Ο Κος Πενθήμερος, 40. Ο Τηλέμαχος, τα χαστούκια και ο Περέ

 Ο Κος Πενθήμερος πρώην εργαζόμενος επί 33 συναπτά έτη.

Μόνος και μοναχικός. Εργένης εκ πεποιθήσεως, ή επειδή έτυχε;

 

Το άφησε να συμβεί. Δεν έτυχε αδελφέ. Δεν το κυνήγησε. Ποτέ. Φοβόταν;

Η μητέρα απόμακρη, απούσα, αυταρχική, Μισούσε τον άντρα της. Δεν εύρισκε κανένα ενδιαφέρον στο γιο της. Είχε απομακρυνθεί προ πολλού απ’ αυτόν. Αδιαφορούσε γι’ αυτόν, ή  τον αποστρεφόταν επειδή ήταν γιος του πατέρα του. Του πρώην άντρα της.

Η μητέρα ζούσε τη ζωή της απαλλαγμένη από την ανδρική παρουσία. Περνούσε καλύτερα με τις γυναίκες νεώτερες ή συνομήλικες. Γυναικοπαρέα. Ο μόνος αρσενικός εκεί μέσα ήταν ο Τηλέμαχος. Ο Μάχος της κάποτε, όταν ήταν μικρός και ντροπαλός και ευαίσθητος πολύ, για νάναι γιος της. Καλά έλεγε ήτανε γιος του πατέρα του αυτός και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει απ’ το σπίτι. Να μην τον συναντά καν –μέσα στο ίδιο σπίτι βλέπεις– πότε – πότε. Είχε μεγαλώσει πια, αρκετά. Έπρεπε να αυτονομηθεί. Είχε τα εφόδια. Δόξα το θεό. Κι έφυγε. Έπιασε δικό του σπίτι.

Δεν βλέπονταν σχεδόν καθόλου πια. Εκείνη είχε τις παρέες της και τους έρωτές της. Για τα κορίτσια. Εκείνος άρχισε και τέλειωσε τις σπουδές του χωρίς να χάσει χρόνο και μπήκε μάλλον εύκολα στην εταιρεία. Μετά από 5 ή 6 συνεντεύξεις. Τα τυπικά προσόντα του ήταν επαρκή. Το παρουσιαστικό του μάλλον αδιάφορο. Δεν τον πρόσεχες. Περνούσε απαρατήρητος και του Τηλέμαχου του άρεσε αυτό. Το προτιμούσε απ’ οτιδήποτε άλλο. Άφησε επιθυμίες, ευαισθησία, όνειρα και προοπτικές για κάτι άλλο στα συρτάρια που ήταν παραγεμισμένα από χαρτιά γραμμένα κι από τις δύο πλευρές. Πυκνά έγραφε τότε. Τα περισσότερα συρτάρια του είχαν δύο ειδών πράγματα. Μικρές συλλογές και ημερολόγια. Κείμενα προσωπικού χαρακτήρα.

 

«Σβέλτα και ζωηρά σαν

Μπάτσος που χτυπάει έναν εργάτη»

 

Διαβάζει ο Κος Πενθήμερος τον στίχο ενός εκ των ιδρυτών του σουρεαλισμού που παρέμεινε πάντα αντισυμβατικός, αδιάλλακτος,του Μπενζαμέν Περέ. Αυτός ο μπάτσος που σταματάει με δύναμη στο μάγουλο ενός εργάτη του θυμίζει τ’ άλλα εκείνα χαστούκια, τότε που ξεκίνησε να διαβάζει τα φυλλάδια για την ιστορία Νταντά και σουρεαλισμού στην τουαλέτα. Και  λίγο πιο πίσω απ’ το νταντά εκεί στις αρχές του 20ου αιώνα το «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Από κει άρχισαν όλα, όχι μόνο για τον αδιάλλακτο και επαναστάτη σουρεαλισμό αλλά και για τον ίδιο όταν του έδειξαν την έξοδο από το γραφείο, την μόνη δική του ως τότε πραγματικότητα, την πενθήμερη εργασία. Ύστερα ήρθε η συμπόρευση Νταντά και σουρεαλισμού πριν το 1ο Μανιφέστο και το χαστούκι που έδωσε ο Μπρετόν στον Τριστάν Τζαρά και πήρε τη θέση του αναμφισβήτητου ηγέτη. Και τέλος το χαστούκι στον σοβιετικό συγγραφέα Έρενμπουργκ που συκοφαντούσε τον σουρεαλισμό και τον ηγέτη του.  Έπειτα απ’ αυτό η ρήξη με το Κόμμα. Η αυτοκτονία του Κρεβέλ…

Λίγο πιο πίσω, το 1933 ο Καντίνσκυ, αυτός ο σπουδαίος Ρώσος καλλιτέχνης, που ηγεμόνευσε στη ζωγραφική της εποχής του, αφού πέρασε από τον Γαλάζιο Καβαλάρη, τον εξπρεσιονισμό, από την αναπαραστατική ζωγραφική στην αφαίρεση, (έγραψε το «Για το πνευματικό στην Τέχνη» –το μανιφέστο του– έζησε τα χρόνια της Βαϊμάρης και αγκαζέ με τον επίσης μεγάλο Γερμανό ζωγράφο Πάουλ Κλέε άφησαν τη σφραγίδα τους και στο Μπάουχαουζ του Γκρόπιους) έγινε το τιμώμενο πρόσωπο στο σαλόνι των ανεξαρτήτων (salon de surindependants).

Επί δυο μήνες, το πλήθος, ένα πλήθος περίεργο, σαρκαστικό, νευρικό και ανήσυχο ερχόταν να επισκεφθεί, να γνωρίσει και –γιατί όχι– να δρέψει τους καρπούς του σουρεαλισμού που μέτραγε πλέον 14 χρόνια δημιουργικής ζωής. Σ’ εκείνη την λαμπρή έκθεση ο σουρεαλισμός κατήγαγε μια μεγάλη νίκη και απέδειξε περίτρανα την κυριαρχία του στην τέχνη της εποχής.

Το 1934 απομακρύνθηκε ο Ρενέ Σαρ και προσχώρησε ο Ντομίνγκες. Σουρεαλιστικές εκθέσεις έλαβαν χώρα στην Κοπεγχάγη, στα Κανάρια Νησιά, στην Πράγα, αλλά και στο Λονδίνο. Σ’ όλους αυτούς τους τόπους ταξίδεψε ο Μπρετόν προσαρτώντας τη μία ομάδα μετά την άλλη στη σουρεαλιστική επικράτεια.

Το 1937 ο Αρτώ κλείνεται στο ψυχιατρείο. Ενώ προσχωρούν στο κίνημα η Λεονώρα Κάριγκτον, κι ο Χανς Μπέλμερ, μια ιδιάζουσα ζωγραφική ιδιοφυΐα με πολύ προσωπικό δαιμονικό ύφος που προσομοιάζει σ’ εκείνο του Κούμπιν.

Την ίδια χρονιά πραγματοποιήθηκε σουρεαλιστική έκθεση στην Ιαπωνία. Ο Μπρετόν γράφει τον «Τρελό έρωτα».Το ’38 γίνεται έκθεση στο Παρίσι και ο Μπρετόν συναντά τον Τρότσκι στο Μεξικό κυνηγημένο από τον Στάλιν. Ενώ η Γερμανία προσαρτά την Αυστρία (Anschluss)

Ο εμφύλιος στην Ισπανία μαίνεται. Ο Λόρκα έχει δολοφονηθεί από τους φασίστες. Το ΚΚΙ διαγράφει αρκετούς αγωνιστές με την κατηγορία του τροτσκισμού και του αναρχισμού. Η πλάστιγγα γέρνει προς τη μεριά των φαλαγγιτών του Φράνκο. Λίγους μήνες πριν ο Μπενζαμέν Περέ που θαρρείς ένιωθε το χαστούκι στο δικό του μάγουλο έφυγε για την Ισπανία.

Ο Περέ έμεινε πάντα πιστός στο κίνημα, υπέγραψε και το δεύτερο Μανιφέστο και δε συμμετείχε στην ομάδα των ανταρτών. Ήταν τυχοδιωκτική φυσιογνωμία. Γεννήθηκε το 1899 κοντά στη Νάντη και πέθανε στο Παρίσι το 1959. Επίγονοί του ήταν ο Ζακ Πρεβέρ, ο Ραιημόν Καινώ (που έγραψε το «Η Ζαζί στο Μετρό» και πέρασε από την ομάδα του Ζωρζ Περέκ και έγινε ακαδημαϊκός προς το τέλος της ζωής του) και ο ελάσσων – κάπως υπερεκτιμημένος στην εποχή του- Μπορίς Βιαν (με τα:«Ο αφρός των ημερών», «Θα φτύσω στους τάφους σας», «Πορνογραφικά γραπτά»).

Ένα συναρπαστικό πορτραίτο του Μπενζαμέν Περέ έφτιαξε ο φίλος του, Ζακ Μπαρόν:

«Αρκετά ασουλούπωτος, με την απειλή πρόωρης φαλάκρας, κάπως απότομος, ο Μπενζαμέν Περέ δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την εντύπωση που δημιουργούσε… Αυτή ήταν η καθημερινή πλευρά του.

Υπάρχει όμως και ο αμετανόητος επαναστάτης, μαχητής το 1936 στον εμφύλιο της Ισπανίας, φυλακή το 1940 για ανατρεπτικές δραστηριότητες. Ο πηγαίος ηρωισμός και συγχρόνως, ένας άνθρωπος από άλλο κόσμο, του οποίου η ποίηση δεν ενδιαφέρεται να ικανοποιήσει το καλό ή το κακό γούστο του αναγνώστη ούτε να τον συγκινήσει με λεκτικά στολίδια. Είναι μια ποίηση απροσδιόριστη, πανταχού παρούσα, που μαζεύει «βυθισμένη σε βαθύ ύπνο καταναγκαστικής πορείας μέσα σε φλέβα λιγνίτη» λέξεις καθημερινές (χαλίκι, μπουκάλι κρασιού, καροτσάκι, φέτα ψωμιού με βούτυρο κ.λ.π.) που με την κοινοτοπία τους δημιουργούν το σατιρικό λόγο».

bretongroupe

                                                   Μπρετόν, Ελυάρ, Τζαρά και ο Περέ

«Μου κλέψανε την από αστραπές μοτοσικλέτα μου που αναπηδά από τα βάθη

          του ορίζοντα

σαν ψημένο κοτόπουλο σε μισανοιγμένο ρουθούνι

σαν πόρτα που αφήνει γάτα να περάσει

ίσως λυσσασμένη

ίσως ζωματισμένη

ή ακόμα κουρεμένη σα βράχο που ‘χασε το χιόνι του

που έπαιρνε ύφος αραχνιάς παλιάς μπουκάλας κρασιού»,

έγραφε ο Περέ στην ‘Ωδή για τον Πικάσο’ και μετέφραζε ο δικός μας Νίκος Καλαμάρης

Στο μεταξύ σ’ αυτό το μεταίχμιο του μεσοπολέμου που σε λίγο θα γίνει πόλεμος, αφού το ’39 θα σημάνει την έναρξη ενός δεύτερου πολέμου μέσα στον ίδιο αιώνα, ο Μπρετόν παραδέχεται μια αλήθεια – άλλωστε πάντα είχε σχέση με την πραγματικότητα και ο ίδιος και ο σουρεαλισμός– πως υπάρχει μια διάσταση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον εργάτη –επαναστατικό συνοδοιπόρο και σύντροφο στον πολιτικό αγώνα. Ο καλλιτέχνης επωφελούμενος από την κουλτούρα που του παρέχει η αστική τάξη μπλέκεται σε μια μαζική περιπέτεια γεμάτη ανακαλύψεις. Αν αυτή η εσωτερική φωνή κάλυψε όλες τις άλλες φωνές για να ακούγεται μόνη της, τότε η διάσταση ανάμεσα στον Πομπό (του ποιητή) και τον αποδέκτη (του εργάτη) παγιώνεται και διευρύνεται. Πώς μπορεί να καταλάβει ο τελευταίος τις διεργασίες που διαλαμβάνονται στη σκέψη και τη δημιουργικότητα του ποιητή; Ο Μπρετόν δεν μπορεί να υπερβεί αυτή τη διάσταση, αυτό το χάσμα. Και μοιραία ο ίδιος και η ομάδα του συγκαταλέγεται πλέον στο σινάφι των καλλιτεχνών. Και όπως λέει ο Ναντώ στην «Ιστορία του σουρεαλισμού» τότε είναι που πια αρχίζει η πτώση του σουρεαλιστικού κινήματος.

Ο ίδιος υποστηρίζει πως οι δυο επαναστάσεις η σουρεαλιστική και κομμουνιστική συμπορεύονται ως ένα χρονικό σημείο, αλλά οι διαδρομές δεν συναντώνται. Π. χ. ο Ντεσνός δεν θέλησε να γίνει και κομμουνιστής, ο Αραγκόν δεν μπορεί να είναι πλέον σουρεαλιστής παρά μόνο κομμουνιστής. Ο συγκερασμός των δύο επαναστατικών προοπτικών αποδείχνεται ασύμπτωτος. Ο αντισυστημικός – θα λέγαμε σήμερα– χαρακτήρας βλάπτεται και υποχωρεί πριν ακόμα ξεσπάσει ο πόλεμος και η ομάδα αυτοεξοριστεί στις ΗΠΑ.