Ο σχεδιαστής και η κομμώτρια

 

Όπως κάθε μέρα, έτσι κι εκείνη τη Δευτέρα ο σχεδιαστής κατέβηκε στον ηλεκτρικό σταθμό της Ομόνοιας, πήρε τις κυλιόμενες σκάλες, βγήκε στην επιφάνεια από την πλευρά του φαρμακείου του Μπακάκου και τράβηξε για το γραφείο του στην οδό Ζήνωνος. Βάδιζε με το πάσο του, παρατηρώντας αδιάφορα τους περαστικούς, τους Έλληνες και τους ξένους, οικονομικούς πρόσφυγες, μετανάστες και λοιπούς - Αλβανούς, Σλάβους, Πακιστανούς, μαύρους - σιγοψιθυρίζοντας ένα παλιό ρεμπέτικο του Βαμβακάρη ή του Παπαϊωάννου.

Ηταν τέλη Μαρτίου. Ο ουρανός είχε ένα απαλό γαλάζιο χρώμα και για την εποχή δεν έκανε πολύ κρύο. Ο σχεδιαστής μύρισε την άνοιξη κι αυτό τον γέμισε αισιοδοξία. Η εβδομάδα ξεκινούσε καλά κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό για την ψυχική του διάθεση. Κυρίως, τον είχε συνεπάρει η απόφαση να μιλήσει εκείνη την ημέρα στην κομμώτρια που είχε το ισόγειο κομμωτήριο απέναντι από το κτίριο όπου βρισκόταν το γραφείο του. Από τον πρώτο όροφο - πίσω από τις κουρτίνες - παρακολουθούσε συστηματικά τις κινήσεις της, μα ποτέ δεν είχε τολμήσει να της μιλήσει. Η κομμώτρια είχε νοικιάσει το μαγαζί εδώ κι ένα μήνα. Πριν απ' αυτήν κάποιος πουλούσε σε αυτό υγιεινές τροφές και πιο πριν κάποιος πουλούσε υποδήματα πολυτελείας - έτσι έγραφε η ταμπέλα στην είσοδό του. Προφανώς, οι δουλειές τους δεν πήγαιναν καλά κι ας περνούσαν καθημερινά από το σημείο εκείνο πλήθη ανθρώπων, κυρίως υπαλλήλων, που έφταναν στο κέντρο της πόλης από τις δυτικές συνοικίες. Ισως το μαγαζί να ήταν γρουσούζικο.

Ο σχεδιαστής ευχόταν και ήλπιζε η κομμώτρια να είχε περισσότερη τύχη σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς. Ηταν μια κοκκινομάλλα χωρίς φακίδες (προφανέστατα έβαφε τα μαλλιά της), γύρω στα είκοσι πέντε, περίπου δέκα χρόνια μικρότερή του. Ντυνόταν πάντα κομψά, αν και κάπως εξεζητημένα, κι όταν εργαζόταν φορούσε μιαν άσπρη μπλούζα όπως των γιατρών. Ο σχεδιαστής είχε σκεφτεί το εξής: Θ' αγόραζε λουλούδια και θα την επισκεπτόταν, προβάλλοντας την ιδιότητα του γείτονα. Ηξερε πως τα λουλούδια συγκινούσαν τις γυναίκες, όπως ήξερε πως οι άντρες σπάνια αποφάσιζαν να τους τα προσφέρουν, ίσως επειδή θεωρούσαν αυτή τη χειρονομία ως ένδειξη ρομαντισμού και ξεπερασμένης ευαισθησίας. Πράγματι, αγόρασε δέκα γαρίφαλα (πέντε άσπρα, πέντε κόκκινα) από τον πλανόδιο ανθοπώλη στη γωνία, ο οποίος του τα τύλιξε σε νάιλον και τα 'δεσε με άσπρη κορδέλα.

Μέχρι να φτάσει στην είσοδο του κτιρίου που ήταν γραφείο του δεν παρατήρησε τίποτα ασυνήθιστο στο δρόμο, έτσι κι αλλιώς είχε συνηθίσει τις παράξενες φυσιογνωμίες των αλλοδαπών που σύχναζαν στην περιοχή, καθώς και τις ακατανόητες φράσεις που εκστόμιζαν στις συζητήσεις τους στα πεζοδρόμια. Η διαρκής επανάληψη των ίδιων καθημερινών σκηνών και η ανυπαρξία γεγονότων έδειχναν πως θα περνούσε μία ακόμα ήρεμη μέρα - ελπιδοφόρα, ωστόσο. Η φαρμακοποιός στεκόταν πίσω από την ταμειακή της μηχανή, ο μανάβης έριχνε νερό μ' έναν κουβά στα χορταρικά του, ο σταθμάρχης των λεωφορείων καθόταν στη θέση του μέσα στο κουβούκλιο, ο ψιλικατζής έδινε τσιγάρα και αθλητικές εφημερίδες κι ο ΕΒΓΑτζής γάλα σε χάρτινα κουτιά, ο Βορειοηπειρώτης πουλούσε εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών καθισμένος στο σκαμνί του. Ακούγονταν τα φρεναρίσματα των λεωφορείων και οι φωνές κάποιων πλανόδιων λαχειοπωλών. Ολα ήταν ήρεμα, ειδυλλιακά, ευοίωνα, κι αυτό τον έκανε να πιστεύει πως η συνάντησή του με την κομμώτρια θα πήγαινε καλά.

Ο σχεδιαστής πήρε το ασανσέρ, μπήκε στο γραφείο του και τοποθέτησε τα γαρίφαλα σ' ένα ποτήρι με νερό. Επειτα κάθισε στην καρέκλα του σχεδιαστηρίου, άναψε τη λάμπα και το τσιγάρο του - καφέ είχε πιει στο σπίτι - πήρε το Ρότρινγκ και το χάρακα κι άρχισε να φτιάχνει ένα σκαρίφημα αρχιτεκτονικού σχεδίου. Στις εννιάμισι πήγε στο παράθυρο, παραμέρισε την κουρτίνα και κοίταξε απέναντι. Η κομμώτρια δεν είχε φανεί. Επέστρεψε στο σχεδιαστήριο, αλλά στις δέκα παρά δέκα ξαναπήγε πίσω από την κουρτίνα. Και πάλι τίποτα. Επειδή δεν μπορούσε να χαράξει ούτε γραμμή, έμεινε εκεί περιμένοντας. Βρισκόταν σε υπερένταση.

Η κομμώτρια έστριψε τη γωνιά ύστερα από μικρή καθυστέρηση: Η ώρα είχε πάει δέκα και πέντε. Προχώρησε προς το μαγαζί της χωρίς να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, το ύφος της ήταν αγέρωχο και ακατάδεχτο, όπως πάντα. Ξεκλείδωσε την πόρτα της και πήγε στο μικρό καμαράκι στο βάθος - συγκοινωνούσε με το μαγαζί με μια λευκή πόρτα - για ν' αλλάξει. Ο σχεδιαστής μπήκε στην κοινόχρηστη τουαλέτα κι έφτιαξε τα μαλλιά του στον καθρέφτη. Επέστρεψε στο γραφείο του, έβγαλε τα γαρίφαλα από το ποτήρι, κλείδωσε την πόρτα του, κατέβηκε τα σκαλιά και τράβηξε για την έξοδο. Η ώρα είχε πάει δέκα και τέταρτο. Προτού προλάβει να βγει στη Ζήνωνος, ακούστηκε ένας τρομαχτικός κρότος. Ηταν ένα παρατεταμένο μπαμ, το οποίο ακολούθησε δεύτερο μπαμ - πιο σύντομο αυτό. Στο πρώτο μπαμ ήταν λαμαρίνες που τσακίζονταν, στο δεύτερο ήταν τζάμια. Μετά τα δύο μπαμ ακούστηκαν φωνές, βρισιές και ποδοβολητά. Επρόκειτο για μια σύγκρουση αυτοκινήτων. Είχε τρακάρει ένα κόκκινο ημιφορτηγό μάρκας «Ντάτσουν», που στο πλάι της καρότσας έγραφε «Είδη προικός -Οπωρικά - Παλαιά σίδερα», με μια μαύρη «Φορντ». Μετά τη σύγκρουση, το επιβατικό ανέβηκε στο πεζοδρόμιο κι έπεσε πάνω στην τζαμαρία της ΕΒΓΑ. Η κομμώτρια βγήκε στην πόρτα της και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. Ο σχεδιαστής έκρυψε ενστικτωδώς τα γαρίφαλα πίσω από την πλάτη του κι επέστρεψε συνοφρυωμένος στο γραφείο του.

Ορθιος, πίσω από την κουρτίνα, έβλεπε τον ιδιοκτήτη του ημιφορτηγού, έναν μαυριδερό νεαρό, να διαπληκτίζεται με τον οδηγό της «Φορντ», έναν παχουλό μεσόκοπο. Την ίδια στιγμή η κίνηση είχε διακοπεί και οι οδηγοί των οχημάτων, ανάμεσά τους κι ένας με αναπηρικό καροτσάκι, άρχισαν να κορνάρουν, ενώ είχαν σχηματιστεί και πηγαδάκια περιέργων. Οι δύο διαπληκτιζόμενοι χειρονομούσαν χωρίς να δίνουν σημασία στο χάος που είχαν προκαλέσει. Ο δρόμος, για πρώτη φορά απ' όσο θυμόταν ο σχεδιαστής, είχε αλλάξει όψη. Ο ΕΒΓΑτζής κοίταζε περίλυπος τη σπασμένη βιτρίνα του, ο μανάβης έδινε πληροφορίες για το συμβάν σε μια ξανθιά, ελαφρώς εύσωμη, κυρία και κάτω στο πεζοδρόμιο κειτόταν μια άλλη ξανθιά, πιο εύσωμη, που κρατούσε μια πλαστική τσάντα με πράγματα - είχε γλιστρήσει πάνω στο χυμένο γάλα που έπεσε από τη βιτρίνα. Η κομμώτρια είχε το βλέμμα στραμμένο προς τους δύο άντρες που καβγάδιζαν για το ποιος φταίει.

Ο μαυριδερός νεαρός του «Ντάτσουν» έβγαλε το κινητό του -προφανώς, για να τηλεφωνήσει στην Αμεση Δράση - μα εκείνο δε λειτουργούσε. Προφανώς είχε πέσει η μπαταρία του. Τότε πήρε το μάτι του την κομμώτρια, πήγε προς το μέρος της και την παρακάλεσε να του επιτρέψει να τηλεφωνήσει. Εκείνη προθυμοποιήθηκε να τον εξυπηρετήσει και μπήκε μαζί του στο μαγαζί, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Σύντομα ο μαυριδερός βγήκε από το κομμωτήριο, την ώρα που είχε καταφτάσει ένα περιπολικό κι ένας αστυφύλακας κατέγραφε τα στοιχεία των οχημάτων και των οδηγών. Στο μεταξύ η πολύ εύσωμη ξανθιά είχε βγάλει ένα ρολό υγείας από την τσάντα της και σκούπιζε το χυμένο γάλα στα πόδια της.

Μετά από δέκα λεπτά τα πηγαδάκια διαλύθηκαν, το περιπολικό αποχώρησε, καθώς και η μαύρη «Φορντ». Ο μαυριδερός νεαρός όμως δεν έφυγε. Αφού παρκάρισε το κόκκινο «Ντάτσουν» με τις δύο πλαϊνές ρόδες πάνω στο πεζοδρόμιο, μπήκε στο κομμωτήριο, όπου παρέμεινε κάμποση ώρα κι ας ήταν παράνομη η στάθμευσή του. Οι αδιαφανείς περσίδες έκρυβαν το εσωτερικό του μαγαζιού κι έτσι ο σχεδιαστής δεν έβλεπε τι γινόταν μέσα. Το σίγουρο ήταν πως δεν είχε μπει καμιά πελάτισσα κι επομένως η κομμώτρια ήταν μόνη με τον μελαχρινό. Ισως να είχαν καταφύγει πίσω από το καμαράκι. Αυτό δεν ήταν βέβαιο, αλλά ήταν αρκετά πιθανό. Με αυτή τη σκέψη, ο σχεδιαστής πήρε τα γαρίφαλα και τα πέταξε απότομα στο καλάθι με τα άχρηστα χαρτιά. Επειτα ξανακάθισε μπροστά στο σχεδιαστήριό του. Προσπάθησε να τραβήξει μερικές γραμμές, μα το σκαρίφημα δεν προχωρούσε με κανένα τρόπο.

Ξαφνικά, του ήρθε η επιθυμία να βουτήξει όλο του το κορμί σε κρύο νερό, σε παγωμένο ει δυνατόν, για να χαλαρώσει. Σκέφτηκε την παλιά καλή εποχή και το σιντριβάνι της Ομόνοιας, όπου επί χρόνια έπεφταν οι φίλαθλοι με τα ρούχα, κάθε φορά που κέρδιζε η ομάδα τους. Με θλίψη συνειδητοποίησε πως το σιντριβάνι είχε από καιρό ξεθεμελιωθεί, η πλατεία είχε αλλάξει ριζικά όψη. Ξαφνικά, βγήκε από το γραφείο - τη στιγμή ακριβώς που ένας μαύρος, ο οποίος πουλούσε σιντί σε μαύρη τσάντα, χτυπούσε την πόρτα του - μπήκε στην κοινόχρηστη τουαλέτα, έβαλε το κεφάλι του κάτω από τη βρύση και άφησε το κρύο νερό να πέσει με δύναμη πάνω του. Η ώρα είχε πάει δέκα και μισή.