26. Ο Κινγκ Κονγκ - bonsai

  • Ξύπνησε στην ανοιγμένη παλάμη του. Δύο μάτια, σαν κόκκινα φεγγάρια, την κοιτούσαν με άδολη λατρεία. Μέσα τους καθρεφτιζόταν το άγαλμα της ελευθερίας. Κούρνιασε στο εσωτερικό του χεριού. Την είχαν τρομάξει τα γαμψά νύχια του, μαυροκίτρινες, μεγάλες κούπες, γεμάτες βρόχινο νερό. Και το μισάνοικτο στόμα βέβαια, σαν τεράστια είσοδος χορτοφάγου λαβυρίνθου. Πως θα ήταν το φιλί του;. Κουλουριάστηκε ακόμη πιο πολύ, στο μέγα άγος του. Φυσούσε πολύ εκεί, και ο αέρας γελούσε κακαριστά.

    Έρωτας είναι, θα περάσει, είπε και, αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της χούφτας του. Ήταν ένα βελούδινο κρεβάτι. Η κόκκινη σελήνη, έλουζε τους εραστές με ρινίσματα χαλκού.

    Αντιμετώπισε ένα ορθωμένο πέος, σαν τον Πύργο του Άιφελ, λίγο μικρότερο. Θα μπορούσε, ανεβασμένη, να βλέπει τις μακρινές πολιτείες. Να καλημερίζει τον κόσμο, λιλιπούτεια σαν περιστέρι από ανθρώπινο. Της χάρισε ένα δένδρο κοκκοφοίνικα, το δάκτυλό του, να πιπιλά γάλα καρύδας και να τρέφεται.

    Δεν άκουγε τα συγκλονιστικά βογγητά που, έβγαζαν οι ουρανοξύστες καθώς γκρεμίζονταν. Ούτε τις ανθρώπινες κραυγές τρόμου. Ούτε το αγκομαχητό του, καθώς έτρεχε για να σωθεί. Να την σώσει. Ήταν ασφαλής, προς ώρας, αιχμάλωτη της καταδικασμένης, τιτάνιας αγάπης του.

    Πόσο κοντά ήταν ο ουρανός. Την τρόμαξε το μάτι του Θεού, καθώς της το ανοιγόκλεισε πονηρά. Πόσο χαμηλά ήταν οι κορφές των δένδρων, οι στέγες και οι θάλασσες. Ένα αεροπλάνο, πέρασε από δίπλα τους σαν φοβισμένος κόνδορας. Ανέμιζε το καπέλο της, και χαιρετούσε τα πλήθη.

  • από το :13+14 ιστοριούλες αγωνίας και δέους.