15.Η Σκάλα

Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόση ώρα ανέβαινε. Η σκάλα σπειροειδής, φαινόταν ότι είχε πολύ δρόμο ακόμη, έτσι που κοιτάζοντας προς τα επάνω, έβλεπες το αμφίβολο πέρας της, ως κεφαλή καρφίτσας.

Δεν θυμόταν τον λόγο που ανέβαινε.

Κοιτάζοντας προς τα κάτω έβλεπε την κοχλιοειδή κατάβασή της, εξ ίσου σχοινοτενή.

Μόνον πήγαινε. Αλλά γιατί και που;.

Οι αναβαθμίδες ήσαν αρκετά λερωμένες. Χαρτάκια πρωτόκολλου τσαλακωμένα, καπνισμένα τσιγάρα, υπολείμματα από φαγώσιμα, καραμέλοχαρτα και φτύματα ήσαν διάσπαρτα σαν φύλλα από δένδρα.

Ανέβαινε, κι ήταν σαν μην ανέβαινε, να μην προχωρούσε, έστω και ελάχιστα. Το περιβάλλον χρώμα, διάχυτο παντού, ήταν σκοτωμένο γαλάζιο, προς το γκρίζο.

Που πήγαινε με τόσο αμέριστη υπομονή, ενδιαφέρον, αγωνία και επιμονή;.

Τα πόδια της την οδηγούσαν, και τα μάτια της την ωθούσαν, στραμμένα προς τα πάνω. Άσθμαινε. Στους κυκλωτικούς τοίχους ήσαν γραμμένες ακατανόμαστες ύβρεις.

Ένας φεγγίτης μικρός, μισάνοικτος, δεν έλεγε να απομακρυνθεί από το πεδίο του τοιχώματος.

Μισοφαινότανε, όχι ουρανός, αλλά ένα τεράστιο μάτι σε χρώμα θαλασσί, εποπτεύον.

Ώσπου, τον είδε να στέκεται, κινούμενος ελαφρά, τινάζοντας για λίγο την χαίτη του.

Ήταν ένας γαλάζιος λέοντας, σε πέτρα, αλλά και ζωντανός. Στάθηκε με μετέωρο πόδι στον αέρα και κοιτάχτηκαν. Γύρισε το βλέμμα της προς τα κάτω. Απύθμενο το σπειροειδές βάθος.

Της ήλθε στο μυαλό η φράση:… Ο Θεός και ο Άδης. Ο ανελκυστήρας, κρυμμένος σε μία εσοχή, έγραφε πως δεν λειτουργεί. Ήταν ένας κλωβός παλαιού τύπου με κιγκλιδώματα, ανοικτός σε θέα. Στο εσωτερικό έστεκε, ένα άγαλμα μαρμαρωμένου ανδρός με καμπαρντίνα, καπέλο και όχι πρόσωπο, πασπαλισμένο με σκόνη.

Άρχισε να κατεβαίνει. Η ποθούμενη επιστροφή προς τα κάτω, ήταν εξ ίσου μακρινή. Φαινόταν η αρχή της, σαν μικροσκοπικό κεφαλάκι καρφίτσας. Φαντάστηκε πως είχε φυλακιστεί στο εσωτερικό ενός τεράστιου σαλιγκαριού, χωρίς αρχή και τέλος. Ή πάλι πως περπατούσε στα σπλάχνα ενός γιγάντιου, απολιθωμένου ερπετού, που το σώμα του ήταν ένας συμπαγής κοχλίας. Όσο, προς τα εμπρός ή πίσω τον βάδιζε, εκείνος επιμηκυνόταν. Ο κοχλίας ήταν ζωντανός και την περιέπαιζε.

Από τον φεγγίτη φύσηξε ένα αεράκι, που έφερε στο εντός ξερά, καστανά φυλλαράκια δένδρου που δεν έβλεπε. Υπέθεσε πως, ίσως ήταν μικροσκοπικές νυχτερίδες, γιατί τα φύλλα είχαν συμπαθές, άσκημο πρόσωπο και αυτάκια. Που πήγαινε;… σε ποια επιθυμητή επιστροφή, αφού δεν της ήταν δυνατός ο πηγαιμός, από κίνητρο και αιτία μάλιστα, καθόλου συνειδητά;

Το κτίριο ήταν μάλλον διατηρητέο. Με ρημαγμένα μπαλκόνια και ένθετα, ανάπηρα αγάλματα που, τα αγκαλιάζανε μελανόχρωμοι κισσοί. Η, άλλοτε μεγαλόπρεπη πόρτα του από σκαλισμένο μαυρόπευκο, έχασκε. Από μέσα της, πρόβαλε ένας κοκκινότριχος γάτος με ένα μοναδικό μάτι. Το άλλο φαγωμένο. Στο εξωτερικό του, αδέσποτοι σκύλοι ροκάνιζαν κόκκαλα, ανάμεσα σε πεταμένα σκουπίδια.

Οι δύο άστεγοι άντρες είχαν ανάψει μία μικρή φωτιά από εφημερίδες και έτρωγαν, με την φλούδα μήλα και πορτοκάλια από μία μεγάλη πλαστική σακούλα.

-Έπρεπε κάποιος να της πει, είπε ο ένας, ότι ο πραγματικός τρόμος είναι αυτή η ζωή, η δική μας…

-Είναι συγγραφέας, είπε ο άλλος, θέλησε να δοκιμάσει τον αόρατο τρόμο. Δεν θα φτάσει πουθενά, γιατί αυτός ο τρόμος δεν έχει όρια, όπως και η φαντασία. Κι ο δικός μας τρόμος δεν τελειώνει, αλλά εδώ, υπάρχει ελπίδα…

-Θα βγεί ποτέ; ρώτησε ο πρώτος.

-Εξαρτάται… απάντησε ο δεύτερος.

-Από τι;

-Από τον χρόνο που θα κάνει, για να τελειώσει τις ιστορίες της. Άκου πως ονόμασε το σπίτι… ΥΤΤ… τάχα, Υπουργείο Του Τρόμου.

Οι άντρες γέλασαν δυνατά. Η βροχούλα που άρχισε, σκέφτηκε, πως η ημέρα ήταν για λίγα δάκρυα, ίσα για να ξεπλύνει μόνον τα βρώμικα πεζοδρόμια. Να μην φερθεί ασεβώς στα πλάσματα χωρίς ασφαλές κατάλυμα, προς το παρόν.

Προς το Παρόν.