Βαρλαάμ και Σεραβλήμ

Που είχαμε μείνει; Α, ναι:

Έφυγα το λοιπόν από το μπακάλικο του θείου της πρώην μου, μετά την αχαρακτήριστη συμπεριφορά της απέναντί μου (ουσιαστικά, υπέστην μπούλινγκ από τη μαινάδα), και πήρα το δρόμο για το καφενείο του Λουκά. Ευτυχώς το 224 (το μπακάλικο του μπάρμπα της μοιραίας, για μένα, αυτής γυναίκας είναι στη Καισαριανή) ήρθε αμέσως μόλις έφτασα στη στάση, οπότε σε κάνα δεκάλεπτο είχα φτάσει Εξάρχεια. Η θλίψη και η οργή που με είχαν κυριεύσει, εξαιτίας του  άθλιου φερσίματος της σκρόφας, μετατράπηκαν σε χαρά και αγαλλίαση μόλις είδα από μακριά το καφενείο. Κι η χαρά μου έγινε μεγαλύτερη όταν τα δύο πρώτα άτομα που αντίκρισα ήταν ο Πάνος ο Εμμανουήλ και η Ρούλα (η Ρούλα έχει δύο ονόματα: Ζαχαρένια/ Ζαχαρούλα και Αργυρώ. Κι απ’ τα δύο βγαίνει το Ρούλα, οπότε έμεινε το Ρούλα – αν κι ο Εμμανουήλ τη φώναζε Ζαχαρένια) η Αναστασάκου – η πρώην του Εμμανουήλ και νυν (συγκάτοικος) της πρώην μου. Και δε χάρηκα τόσο πολύ που είδα τον Εμμανουήλ – αφού το βλέπω κάθε μέρα, το παλιομαλάκα, όσο για την Ρούλα, η οποία είναι φοβερό μου… εεε…, φοβερό κορίτσι (πάντα κρατάμε ψηλά το επίπεδο στο στρόβιλο. Ο σεξισμός δεν έχει θέση σ’ αυτό το ηλεκτρονικό περιοδικό!). Και μοιάζει και πολύ με τη δικιά μου(Βασικά, διαφέρουν μόνο στο χρώμα των ματιών (η Ρούλα έχει πράσινα μάτια, ενώ η Χρυσαφένια έχει γαλαζοπράσινα).. Επίσης, η Ρούλα  κερδίζει με διαφορά στήθους τη δικιά μου, αφού η δικιά μου τα έχει ροδάκινα, ενώ η Ρούλα τα χει πεπόνια. Άρα: πιο αθλητικιά και αδύνατη η δικιά μου, πιο χυμώδης η Ρούλα. Μιλάμε για κουκλάρες (για να μη πω κάτι άλλο που τελειώνει σε – άρες, κι αρχίζει από μου, γιατί στο στρόβιλο κρατάμε ψηλά το επίπεδο) και οι δύο. Και μοιάζουν καταπληκτικά. Όχι ακριβώς σα δίδυμες, αλλά σίγουρα σαν αδερφές.  

 Αλλά και η Ρούλα φάνηκε χαρούμενη μόλις με είδε

«Παναγιώτη, κοίτα, Ήρθε ο Μανολάκης!», είπε, και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα για να μ’ αγκαλιάσει. Χωρίς να το θέλω, το βλέμμα μου καρφώθηκε στο ντεκολτέ της. Σπάνια η Ρούλα φοράει προκλητικά ρούχα. Αλλά αυτή τη φορά ήταν πολύ θηλυκά ντυμένη. Έτσι, μόλις μ’ αγκάλιασε, προσπάθησα ν’ εκμεταλλευτώ την κατάσταση με όσο πιο διακριτικό τρόπο μπορούσα: χούφτωσα λίγο τη μέση της – ίσως και λίγο πιο χαμηλά – και με τ’ άλλο το χέρι, έπιασα λίγο πιο ψηλά. Ταυτόχρονα, τη φίλησα και στα δύο μάγουλα – στο δεύτερο φιλί βρήκα και λίγο στόμα. Αλλά κι αυτή δε φαινόταν να ενοχλείται ιδιαίτερα από τα χουφτώματα μου. Ίσα – ίσα, το απολάμβανε, αφού κι αυτή με χάιδευε στην πλάτη.

Βασικά, εκείνη μου την έπεσε.

Σα δε ντρέπεται!

Η τσούλα!

Να την πέφτει στο καλύτερο φίλο του πρώην της μπροστά στα μάτια του!

Αλλά έτσι είναι οι Γυναίκες: Δε μπορεί να τις έχεις εμπιστοσύνη…

 «Γκούχου – γκούχου», έκανε ο Εμμανουήλ. Και συνέχισε:

«Μανόλη, έλα να κάτσεις εδώ δίπλα σε μένα. Καπνίζεις πολύ, και ο καπνός πειράζει τη Ζαχαρένια»

[Ζηλιαρόγατε, Εμμανουήλ! Δε στη πηδήξαμε κιόλας! Έναν αθώο και φιλικό χαριεντισμό, κάναμε!] 

«Εντάξει, εντάξει, Πανούλη μου», είπα και έκατσα, μ’ ελαφρά πηδηματάκια, στην πολυθρόνα δίπλα από τον  Εμμανουήλ. Η Ρούλα έκατσε απέναντί μας, αλλά πιo κοντά σε μένα, παρά στον Εμμανουήλ.

Αφού έκατσε, ανοίγοντας κατά τρόπο προκλητικό – ας το σημειώσουμε αυτό – τα πόδια της, το βλέμμα της καρφώθηκε στην κοιλιά μου.

Η βρώμα! Μου την έπεφτε ανοιχτά και κανονικά! Και μπροστά στον Εμμανουήλ! Και στο πεζοδρόμιο του καφενείου του Λουκά!

Μετά, με ρώτησε:

«Μανόλη, τι είναι αυτή η σακούλα που κρατάς μπροστά σου;»

Δεν απάντησα αμέσως γιατί είχα αφαιρεθεί, κοιτώντας το καυτό ντύσιμο της. Φορούσε ένα πολύ εφαρμοστό σορτσάκι και από μέσα, σκούρο καλτσόν. Πάνω, φορούσε ένα στενό  μπλουζάκι με σχετικά βαθύ ντεκολτέ. Ποτέ δε την είχα δει έτσι ντυμένη τη Ρούλα. Που ναι και θεούσα (η Ρούλα είναι αριστερή και χριστιανή – βγάλε άκρη τώρα…). Έτσι ντύνονται οι θεούσες; Δε λέω, μου άρεσε το ντύσιμο της. Αλλά όχι και θεούσα! Ποιον κοροϊδεύεις, Ρούλα μου;

«Δε μ’ άκουσες, Μάνο μου; Σε ρώτησα, τι ναι αυτά τα μπουκάλια που κρατάς στα πόδια σου;» με ξαναρώτησε 
Έπρεπε να χα πάει τα μπουκάλια κατευθείαν μέσα στο καφενείο. Και να τα δώσω στο Λουκά για να τα βάλει στο ψυγείο.

Κοίταξα τον Εμμανουήλ. Είχε σηκώσει το βλέμμα του και κοίταγε τον πλάτανο που υπάρχει στο πεζοδρόμιο του καφενείου, σφυρίζοντας αδιάφορα.

Η στιγμιαία αμηχανία έσπασε από μια οικία, χαρούμενη και στομφώδη  φωνή:

«Αγαπητοί μου φίλοι, σύντροφοι και συμπότες: Καλό Χειμώνα!»

Ήταν ο Μάκης (Σεραφείμ) ο Κριεκούκης. Ο Βαρθολομαίος δηλαδή. Στεκόταν από πάνω μας και χασκογελούσε σα μικρό παιδί. Και είχε έρθει την κατάλληλη στιγμή.

Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία άμεσα. Σηκώθηκα απότομα όρθιος, τον αγκάλιασα και του πρόσφερα τα τσίπουρα, λέγοντας του:

«Χρονιά πολλά, σύντροφε Βαρθολομαίε. Χιλιόχρονος! Να σε χαιρόμαστε!!»

Μετά, και κάνοντας ότι και καλά πάω να τόνε φιλήσω – σιγά μη φίλαγα το μαλάκα το παλιοβάζελο, του είπα ψιθυριστά στο αυτί:  Μαλάκα μου, σε παρακαλώ κάνε το Βαρθολομαίο για σήμερα. Κάνε το Βαρθολομαίο!

Με κοίταγε σα χάνος. Με το στόμα ανοιχτό, και τα μάτια γουρλωμένα.

Αφού του έκλεισα το μάτι, φροντίζοντας να μη με δει η Ρούλα – έχοντας γυρισμένη την πλάτη μου, τον πλησίασα, έχοντας τον αγκαζέ, προς τη μεριά που καθότανε η Ρούλα και του είπα:

«Καλέ μας Βαρθολομαίε, να σου συστήσω τη φίλη μας τη Ρούλα. Ρούλα, από δω ο Σερα… εεε… ο Βαρθολομαίος ή Μάκης»  

[Μαλάκα Χριστοδούλου. Μαλάκα Χριστοδούλου. Μαλάκα Χριστοδούλου]

Ο Μάκης της έδωσε το χέρι, κι αφού έσκυψε λίγο το κεφάλι του, της είπε με επίσημο στυλ:

Χαίρω πολύ, δεσποινίς Ρούλα! Ονομάζομαι Βαρλαάμ … εεε … Σεραβλήμ … εεε … Βαρθολομαίος  Κριεκούκης. Καθηγητής πολιτικής Ιστορίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

[Καθηγητής της μαλακίας, έπρεπε να της πει! Αλλά έτσι είναι όλοι οι καθηγητές πανεπιστημίου που χει μαζέψει ο Σύριζα (Συριζαίος είναι ο Βαρθ … εεε … ο Σεραφείμ). Είναι όλοι ηλίθιοι. Ακούς εκεί Βαρλαάμ και Σεραβλήμ! Μα που το βρήκε αυτό το Σεραβλήμ; Βλήμα, Σεραφείμ! Ηλίθιοι συριζαίοι, σκατά τα έχετε κάνει όλα!]

Αλλά επειδή το θράσος κι η μαλακία των συριζαίων δεν έχει όρια, ο Σεραβλήμ συνέχισε, λέγοντας στη Ρούλα:

«Επιτρέψτε να σας φιλήσω το χέρι»

[Μήπως θέλεις να σου επιτρέψουμε και να μας την πηδήξεις, κύριε Μάκη μας; Ε, συριζαίοι λιγούρια; Μήπως θέλετε και να μας πηδήξετε και τις γυναίκες;]

«Ευχαρίστως, κύριε Μάκη», απάντησε η Ρούλα και του πρότεινε το χέρι της (πρόσεξα ότι είχε βαμμένα τα νύχια της. Ποτέ δεν έβαφε τα νύχια της η Ρούλα!), κοιτάζοντας τον με λάγνο βλέμμα στα μάτια

[Η Ρούλα δεν ήτανε έτσι. Ήταν ντροπαλή και συνεσταλμένη. Μιλάμε για πλήρη πουτανοποίηση, παιδιά! Και ξέρω και ποια είναι η υπεύθυνη γι’ αυτήν την πουτανοποίηση. Είναι η Χρυσούλα, η οποία αυτοπουτανοποιήθηκε]      

Ο Βαρλαάμ – Σεραβλήμ πήρε το χέρι της Ρούλας και το φίλησε για κάμποσα δευτερόλεπτα (Γύφτοι Συριζαίοι! Λιγούρια!!). Όση ώρα φίλαγε, ο Εμμανουήλ κοιτούσε σα χάνος τα μπούτια της Ρούλας –  αντί να σηκωθεί απάνω και να τον αρχίσει στα χαστούκια.   

Αφού της το φίλησε, την κοίταξε μ’ ένα ηλίθιο και χαζοχαρούμενο βλέμμα και της είπε

«Χαίρω πάρα, μα πάρα πολύ, δεσποινίς Ρούλα»

[Να σου δώσω δυο μπούφλες, μαλάκα Συριζαίε, να χαρείς περισσότερο! Γελοία υποκείμενα!! Πανίβλακες!!]

«Κι εγώ, Μάκη», απάντησε σιγανόφωνα η  – πουτανοποιημένη πια – Ρούλα, κοιτώντας τον με προκλητικό τρόπο στα μάτια

Ήμουν έτοιμος ν’ αρχίσω τις χριστοπαναγίες για το Σύριζα, όταν έκανε την εμφάνιση του στη σκηνή ο Λουκάς ο Καφετζής, λέγοντας φωναχτά

«Σεραφείμ! Κύριε Καθηγητά μου! Καλό χειμώνα!»

Καφετζή, προδότη, Ιούδα Ισκαριώτη!! Καφετζή, προδότη, Ιούδα Ισκαριώτη!!

[Μας έδωσε στεγνά ο μοχθηρός καφετζής. Μιλάμε για εσχάτη προδοσία! Και μας πρόδωσε, γιατί δεν τον προσφωνεί ποτέ Σεραφείμ τον Σεραφείμ. Μάκη, τον φωνάζει. Οπότε το έκανε επίτηδες, για να μας δώσει στη Ρούλα]

Με γοργά βήματα πλησίασε τον Βαρλαάμ και του έσφιξε το χέρι. Ο πανηλίθιος Συριζαίος διανοούμενος ανταποκρίθηκε στο χαιρετισμό του προδότη Καφετζή, χαμογελώντας χαζοχαρούμενα:

«Ευχαριστούμε πολύ, αγαπητέ Λουκά μας. Ευχαριστούμε πολύ. Καλό χειμώνα και σε σας!»

[Ποιοι «ευχαριστούμε», μπετόβλακα Συριζαίε; Ποιοι;]

Μετά, κατευθύνθηκε προς το μέρος μου:

«Έλα Μάνο μου, δε σε είδα, καλό χειμώνα», μου είπε και μου έδωσε το χέρι του. Όπως είχαν έρθει τα πράγματα, έπρεπε ν’ ανταποκριθώ, οπότε του ευχήθηκα κι εγώ – αντί να τον αγνοήσω επιδεικτικά, όπως του άξιζε, λόγω της προδοσίας που διέπραξε, αποκαλύπτοντας το πραγματικό όνομα του Βαρλαάμ … εεε … Σεραβλήμ … εεε …. Σεραφείμ