3.- Η επισκέπτρια
22/09/2016
-
Από τις 13+… ιστοριούλες φανταστικού δέους(τρόμου) - Nύσταζα και, κοιμήθηκα νωρίς εκείνο το βράδυ της πρώτης Νοεμβρίου.
-
Έκανε κρύο και φόρεσα δύο παλαιά τρυπημένα πουλόβερ, από εκείνα που κρύβουμε ακόμη κι αν έχουν αποδημήσει από τα εγκόσμια, με την αίσθηση της μητρικής φωλιάς μέσα τους. Κάτω από το πάπλωμα κουβαριάστηκα σαν έμβρυο. Στην αγκαλιά μου, νάσου και η γάτα, τραγουδώντας με τζαζ γουργουρητό. Χρχρχρχρ αγαπημένη μου Κυρία
-
Την ονοματίζω Μαυροφέγγαρο. Η Μαυροφέγγαρο. Ξύπνησα απ το κουδούνι της πόρτας. Ή μήπως ήταν το ρολόι του τοίχου που, οι ήχοι του ήσαν, σαν καμπανούλες μακρινής εκκλησούλας, τόσο όμορφοι. Παρεμπιπτόντως, και το κουδούνι του διαμερίσματος, έτσι κάπως καλούσε. Σηκώθηκα μηχανικά και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Έβλεπα τον εαυτό μου να προχωρά σαν τον τυφλό στο σκοτάδι, που όμως οξυμένο ένστικτο τον οδηγεί σωστά. Άνοιξα.
-
Απέναντι μου, στεκόταν η κυρία με τα μαύρα. Μαύρο και το βέλο που σκίαζε το πρόσωπό της. Μαύρο και το λουλούδι που στόλιζε το καπέλο. Μου συστήθηκε ως Αιμιλία Δ. Δεν ήξερα καμία Αιμιλία Δ., κι όμως της έκανα νόημα να περάσει, αφού ήδη είχε προτάξει το πόδι της με την μυτερή γόβα στο άνοιγμα, ώστε να εμποδίσει ένα ενδεχόμενο κλείσιμο της πόρτας.
-
Όταν κάθισε στον καναπέ, μου έδειξε ένα μικρό κουτί, λευκό με μωβ κορδέλα. Εν τω μεταξύ είχα ανάψει το μικρό αμπαζούρ με το χρυσαφί μπροκάρ ύφασμα.
-
Δεν σήκωσε το βέλο της, αλλά, μέσα από την ομίχλη που έριχνε το τούλι, διέκρινα ένα κατάλευκο πρόσωπο, σχεδόν χωρίς χαρακτηριστικά. Μόνο χείλη, έντονα πορτοκαλί, παράξενα διογκωμένα, σχεδόν χυδαία.
-
Την ρώτησα αν θέλει να την κεράσω ένα λικέρ Μαρασκήνο, φτιαγμένο από πετροκέρασα, ιδίοις χερσίν. Αρνήθηκε με το γαντοφορεμένο χέρι της. –Ποτέ δεν πίνω αλκοόλ, μόνο… θα έπρεπε να το ξέρετε, απάντησε και μου παρέδωσε το κουτί.
-
-Είναι το δηλητήριο,είπε.
-
Την κοίταξα, και φαντάστηκα τα γαλανά μου μάτια να έχουν πάρει ένα βαθύ σκοτεινό χρώμα. σαν ο ωκεανός τους να είχε πληγεί αίφνης από καταιγίδα. Προσπαθώντας να συντονιστώ με το λεγόμενο της, κάτι ψέλλισα:
-
-Δεν έχω πλέον ποντίκια ξέρετε. Εξάλλου και να είχα δεν θα τα σκότωνα. Ακόμη και στην γάτα απαγορεύω. Είμαι κατά…
-
-Δεν είναι για τα ποντίκια… ξέρετε, πώς να το πω, είναι για το αντρόγυνο…
-
Η γάτα, στα πόδια μου, είχε γίνει ένα παγωμένο κουβάρι, με την φουντωτή ουρά της στα σκέλη μαζεμένη. Έβγαζε κάτι περίεργους λαρυγγισμούς…χχχγγγκκκ. Είχα ρίξει στους ώμους ένα κατακόκκινο παλτό με μεγάλο γιακά παλαιάς μόδας, που τον ανέβαζα στις παρειές σα να ήθελα να κρυφτώ. Η κίνησή μου, μου θύμισε την ίδια σκηνή από το υπόγειο μετρό, όπου μόνη μου εντελώς, και φορώντας το ίδιο επανωφόρι, περίμενα τον συρμό, ελαφρά ταραγμένη υπό την απειλή μίας ηλεκτρισμένης μοναξιάς. - Μην φοβάστε, την άκουσα να λέει.... ήδη το έχετε και άλλοτε επιχειρήσει χωρίς επιτυχία, και… οι Επάνω δυσαρεστήθηκαν.
-
Μα, τι λ έ τ ε; είπα… υπονοώντας ότι τα λόγια της ήσαν αναληθή, εξωφρενικά και παράλογα.
-
Ποιος ήταν ο Δημήτριος Π και η Ελεονόρα Π. που επρόκειτο να…. Τι έλεγε η Αιμιλία Δ. που δεν καταλάβαινα. Έ λ ε γ ε, πως, θα το έριχνα απλά στον πρωινό καφέ τους. Καθότανε απέναντι μου και κοίταζε… που;… με ποια μάτια;. Φαντάστηκα, πως τα μάτια της ήσαν άσπρα. Χωρίς κόρη και ίριδα, μόνον με αριθμούς και δείκτες, όπως τα ρολόγια. Το ρολόι του τοίχου, κτύπησε τρεις. Αγωνιζόμουν να κατανοήσω την κατάσταση, της οποίας ένιωθα σιδηροδέσμια.
-
Ποτέ δεν μπόρεσα, έκτοτε, να απεγκλωβιστώ από την «κατάσταση». Ακόμη κι όταν, ο παγερά, ευγενής κύριος με το μπλε κουστούμι, με ρώτησε αν έχω να δηλώσω κάτι. Ακόμη κι όταν, η σάλα άστραψε από τα φλας των φωτογράφων και, η πόρτα της δεύτερης κρεβατοκάμαρας άνοιξε και, φευγαλέα, είδα το ξαπλωμένο ζευγάρι, αγκαλιασμένο, σαν να είχε κοιμηθεί ανάλαφρα, μετά από ερωτική συνεύρεση. Μύριζε άσχημα, σαν κάποιο ζώο να είχε πεθάνει, και παρέμενε άθαφτο. Άνθρωποι ταραγμένοι, αλλά σοβαροί, με χείλη πελιδνά, πηγαινοέρχονταν και με κοιτούσαν μοχθηρά. Ἢ κοκκινομάλλα με την μπεζ καμπαρντίνα, με εναγκαλίστηκε προστατευτικά και…
-
-Πάμε μου είπε Έξω χιόνιζε. –Μία στιγμή, είπα… έπρεπε να φορέσω το βαθυκόκκινο πανωφόρι μου, αυτό με τον μεγάλο γιακά παλαιάς μόδας. Και να μιλήσω σε κάποιον για την επίβλεψη της γάτας. η Μαυροφέγγαρο κρυβόταν, όταν ένιωθε ότι απειλείται η διπλή μοναξιά μας. Έπρεπε να μεριμνήσω για το ζώο. Έπρεπε…