2–Το σαρκοφάγο σπίτι από το : 13 + ... ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ ΤΡΟΜΟΥ. ( ρεαλιστικά πλάνα με μεταφυσικές υποδομές)
31/08/2016
Κατευθύνονταν στο, πρόσφατα, αγορασμένο σπίτι σε απόμερη ύπαιθρο. Ο δρόμος ήταν ονειρικός, σχεδόν απάτητος, πλαισιομένος από άγριους ιβίσκους και βαγιόδενδρα.. Ένιωθαν ευτυχισμένοι με το απόκτημα.
Χωρίς γείτονες, σαν υπερμέγεθες, αειθαλές λουλούδι το σπίτι, έστεκε με ροζ «πρόσωπο» και, μπλε «μάτια», τα κλειστά του παράθυρα. Πολύ παλαιό, και όμως, συμπαθές. Το εσωτερικό - τελείως διαφορετικό, μουντό, με τοίχους γεμάτους ρωγμές και σκασίματα - φαινόταν πρόσφορο, επιδεκτικό σε αλλαγές και, σαν να εκλιπαρούσε την ανακαίνιση του. Μόνο η μυρωδιά ενοχλούσε, ωσάν κλωβού, όπου επιβίωνε άρρωστο, παραμελημένο ζώο, ή, σαν κάποιος να είχε πεθάνει εκεί, και, να είχε επί πολύ μείνει άταφος.
Ανάγκες ανωτέρας βίας, τους είχαν ωθήσει στην τάχιστη αγορά. Το μέσα σχέδιο, είχαν δει μόνο από το κιτρινισμένο τοπογραφικό και από φωτογραφίες του μεσίτη.
Επέσπευσαν την μετακόμιση. Εν καιρώ, θα έβρισκαν χρόνο και για τον καλλωπισμό του.
Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες, είχαν αφημένο ένα σιδερένιο κρεβάτι με μαδημένο στρώμα και, πάνω του ένα μικρό ημερολόγιο με φαγωμένα φύλλα. Ίσως υπήρχαν εντός, χαρτοφάγα τρωκτικά, άλλα βλαττοειδή, ή πλάσματα κυνηγημένα, ανεπιθύμητα. Στο εξώφυλλο, κολλημένοι δύο αποξηραμένοι μενεξέδες, θωρούσαν ως σβησμένα μάτια τον εισβολέα παρατηρητή, στο άδυτο του. Ο ένας μισός. Το μόνο που μπόρεσε να διαβάσει η γυναίκα, από υπολείμματα των σελίδων, ήσαν δύο μισές φράσεις:… «τρίβω, ξανά και ξανά, αλλά καμμία διαφορά, η μυρωδιά ανεξίτηλη, ίσως να είναι από…», «ακόμη και τον χειμώνα κοιμάμαι έξω, φοβάμαι το…». Η καταγεγραμμένη ημερομηνία ήταν του περασμένου αιώνα… 12/2/1952, απόγευμα ώρα 06.13΄ υπό σφοδρού ανέμου.
Το πρώτο βράδυ κιόλας, ανακάλυψαν το κελάρι, κάτι που δεν τους είχε αναφέρει ο μεσάζων. Μία, αθέατη σχεδόν, πορτούλα, δίπλα στο παλαιικό ντουλάπι της κουζίνας. Στην αρχή, νόμισαν πως ήταν η κλειστή είσοδος ενός μικρού αποθηκευτικού χώρου, και, όχι ότι κατευθυνόταν προς τα κάτω, κρύβοντας ένα μεγάλο, όπως υπέθεσαν, υπόγειο.
Την τρίτη ημέρα, περίεργοι, κατέβηκαν την σκάλα του με φακούς. Το σκοτάδι είχε ένα γαλάζιο χρώμα, σαν να το υποστήριζε μία εσωτερική, ανοιξιάτικη νύχτα - πλήρης από όμορφους ιστούς αραχνών, που, αίφνης τρομαγμένες, έτρεχαν να κρυφτούν στο ημίφως. Κάτι μεγάλο, σαν ίσκιος τεράστιας πεταλούδας, πετάρισε τότε πάνω από τα κεφάλια τους. –Μην φοβάσαι, της είπε ο άντρας, μία αθώα νυχτερίδα είναι, που, θα έχει την διέξοδό της σε κάποιο κρυφό άνοιγμα. Ας την ονομάσουμε Antonia. Είναι φίλη μας.
Ο χώρος έζευε. Το θεώρησαν φυσικό. Ίσως, πεθαμένα από πείνα ποντίκια ή, άλλα μικρά, δυστυχισμένα ζώα του δάσους που, είχαν πιστέψει ότι βρήκαν εκεί καταφύγιο, αλλά παγιδεύτηκαν.
Ο άντρας έλειψε κάποια ημέρα. Η γυναίκα τότε, άκουσε για πρώτη φορά την φωνή. Ήταν μελωδική, σαν από το στόμα μίας άλλης γυναίκας, πολύ νεώτερης. -Με λένε Αμαρυλλίς… με λένε Αμαρυλλίς… πεινάω, πεινάω…
Ταράχτηκε, αλλά δεν τα έχασε. Μάλλον η φαντασία της, θα είχε πλέξει ένα τέτοιο ακουστικό όραμα, εξ αιτίας της μοναξιάς, στην οποία δεν ήταν εξοικειωμένη.
Αυτό, συνέβη και μία δεύτερη και μία τρίτη φορά, πάντα όταν έλειπε ο άντρας. Στο τέλος, το συνήθισε και, ελευθέρωσε τον εαυτό της από φόβους, ώστε, να μπορεί να προσλαμβάνει αυτό το περίεργο υπέρλογο, ηχητικό συμβάν, που μάλιστα, είχε αρχίσει να την γοητεύει.
Κάποια επόμενη φορά, μετά από τα λόγια, σαν να ακούστηκε και ένα σιγανό κλάμα, που, ερχόταν από το πουθενά ή, από παντού μέσα στο σπίτι. Ώστε είχε αποκτήσει λοιπόν, μία φίλη παράξενη;… ένα φάντασμα ίσως;… ανέκαθεν, συνειδητά ή μη, είχε την παράλογη επιθυμία να γνωρίσει, έστω ένα.
Πλησιάζοντας προς το κελάρι, διαπίστωνε πως η φωνή γινόταν πλησιέστερη.
Άρχισε κι εκείνη να μιλά στο στοιχειό του σπιτιού, που, το ένιωθε, μάλλον φιλικό: "Καλό μου σπίτι, αρχίζω και σε αγαπώ, θα σου στολίσω με πικροδάφνες, μανταρινόδενδρα και πασχαλιές τον κήπο.... θα φέρω τρυφερές γάτες, σιωπηλές και φιλήδονες να μας κάνουν συντροφιἀ, γάτες πολλές... με παράξενα ονόματα.
Κάποιο απόγευμα που, και πάλι έλειπε εκείνος, αποφάσισε να πάρει τον φακό και να επισκεφτεί το κελάρι. Η φωνή πια, στην πορεία, άρχισε να χαιδεύει το αυτί της, γινόταν όλο και περισσότερο προσβάσιμη, κάτι που επρόκειτο να γίνει δικό της, να το ενσωματώσει και να ενσωματωθεί.
Νάσου την λοιπόν, εντός μίας γαλάζιας ομίχλης, λίγο φοβικής. Πάλι η έωλη μυρωδιά, οι αράχνες και… το μικρό, μισοφαγωμένο πτώμα ενός pipistrelus pipistrelus. Ίσως, ήταν το χειρόπτερο που του είχαν δώσει το όνομα Antonia, η μελλοντική φίλη τους, αλλά κατασπαραγμένο.
Η δέσμη του φακού της, τώρα, φώτιζε έναν μεγάλο τοίχο. Επάνω στην πέτρα, ήταν στερεωμένος χαλκάς από σίδερο, απ όπου κρεμόταν χοντρή μακριά αλυσίδα, καταλήγοντας σε λαιμοδέτη. Μία κουνιστή πολυθρόνα από ψάθα, σπασμένη και παλιά, ελάχιστα ορατή, αλλά πλησίον της, της φάνηκε ότι έτριξε αμυδρά. Πάνω της, μία αρχαία κούκλα, χωρίς μαλλιά μάτια και μύτη - νόμισε πως - ανέπνεε. Πως, σαν να ήταν ένα ζωντανό παιδί που, κάποιος είχε προσπαθήσει να φάει, τάχα (;). Οι δαγκωνιές ήσαν ευδιάκριτες, ή μήπως προιόν αυθυποβολής;. Πήρε την κούκλα στην αγκαλιἀ της.
Η λογική έλεγε πως θα υπήρχε εξήγηση, ή, πως η κατάσταση ήταν κύημα φαντασιοπληξίας. Ξάφνου, την έζωσαν όλα τα παραμυθένια φόβητρα των παιδικών της χρόνων.
Άρχισε υποδόρια να ανησυχεί, αλλά και να έλκεται. από την επικείμενη εμπειρία. Η δέσμη του φακού της, όπως διέτρεχε τον χώρο, φώτισε φαγωμένα σάρωθρα, σπασμένους κουβάδες και έναν σωρό από βρώμικες πετσέτες και σφουγγαρόπανα. Μα τόσα πολλά, τ ό σ α πολλά;,Ένα ολόκληρο νεκροταφείο αχρείαστων πραγμάτων.
Από πάντα της, μισούσε τις οικιακές εργασίες και, τώρα… ιδού ένας εφιάλτης πολύ πραγματικός περί τη οικοκυροσύνη. Ιδού, αποθηκευμένα, τα σύνεργα καθαρισμού αμέτρητων χρόνων, εντελώς περιττά και άχρηστα. Τεκμήρια βασανισμού ανθρώπινων χεριών που, έ π ρ ε π ε να παραμένουν εκεί, άραγε γιατί;.
Δεν πρόλαβε να πει ή να σκεφτεί κάτι άλλο..
Ε κ ε ί ν ο της επιτέθηκε.