το ΕΠΙΤΕΜΝΕΙΝ ενός μεγάλου διηγήματος με τίτλο Ο ΤΟΙΧΟΣ.

 

να κοιτάζει μόνον τον απέναντι τοίχο. κανένα κάδρο. κανένα καρφί. ένα κίτρινο τίποτα. κίτρινο φαγωμένο, να τείνει προς το ωχρό. στο δωμάτιο ένα σιδερένιο κρεβάτι, γυμνό. με στρώμα παλαιό, σαν αυτά με τις ρίγες που είχαν και οι πυτζάμες κάποτε. με λεκέδες ανεξίτηλους τα σεντόνια. από ούρα, αίμα και άλλα σωματικά εκκρίματα, αρχαία. από ανθρώπινα βασανισμένα σώματα, που πέρασαν, ακούμπησαν και, έφυγαν για ένα άγνωστο τίποτα. μία μικρή ντουλάπα από φορμάικα. με ένα άδειο νυχτικό, χωρίς ρόλο και ένα μαραμένο φουστανάκι για τον εδώ ερχομό ή, την απαγορευμένη έξοδο. ένα κομοδίνο επίσης από το ίδιο υλικό. επάνω τα φάρμακα, δηλητήρια. ένα ρολό από χαρτί με υποτυπώδεις πεταλούδες και ένα βαζάκι με γλυκό κυδώνι, πετρωμένο. να κοιτάζει τον απέναντι τοίχο με την έρημο του σώματος.. κίτρινο τοίχο, που τείνει στο ωχρό. το παράθυρο να έχει κάγκελα. κι απ έξω τα περαστικά πουλιά. οι μύγες, οι σφήκες και τα φευγαλέα οχήματα. με ένα κομμάτι ουρανού, πότε μαύρο, πότε μπλε, πότε λιλά, πότε αχνό γαλάζιο. να διασχίζεται από μακρινά αεροπλάνα, φορτωμένα ανησυχίες, ευτυχίες, αγωνίες, προσδοκίες. αλλά εκείνη να κοιτάζει μόνον τον απέναντι τοίχο. κίτρινο τοίχο, άδειο, φαγωμένο προς το ωχρό. όλη μέρα, ως το μεσημέρι που θα την ταίσουν χόρτα. όλα να έχουν την γεύση των χόρτων, και το κρέας και το αυγό, και το τυρί και η μαρμελάδα. κι ύστερα να της ανοίγουν το στόμα, να ρίχνουν στην χοάνη του τα χάπια. ο ύπνος να έρχεται ακαριαίος, σαν δήμιος που της παίρνει αίφνης το κεφάλι. αγνοούμενη για οκτώ ώρες τη νύχτα, και για δύο το μεσημέρι. ύστερα να σηκώνεται και να κάθεται στην πάνινη πολυθρόνα, γυμνή από μέσα, με μία ελαφριά καμιζόλα του ιδρύματος. δεν θέλει εσώρουχα και σανδάλια. τα παραμορφωμένα δάκτυλα να πατούν τη δρόσο του δαπέδου. εξάλλου την βάζουν στο λουτρώνα κάθε ημέρα. βρέχει καθαρτήρια βροχή εκεί, και νομίζει πως περπατάει σε έναν έρημο δρόμο με καταιγίδα, όπως της άρεσε κάποτε να κάνει. έχει ζητήσει να της ξυρίζουν το κεφάλι. να της κόβουν σύριζα τα νύχια. να μην της μιλούν. να μην βλέπει πρόσωπα. κυρίως να μην έρχονται φαντάσματα, ακόμη και των κάποτε αγαπημένων. να κάθεται αντίκρυ από τον τοίχο και να τον μετράει, χωρίς εύτακτους αριθμούς. να περιπλανάται μόνο σε αυτό το κίτρινο, το φαγωμένο προς το ωχρό. ούτε οιονεί ως δύτης μίας ταπεινής χαράς, όλη την ημέρα, ως την προβλεπόμενη μελαγχολία της δύσης. να περιμένει μόνο ένα. αυτή την κατάσταση στην οποία προυπήρξε πριν έλθει στη ζωή ως προϊόν τύχης, έρωτος ή ατυχίας. προσμονή της είναι η μοιραία ανυπαρξία, και, έχει την υπομονή της πέτρας και του αιωνόβιου βουνού. ένα όρος μικρό κι η ίδια, από μαλακή, ασάλευτη σάρκα, που δεν σκέπτεται, που έχει κλείσει την πόρτα στους συλλογισμούς κατοικώντα στο πλήρες σκοτάδι, αυτό του απέναντι τοίχου, κίτρινο προς το ωχρό." αυτοθέλητα". δεν πάσχει από άνοια. δεν είναι παράφρων. απλά επέλεξε. αναχωρήτρια εκ της μάχης, να επιβιώσει σε έναν περίπου μοναστικό βίο. περίεργο, άνευ προσευχών. αν και γυναίκα τίμια, δοσμένη στην ιδέα που το δίκαιο χαρακίρι κάνει γενναίο το σώμα, αποφάσισε να το επιτελέσει αργά. χωρίς να τιμωρήσει κανέναν, με έναν αιφνίδιο θάνατο. να μην θέλει να έρχεται κανείς επισκέπτης. ελάχιστοι έτσι κι αλλιώς να έχουν απομείνει. κι εξάλλου, όλοι ήσαν, και είναι τόσο απορροφημένοι, αφιονισμένοι με την ελάχιστη ζωή τους μέσα στην μακάρια αιωνιότητα..... κάποτε υπήρξε σπουδαία ποιήτρια. της άρεσε η θάλασσα. τα ζώα. ο άνεμος. είχε φίλους. εραστές. ήταν μητέρα. άκουγε ολημερίς μουσική και ολονυχτίς. μαγείρευε μέσα απ την φαντασία. σχεδίαζε έπιπλα και περιδέραια. τραγουδούσε. ζωγράφιζε.προσκαλούσε το πεπρωμένο να της πει τα μυστικά του. κυρίως όμως ήταν θαρραλέα. μία γροθιά ορθωμένη. ένα χάδι σε ετοιμότητα. ένα φιλί προ των πυλών της σάρκας. κάποτε ήταν και πολύ όμορφη, άχρηστη και πρόσκαιρη η ομορφιά της. δεν ωφέλησε σε τίποτα. μόνο κάτι αντρικά πάθη, ευάλωτα και μικρού βίου. νεκρά λεπιδόπτερα ανάμεσα στα φύλλα του μαθητικού τετραδίου με τα γυμνάσματα της ζωής της.

                                                                                          του Μπεμέν