Ο Κος Πενθήμερος, 42. Η Σουρεαλιστική έκθεση στο Παρίσι,1938

Η αντίδραση στο Ζντανοφισμό από τη μεριά της ολιγόζωης, δυστυχώς, F.I.A.R.I. (Ομοσπονδίας Ανεξάρτητης Επαναστατικής Τέχνης) καθόριζε έτσι τη θέση της:

«Υπό την επιρροή του ολοκληρωτικού καθεστώτος της ΕΣΣΔ ή μέσω των λεγόμενων μορφωτικών οργανισμών που αυτή ελέγχει σε άλλα κράτη, έχει απλωθεί στον κόσμο ένα αδιαπέραστο μισοσκόταδο που αντιμάχεται την ανάδειξη οποιασδήποτε πνευματικής αξίας. Ένα μισοσκόταδο από λάσπη και αίμα μέσα στο οποίο περιφέρονται –μεταμφιεσμένοι σε διανοούμενους και καλλιτέχνες– άνθρωποι που έκαναν τη δουλοπρέπεια κανόνα, κίνητρο την αποκήρυξη των ίδιων τους των αρχών λίγο διεστραμμένων, την πληρωμένη ψευδομαρτυρία μια συνήθεια και τη δικαιολόγηση του εγκλήματος μια απόλαυση».

Ο Τρότσκι κατηγορείτο για αναρχισμό, παρέκκλιση και τα τοιαύτα. Ο Μπρετόν είχε αποχωρήσει από το Κόμμα αλαλάζοντας. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο η συνάντηση τους  να προκαλέσει σχόλια και συκοφαντίες: ο αναρχοαστός Μπρετόν συναγελάζεται και συνεργάζεται με τον εχθρό, τον χιτλεροαναρχικό Τρότσκι ο οποίος χρησίμευσε για τα χρόνια του μεσοπολέμου ως ο κατεξοχήν αποδιοπομπαίος τράγος στον Στάλιν.

Οι σουρεαλιστές που είχαν κόψει με το μαχαίρι τη σχέση με το Κόμμα προσανατολίζονταν προς μια «αριστερή αντιπολίτευση» που είχε δεσμούς και με τον Τρότσκι –τροτσκισμός ακόμη δεν είχε δημιουργηθεί ζώντος του Τρότσκι παρά μόνο στα μυαλά των διωκτών του, αλλά και προς τον αναρχισμό.

Το νέο αίμα που εισήλθε στις φλέβες του κινήματος που είχε πια –μετρώντας από το ‘24 – 14 ολόκληρα χρόνια ζωντανής και αδιάκοπης δραστηριότητας  έδωσε νέα ώθηση.

Και δεν ήταν μόνο ο Νταλί του οποίου η παρουσία και η δημιουργικότητα, η έμπνευση και το ταμπεραμέντο υπήρξαν σαρωτικά στα πρώτα χρόνια και που εκτιμήθηκε δεόντως από συντρόφους και κοινό, ήταν και ο Μιρό, ο Έρνστ, ο Τανγκύ. Ήταν όμως και οι μόλις εμφανισθέντες και μη εξαιρετέοι: Ντομίνγκες, Πάαλεν, Χανς Μπέλμερ, Μάττα, η Τουαγέν και «ο προφήτης» Μπράουνερ. Στα σκαλιά της έκθεσης μια λατέρνα έπαιζε τη μελωδία:

«Στον κύριο Πο, στον κύριο Λι, στον κύριο Σι στον κύριο Νελλ…» που όπως εξηγεί ο μεταφραστής του Οι ‘σουρεαλιστές’ του Φιλίπ Οντουάν, Δ. Δημούλης –σήμαινε Πο – λί –σι – νέλλ (Po–LLI CHI – NELLE) δηλαδή: το γαλλικό όνομα του κωμικού προσώπου της ναπολιτάνικης φάρσας.

Στο προαύλιο οι επισκέπτες αντίκριζαν ένα παλιό ταξί που είχε φτιάξει ο Νταλί.

«Στο εσωτερικό του υπήρχε ένα μεγαλοφυές σύστημα σωληνώσεων που έριχνε καταρρακτώδη βροχή πάνω σε δύο κούκλες, έναν οδηγό με κεφάλι σκυλόψαρου και μια αναμαλλιασμένη ξανθιά με βραδινή τουαλέτα που καθόταν στο πίσω κάθισμα ανάμεσα σε μαρούλια και αντίδια, πάνω στα οποία άφησαν άφθονο σάλιο κάτι σαλιγκάρια Βουργουνδίας».

Η αφήγηση είναι του νεαρού, τότε, μέλους Μαρσέλ Ζαν, ο οποίος θυμάται με νοσταλγία, είκοσι χρόνια αργότερα, αυτό το παράξενο αμάλγαμα λυρισμού και σκανδάλου. (Να σημειώσω πως το ταξί βρίσκεται σήμερα στο Φιγκέρας όπου στεγάζεται το Μουσείο Νταλί, το οποίο διακρίνεται  πριν καν μπεις στην πόλη λόγω των υπερμεγέθων αυγών).

Ο επισκέπτης συνεχίζοντας στα ενδότερα της έκθεσης δοκίμαζε και άλλες εκπλήξεις που προκαλούσαν ανάμεικτες εντυπώσεις γιατί και αυτές κινούνταν ανάμεσα στο παράλογο, το ρεαλισμό έναν ιδιότυπο λυρισμό, και κυρίως διέπονταν από την παρωδία, το αλλόκοτο και το γκροτέσκο.

 

Ας συνεχίσουμε κι εμείς μαζί με τον Κο Πενθήμερο και μια πολύ όμορφη γυναίκα που αυτός δεν έχει συναντήσει ακόμη κι εκείνη αγνοεί την ύπαρξή του. Η Ελεωνόρα αυτό είναι τ’ όνομά της έχει κάνει λαμπρές σπουδές στο Παρίσι. Είναι αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων, θεωρητικός τέχνης και γκαλερίστα. Η Ελεωνόρα είναι κάπου 8 η 9 χρόνια νεώτερη από τον Τηλέμαχο, είναι λάτρης μεταξύ άλλων του Μπαρόκ, του Ιμπρεσιονισμού και των κινημάτων τέχνης του 20ου αιώνα. Διαθέτει ένα σίγουρο θεωρητικό οπλοστάσιο αλλά είναι ανοιχτή στις νεότερες έρευνες γύρω από τη μοντέρνα τέχνη  και είναι αρνητική απέναντι στον μεταμοντερνισμό.

Παραδέχεται βεβαίως κάποιους καλλιτέχνες που βλέπει πως συνέβαλαν στην εξέλιξη της μεταπολεμικής τέχνης. Μελέτησε τους καταστασιακούς, την κοινωνία του θεάματος, αλλά η μεταμοντέρνα και μεταμεταμοντέρνα σούπα της στέκεται στο στομάχι. Γι’ αυτήν δεν είναι τόσο δυσχερές όπως για τους αμύητους να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι.

Η Ελεωνόρα θα μας ξεναγήσει στην υπόλοιπη έκθεση μέσω ενός ντοκυμαντέρ που αναπαριστά, με κάποια σχετική πιστότητα, τη μεγάλη σουρεαλιστική έκθεση που έκανε πάταγο στο χειμερινό Παρίσι του ’38 και ξεσήκωσε πολλές εντάσεις, διαξιφισμούς, απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ενώ σκόρπισε ευφροσύνη σ’ όσους είχαν μάτια ανοιχτά και πνεύμα ελεύθερο.

1454580_751682264927512_2228447119868370382_n

Μετά το ταξί έπρεπε να περάσεις διαμέσου μιας τιμητικής φρουράς από κέρινα ομοιώματα. Κάθε μέλος της ομάδας που συμμετείχε στην έκθεση είχε αναλάβει να φτιάξει μια κούκλα. Η Ευγενία σεναριογράφος και αφηγήτρια του ντοκυμαντέρ λέει:

 «Η πιο επιτυχημένη ήταν η κούκλα που φιλοτέχνησε ο Αντρέ Μασόν, ο οποίος τοποθέτησε το κεφάλι της σ’ ένα κλουβί. Της φόρεσε ένα βελούδινο φίμωτρο και κέντησε πάνω του έναν πανσέ. Η κούκλα φορούσε όλο κι όλο ένα μικροσκοπικό εσώρουχο με στρας. Την κεντρική αίθουσα είχε διαμορφώσει ο Μαρσέλ Ντυσάν. Με μεγάλη δυσκολία διέκριναν οι επισκέπτες τους πίνακες που ήταν αναρτημένοι λόγω του σκότους που επικρατούσε. Γι αυτό τους μοίρασαν κλεφτοφάναρα. Έτσι θύμιζαν κλέφτες που βολιδοσκοπούσαν τη λεία τους, λίγο πριν την αρπάξουν. Φαντασθείτε μια τεράστια θολωτή σπηλιά φτιαγμένη από 1200 σακιά κάρβουνο, κρεμασμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Το έδαφος της σπηλιάς είχε ανεπαίσθητες πτυχώσεις, επειδή ήταν σκεπασμένο από ένα παχύ στρώμα φύλλων που υποχωρούσε στα βήματα των επισκεπτών και έκανε εκείνο το γνώριμο θόρυβο που κάνουν τα ξερά φύλλα όταν τα ποδοπατούν στο δάσος. Σ’ ένα κοίλωμα έβλεπες ξαφνικά, σαν σε παραίσθηση, μια λίμνη με νούφαρα και καλάμια.Το ίδιο πραγματική όσο και τα ξερά φύλλα. Ένιωθες σα να βρίσκεσαι στο τούνελ ενός λούνα παρκ και η μια έκπληξη διαδεχόταν την επόμενη. Κι ενώ όλα έμοιαζαν αληθινά, ήταν ταυτόχρονα ονειρικά, απατηλά, προσωρινά.

Στη συνέχεια συναντούσες ένα υπόγειο ξέφωτο που συνδύαζε στοιχεία του έξω και του μέσα κόσμου όπου δέσποζε ένα μεταλλικό μαγκάλι, πανομοιότυπο με αυτό που βρισκόταν στο cafe, όπου σύχναζαν οι σουρεαλιστές. Αυτό το μαγκάλι ήταν το σύμβολο της φιλίας. Όσο για κείνο της αγάπης, δεν ήταν άλλο παρά ένα γιγάντιο και πολυτελές κρεβάτι με χρυσοκέντητο σατέν ριχτάρι»