσα

Αφού ήπια  μονοκοπανιά το μισαδάκι, ξαναφώναξα

«Λουκά, ένα μπουκαλάκι νερό!»

Ήπια το μισό μπουκαλάκι και ξαναφώναξα:

«Λουκά, τα τσίπουρα, που τα ’βαλες, τα τσίπουρα που κουβάλησα;»  

Άνοιξα το ένα μπουκάλι και ήπια τρεις μεγάλες γουλιές. Ύστερα, γέμισα, λαχανιάζοντας πάντα, το μισογεμάτο μπουκαλάκι νερό –  με τσίπουρο. Βίδωσα το καπάκι του νερού, έδωσα το μπουκάλι τσίπουρο στο Λουκά και κίνησα, αφού προσπέρασα το Μάκη, ο οποίος είχε κάτσει στη μέση του καφενείου και κοίταγε σα χάνος προς τη μεριά των κοριτσιών (Συριζαίοι, βλάκες! Ηλίθιοι!! Ματάκηδες!!! Ηδονοβλεψίες!!!!), πήγα να κάτσω με  την Αφροδίτη και την Άρτεμη

Είχαν κάτσει η μια πλαγιαστά στην άλλη και κοιτιόντουσαν, ελαφριά λικνιζόμενες, στα μάτια!

Πέταξα ένα γεια στην Χρυσαφένια, αλλά αυτή ούτε καν με κοίταξε. Ήταν, βλέπετε, απασχολημένη, αφού … χάιδευε τα μπούτια της Ρούλας!!

Πήγα κι έκατσα απέναντι από τη Χρυσαφένια και δίπλα από τον Εμμανουήλ, ο οποίος κοίταγε σα χάνος τη Χρυσαφένια να χαϊδεύει τα μπούτια της πρώην κοπέλας του – της Ρούλας δηλαδή

[Έτσι, εγώ κι ο Εμμανουήλ είχαμε κάτσει φάτσα στην τηλεόραση, που ο αεικίνητος – πλην μαρτυριάρης –  καφετζής κρεμούσε εκείνη τη στιγμή πάνω σε μια κολόνα πυλωτής, ενώ τα κορίτσια, πλάτη]  

Εκείνη συνέχιζε να χαϊδεύει τη Ρούλα, λέγοντάς της, με βραχνή κι αισθησιακή φωνή: «Μμμ, μπουτάρες μου, μπουτάρες μου!!»

[Μπουτάρες ΤΗΣ! Μπουτάρες ΤΗΣ!! Μπουτάρες ΤΗΣ!!

Δεν είναι, οι μπουτάρες της Ρούλας, μπουτάρες του Παναγιώτη; Μπουτάρες της Χρυσαφένιας είναι οι μπουτάρες της Ρούλας;;

Έχουμε μπλέξει τα μπούτια μας, εδώ μέσα;;;;]

Η Ρούλα, καθώς η Χρυσαφένια της χάιδευε τα μπούτια, την είχε καρφώσει με το βλέμμα της και λικνιζόταν ελαφριά.

Ύστερα, η Χρυσαφένια χούφτωσε  τη Ρούλα λίγο πιο ψηλά. Η Ρούλα λικνίστηκε λίγο πιο έντονα, αυτή τη φορά, έκλεισε τα μάτια της και άνοιξε ανεπαίσθητα το στόμα της.

Συνέχισε:

«Βλέπω, φόρεσες και το σορτσάκι που σου αγόρασα!»

[Να, το! Αποδείχθηκε!! Τ’ ομολόγησε!!! Αυτή είναι η υπεύθυνη για τη πουτανοποίηση της Ρούλας!!!! Σας το ’λεγα!!!!!]

Και λέγοντας της αυτό, χούφτωσε (ακριβέστερα, χάιδεψε) και το τέτοιο της Ρούλας

[Χούφτωσε το τέτοιο της τέτοιας του τέτοιου! Μπροστά στον τέτοιον!! Η τέτοια μου χούφτωσε το τέτοιο της τέτοιας του!!! Και σε δημόσια θέα!!!!

Γιατί εκείνες μπορούνε να τις χουφτώνουν, ενώ σε μας δεν επιτρέπεται; Αυτές να χουφτώνουν –  και μεις να μη χουφτώνουμε;; Είναι ισότητα των δύο φύλων αυτό;;; αυτό δεν είναι σεξισμός;;;;]

«Φόρεσες και τα σέξυ εσώρουχα που σου έκανα δώρο, μωρό μου;», ρώτησε, με ακόμα πιο προκλητικό κι αισθησιακό τρόπο, τη Ρούλα

Η Ρούλα έβαλε τον αντίχειρα της στο στόμα, και της απάντησε, ψιθυρίζοντας σχεδόν, και κοιτώντας την μέσα απ’ τις αφέλειες, προκλητικά στα μάτια:

«Τσ…, δε φόρεσα τίποτα από μέσα!»

Ύστερα, έγλειψε με τη γλώσσα της τα χείλη της και ανοιγόκλεισε αισθησιακά τα μάτια της

Η απάντηση της Χρυσαφένιας ήταν εξίσου προκλητική

Αφού έκανε ένα «σσσσσχχ» κι ένα «φφφφουου», δάγκωσε τα χείλη της, ανοιγοκλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτιά της και είπε, αναστενάζοντας και κάνοντας αέρα με το χέρι της:

«Ένα τσιγάρο, παιδιά, ένα τσιγάρο… Μ’ άναψε η γκόμενα»!

[Ακούσατε, Χριστιανοί; Ακούσατε;; Η γκόμενα του Πάνου άναψε τη γκόμενα  του Μάνου!!!]

Αμέσως μετά, κοίταξε προς το μέρος μου, ανασηκώθηκε, έσκυψε, πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο μου  και ξανακάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα της. Με το που έσκυψε, εμφανίστηκαν – σε δημοσία θέα – τα υπέροχα της στήθη. Όπως το χα υποψιαστεί, δε φορούσε σουτιέν…

Ύστερα, με κάρφωσε με το βλέμμα της και είπε, με σιγανή κι αισθησιακή φωνή:

«Μ’ ανάβεις…, μωρό μου;»

Σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα! Ανατρίχιασα!! Από μένα ζήταγε, ή από τ’ άλλο μωρό της – τη Ρούλα;

«Δε μ’ άκουσες…, Μανόλη μου; Θέλω τη φωτιά σου!», μου είπε, με ακόμα πιο ναζιάρικο, αισθησιακό και προκλητικό τρόπο

[Θέλει τη φωτιά μου! Θέλει τη φωτιά μου!! Θέλει τη φωτιά μου!!! Έβαλε φωτιά σ’ όλο το μαγαζί – και θέλει κι άλλη!!!!]    

Αφού άνοιξα το μπουκαλάκι με το νερωμένο τσίπουρο και ήπια μονοκοπανιά το μισό, απάντησα, μ’ όσο πιο ψύχραιμο τρόπο μπορούσα:

«Ε…ε…ε…ε…ε…ε… Ευχαρίστως…, Χρ…χρ…χρ… χρυσαφένια μου», κατάφερα να της πω, κι έβαλα το τρεμάμενο μου χέρι στο τσεπάκι του πουκάμισού μου, για να βγάλω τον αναπτήρα…