Η Πίστη, η Ελπίδα, η Σοφία, η Αγάπη, η Ευφημία και η Ειρήνη

Ο κύριος Κλεομένης έχει δύο αγόρια. Ο ένας είναι παντρεμένος αλλά δεν έχει παιδιά.

Ο άλλος γιος έχει και παιδιά και γυναίκα. Τον πρώτο τον λένε Αριστοτέλη. Τον βάφτισε στην εκκλησία. Τον βούτηξε στην κολυμπήθρα. Αλλά αυτός όταν μεγάλωσε έκοψε  τ’ όνομα του στα δύο. Τώρα τον φωνάζουν Άρη.

Τον άλλο τον έβγαλε Αλέξανδρο. Οι φίλοι του τον φώναζαν από μικρό Αλέκο για συντομία και οικονομία λόγου.

Τη γυναίκα του Αλέξανδρου την λένε Ευφημία. Έτσι την φωνάζουν όλοι ως σήμερα.

Της έδωσαν το όνομα της γιαγιάς της που την αγαπούσε πολύ, αν και όταν ήταν μικρή δυσκολευόταν να προφέρει τ’ όνομα της. Κόλλαγε σ’ αυτό το Ευ.

Στο σχολείο έμαθε πως το ευ πάει να πει καλό. Άκουσε και το» ουκ εν τω πολλώ το ευ», και ησύχασε κάπως.

Κάποια στιγμή στο σχολείο κάποιες συμμαθήτριές της την φώναζαν Ευ. Κι αυτή στην αρχή θύμωνε.

Έπειτα όμως άλλαξε γνώμη και της άρεσε που μ’ αυτό εννοούσαν το καλό. Δεν της άρεσε όμως που αυτό το καλό ήταν ουδέτερο. Ένοιωθε περίεργα μ’ ένα άφυλο όνομα.

Σιγά – σιγά οι φίλες της πείστηκαν, πως δεν ήταν σωστό αυτό που έκαναν στη φίλη τους και άλλαξαν στάση. Έτσι φώναζαν την Ευ, Φήμη. Τελικά, η Ευφημία μπερδεύτηκε. Δεν ήξερε ποιο όνομα ήταν καλύτερο. Το καλό, ή η  Φήμη: Το χειρότερο ήταν φυσικά πως αντί για ένα, είχε δύο ονόματα – για την ακρίβεια, μαζί με το Ευφημία, τρία.

Εκείνη σκέφτηκε μια ολόκληρη νύχτα τι έπρεπε να κάνει. Συμβουλεύτηκε λεξικά κυρίων ονομάτων. Πάλι όμως δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να αντιδράσει. Και μάλιστα βίαια.

Έπειτα οι τρεις τους: η Σοφία, η Πίστη και η Ελπίδα ήταν πάντα και οι τρεις μαζί σαν να ήταν η Αγία Τριάς. Ήταν και οι τρεις ισοϋψείς, είχαν την ίδια κόμμωση και φορούσαν ρούχα τρέντυ..

Την άλλη μέρα από εκείνη την ολονυχτία της Ευφημίας ήρθε ένα καινούργιο κορίτσι στο σχολείο. Δεν έμοιαζε  στην Ευφημία,  ήταν έξυπνη και καλοφτιαγμένη, πάντα καθαρή και περιποιημένη, με άψογο παρουσιαστικό και το κυριότερο δεν έλεγε βλακείες.

Το καινούργιο κορίτσι της συστήθηκε. Τη λέγανε Αγάπη.

Δεν ήξερε φυσικά καμιά τους. Ήταν όμως καταδεκτική, προσιτή και ευπροσήγορη. Το βλέμμα της ακτινοβολούσε όταν σε κοιτούσε. Η Ευφημία ενθουσιάστηκε από τη νέα αυτή γνωριμία.

Από την αρχή. Έγιναν αχώριστες. Οι τρίδυμες όταν τις έβλεπαν μαζί, τους γύριζαν την πλάτη.

Η Ειρήνη ήρθε αργότερα. Αυτή δεν ήταν ειρηνική, όπως δήλωνε τ’ όνομα της. Αλλά περιέργως τα πήγε καλά με τις άλλες δύο. Κι αυτό έγινε αμέσως μόλις πάτησε το πόδι της στο σχολείο.

Η Πίστη, η Σοφία και η Ελπίδα αναγκάστηκαν να γίνουν φίλες με τις άλλες τρεις, αλλά ποτέ δε χάλαγαν τη δική τους τριάδα. Έφεραν βαρέως το γεγονός πως είχαν χάσει το παιχνίδι τους. Αλλά ήταν τόσο εγωίστριες που δεν μπορούσαν να δεχτούν πως έχασαν τη μάχη.

Με μισή καρδιά απεύθυναν το λόγο στην Ευφημία και προσπαθούσαν να την ξεμοναχιάσουν για να της τα πουν ένα χεράκι. Όχι πως θα τόλμαγαν να την ξανακοροϊδέψουν. Ήθελαν μόνο να τη βρουν μονάχη της. Το γιατί δεν το ήξεραν. Μάλλον γιατί η Πίστη, η Σοφία και η Ελπίδα ήταν κάτι πολύ σπουδαίο η καθεμία και οι τρεις μαζί, κάτι ισχυρό, και νόμιζαν πως είχαν δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλουν σε όποιον θέλουν.

Η Σοφία σκεφτόταν, η Πίστη την πίστευε και η Ελπίδα δεν είχε τίποτα να περιμένει αν έμενε μόνη της, αλλά ήθελε να φύγει και ν’ αφήσει τις δύο άλλες μονάχες τους. Δεν υπήρχε ελπίδα πια κι αυτές έδειχναν να μην  χρειάζονται ούτε την ίδια ούτε την ελπίδα της.

Αποφάσισε λοιπόν για να μην της κάνουν οι άλλες δύο το βίο αβίωτο, να τις εγκαταλείψει και να μπει στην παρέα της Ευφημίας.

Αποτέλεσμα η Σοφία και η Πίστη άρχισαν να κατηγορούν η μία την άλλη για την προδοσία της Ελπίδας. Ώσπου η Πίστη δεν ήθελε να ξαναδεί τη Σοφία, ούτε ζωγραφιστή. Η Σοφία έπεσε να πεθάνει από το κακό της. Βάρυνε κιόλας από την πολύ σοφία που κουβαλούσε στο κεφάλι της. Ήταν που ήταν μεγάλο, μεγάλωσε κι άλλο και όλες τη φώναζαν υδροκέφαλη.

Έτσι απομονωμένη που ήταν πλέον έγινε και δακτυλοδεικτούμενη. Υπεύθυνη για όλα. Για τη διάλυση της συντροφιάς της, για τη χλεύη στην Ευφημία. Αλλά ακόμα και για τις γνώσεις που είχε σωρεύσει. Ήξερε περισσότερα από  κάθε συμμαθήτρια της και από τους καθηγητές της. Το κεφάλι της θύμιζε όχι βιβλιοθήκη, αλλά ωκεανό γνώσεων. Μαζί με την άμμο που τον περιβάλλει.

Μια ηλιόλουστη, αμέριμνη, χαρούμενη μέρα ακούστηκε ένας φοβερός θόρυβος στο προαύλιο που δημιούργησε ανησυχία και απορίες.

Τα παιδιά έτρεξαν αμέσως τρομαγμένα προς την εστία του θορύβου. Αυτό που αντίκρισαν στη μέση του προαυλίου ήταν μασημένα χαρτιά και αμάσητα χαρτιά με γράμματα, τυπωμένα, σχισμένα εξώφυλλα βιβλίων που ήταν αδύνατον να διακρίνεις τον τίτλο τους. Όλα αυτά τα χαρτιά ήταν πασπαλισμένα σάλια, μακαρόνια, πίτσες, σοκολάτες.

Σαν να είχε ξεράσει κάποια όχι από το στόμα της αλλά από το κεφάλι και το στόμα της ταυτόχρονα. Τα κορίτσια ανακατεύτηκαν. Προσπάθησαν όμως και τα κατάφεραν να συγκρατηθούν Γρήγορα όμως διαπίστωσαν πως η Σοφία έλειπε. Χωρίστηκαν σε ομάδες και έψαξαν παντού. Δεν βρήκαν κανένα ίχνος της Σοφίας. Ούτε μέσα στο σχολείο, ούτε έξω από αυτό.

Η Σοφία εξαφανίστηκε και δυστυχώς ως σήμερα αγνοείται.

Φυσικά η Αγάπη, η Ευφημία, η Ειρήνη, η Ελπίδα και η Πίστη λυπήθηκαν. Είπαν πως χάθηκε το πιο σοφό κορίτσι του σχολείου τους.

Πέρασε καιρός.

Στην εκδρομή της τελευταίας τάξης του Λυκείου τα κορίτσια χωρισμένα σε δυάδες, τριάδες, τετράδες διασκέδαζαν και γελούσαν αμέριμνα. Τότε μόνο θυμήθηκαν μια λεπτομέρεια, που όμως δεν ήταν ούτε μικρή, ούτε λεπτομέρεια. Η Σοφία είπαν δεν γελούσε ποτέ. Ποτέ δεν ήταν αμέριμνη. Ξένοιαστη,με ασυννέφιαστο πρόσωπο.

Και γέλασαν εκείνες για λογαριασμό της.