Ο Κος Πενθήμερος, 39. Mνήμη και αμνησία
25/06/2016
Ο Kος Πενθήμερος, πρώην εργαζόμενος, πρώην υπάλληλος, ίσως τώρα πια, πρώην Πενθήμερος, αλλά και πρώην και νυν, κύριος. Για την ακρίβεια ήταν τέως εργαζόμενος σαν τον Κοκό, τον έκπτωτο βασιλιά, γιατί όπως αυτός δεν πρόκειται να ξαναβασιλέψει έτσι και ο Kος Πενθήμερος δεν επρόκειτο να ξαναδουλέψει, τουλάχιστον ως υπάλληλος με δικαιώματα και ασφάλιση, και άδειες και μισθό. Αυτά είχαν πλέον σχεδόν καταργηθεί. Τα ταμεία τα ασφαλιστικά τα είχαν τινάξει στον αέρα, τα εργασιακά δικαιώματα είχαν πάει περίπατο.
Ο εργαζόμενος είχε μέσα σε τρισήμιση μόλις χρόνια επιστρέψει σ’ ένα καθεστώς πριν τη Ματωμένη Πρωτομαγιά. Ο συνδικαλισμός είχε συκοφαντηθεί στο σύνολό του και είχε απαξιωθεί στη συνείδηση των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι είχαν χάσει τα κεκτημένα. Οι αγώνες και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων δεν έχαιραν εκτίμησης από τους άλλους εργαζόμενους άλλων κατηγοριών που είχαν αντίπαλα, υποτίθεται, συμφέροντα και η εργοδοσία βρήκε την ευκαιρία να εκμεταλλευθεί την περίσταση. Όσο για τους εργαζόμενους, αυτοί έπαψαν να παραπονούνται αφού, έστω και μ’ αυτούς τους όρους, είχαν τουλάχιστον δουλειές.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Κος Πενθήμερος μεταβλήθηκε σε απολυμένο.
Με την ιστορία του σουρεαλισμού που του έριξε η τύχη ως ένα κάποιο αντίβαρο στην άμετρη δυστυχία στην οποία περιέπεσε με την απόλυσή του, άρχισε να ξεπερνά την αδιαφορία και την ημιμάθειά του. Γιατί ο Κος Πενθήμερος είχε κάνει σπουδές οικονομικών και πολιτικών επιστημών και ως φοιτητής είχε διαπρέψει. Αλλά όταν βγήκε από το τούνελ της χρόνιας απασχόλησης είχε άπλετο χρόνο και ενέργεια για να ασχοληθεί με οτιδήποτε θα τον έβγαζε από τη χρόνια μιζέρια του.
Από τα χρόνια των σπουδών του είχαν ξεμείνει αναπαυόμενα στα ράφια της βιβλιοθήκης αρκετά βιβλία ιστορίας της φιλοσοφίας και πολιτικής οικονομίας. Αράχνες είχαν πλέξει τον ιστό τους γύρω από μια αρκετά καλή σειρά τέτοιων βιβλίων. Τον ιστό της αράχνης είχε αντικαταστήσει το ιστολόγιο. Οι αμαθείς και οι ημιμαθείς και όσοι βαριούνται ή δεν μπορούν να συγκεντρωθούν στις τυπωμένες σελίδες των βιβλίων κολλούν σαν τις μύγες στην οθόνη του υπολογιστή και αναζητούν ανάμεσα στον απίστευτο ωκεανό πληροφοριών, έναν τεράστιο όγκο γνώσης που περιέχει το διαδίκτυο, αλλά ως αποσπασματική πληροφορία, ή εγκυκλοπαιδική γνώση, άνισα κατανεμημένη και με απίθανες παραπομπές που μπερδεύουν τον αμύητο.
Θα υπάρχουν πάντα κάποιοι –οι πολλοί– που θα ''υποχρεώνουν'' τους λίγους να τρέφονται με ψηφιακή ενημέρωση, γιατί οι πολλοί πάντα αναζητούν την ευκολία, την εύπεπτη πληροφορία και δεν έχουν ή δεν θέλουν να έχουν κάποιο ενδιαφέρον για οτιδήποτε δυσκολεύει την προσέγγισή τους σε κάτι απαιτητικό. Έτσι η πληροφορία εμπορευματοποιημένη, υποβαθμισμένη, λογοκριμμένη ή μη, γίνεται φτωχή και περιορίζεται σε χάρτες δεδομένων, στοιχείων και ειδήσεων. Η ανάλυση όλο και περισσότερο απλοποιείται για λόγους ευνόητους για να καταλαβαίνουν οι πολλοί, οι αδαείς, οι ημιμαθείς. Ωστόσο για τους ρέκτες και τους συστηματικούς αναζητητές ακόμη και αυτού του είδους η αρχειοθετημένη πληροφορία είναι πολύ χρήσιμη για περαιτέρω επεξεργασία. Ο Κος Πενθήμερος και λόγω της εργασίας του υπήρξε και θα συνεχίσει να είναι και χρήστης του διαδικτύου.
Τότε που ο Κος Πενθήμερος απολύθηκε στα πρώτα κεφάλαια, όταν κοίταξε τα δυο του χέρια με τα πέντε δάχτυλα το καθένα, είχε δει το όνειρο του Kubin. Δηλαδή το όνειρο ενός άλλου. Δεν ήταν ο μόνος, όμως, που είχε δει το όνειρο που είχε ονειρευτεί ένας άλλος. Η Αλίκη του Κάρολ –αυτή που ζούσε, στο πρώτο μέρος του παραμυθιού, «Στη χώρα των θαυμάτων» κι ύστερα κοίταζε «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη» – είχε μια διαφορετική εμπειρία, είχε μπει ακουσίως, στο όνειρο του Κόκκινου Βασιλιά, πράγμα που της αποκάλυψε ο Τουίντλντι.
«Ονειρεύεται εσένα φώναξε ο Τουίντλντι «κι αν σταματούσε να σ’ ονειρεύεται, που νομίζεις ότι θα ήσουνα».
«‘Εδώ που είμαι και τώρα βέβαια» είπε η Αλίκη.
«Τι μου λες!» Ξανά ‘πε ο, Τουίντλντι. Περιφρονητικά «Δε θα σουνα πουθενά. Γιατί είσαι μονάχα ένα πραγματάκι μες στ’ όνειρό του!»
«Αν ο βασιλιάς, ξυπνούσε, συμπλήρωσε ο Τουίντλντι ¨θα ΄λιωνες –χραπ– σαν κερί!»
«Δε, θα ‘λειωνα!» φώναξε η Αλίκη με πείσμα. «Ύστερα, αν εγώ είμαι μονάχα ένα πραγματάκι μες στ’ όνειρό του, τι είσαστε εσείς; Πολύ θα θάλελα να μάθω!»
«Το ίδιο, το ίδιο!» φώναξε το Τουιντλαντάμ.
«Το ίδιο, το ίδιο! «φώναξε ο Τουίντλντι.»
Σε κανέναν δεν αρέσει να βλέπει ένα ξένο όνειρο, ή τουλάχιστον να του φαίνεται παράξενο κάτι τέτοιο, όπως έγινε στην περίπτωση του Κου Πενθήμερου με το όνειρο του Kubin – ή όπως έγινε με την Αλίκη που δεν αποδεχόταν εύκολα, πως ήταν «ένα πραγματικό όνειρο του κόκκινου Βασιλιά– αλλά ήθελε και οι φίλοι της να είναι το ίδιο μ’ αυτήν. Πλάσματα ενός ονείρου.»
Φυσικά όπως η Αλίκη του Κάρολ είναι παραμύθι, έτσι κι ο Κος Πενθήμερος είναι μια επινόηση του συγγραφέα του- δεν είναι αληθινά, πραγματικά πρόσωπα, αλλά φανταστικά.
Τότε λοιπόν, στην αρχή μέσα στο μυαλό του κ. Πενθήμερου οι δεκαετίες της δουλειάς του είχαν τη μορφή ενιαίου χρόνου. Αν κοιτούσε προς τα πίσω στο κατώφλι της εταιρείας όπου στεκόταν πριν λίγη ώρα δεν θα μπορούσε ν’ αναγνωρίσει ούτε μια μέρα, ή μια εβδομάδα στο γραφείο του. Δεν θα μπορούσε να θυμηθεί κανένα αξιομνημόνευτο περιστατικό. Ήταν τόσα χρόνια πίσω από ένα γραφείο, καθισμένος στην καρέκλα του με το σώμα του σε ορθή γωνία με όλες τις αισθήσεις του σ’ εγρήγορση και διεκπεραίωνε μια δουλειά. Ύστερα άλλη μία κι ύστερα άλλη.
Έτσι συνέχεια και συνέχεια. Σαν ένα ατέρμονο ματζούνι που άνοιγε και μάκραινε χωρίς να σπάει.
Ο Κος Πενθήμερος πάντα στην ίδια θέση με το ίδιο ή έστω παρεμφερές αντικείμενο. Πότε με χαρτιά μπροστά του και στυλό μπικ και αργότερα με κομπιούτερ. Με δεδομένα και μετα-δεδομένα, με αρχεία που αποθηκεύονται σε σκληρό δίσκο. Εκεί που καθόταν στο κατώφλι της εταιρείας όπου δεν επρόκειτο να ξαναδουλέψει, δεν θυμόταν τίποτα από το μήκος των 33 χρόνων δουλειάς.
Ο Κος Πενθήμερος ήταν για 33 χρόνια ο άνθρωπος της λήθης. Ήταν στο άλλο άκρο ενός μνήμονα. Ήταν, θα ‘λεγε κανείς, το αντίθετο του ήρωα του Μπόρχες, του Ιερενέο Φούνες. Όποιος έχει διαβάσει αυτό το αινιγματικό διήγημα ακόμη κι αν είναι ξεχασιάρης, ή δεν έχει καλή μνήμη δεν μπορεί παρά κάτι να θυμάται. Παρόλ’ αυτά, ο Κος Πενθήμερος δεν το είχε διαβάσει. Οπότε δε μένει παρά να το αφηγηθώ προς χάριν του και προς χάριν των αναγνωστών του.
Αλλά ακόμα και τα μυθιστορηματικά πρόσωπα –οι ήρωες – οι χαρακτήρες έχουν παρόμοια δικαιώματα με τους αληθινούς ανθρώπους. Δικαιούνται λοιπόν να μην τους αρέσει αυτό που είναι, δηλαδή φανταστικά όντα, αλλά να θέλουν να είναι πραγματικά.
Φούνες ο Μνήμων
Ο Ιρενέο Φούνες ήταν ένας 19χρονος αγρότης, ο οποίος μετά την πτώση από το άλογό του έμεινε παράλυτος. Πριν απ’ αυτή την πτώση «ήταν κι αυτός σαν όλους τους χριστιανούς» τυφλός, κουφός, κλούβιος, ξεχασιάρης.
19 χρόνια είχε ζήσει σαν μέσα σ’ όνειρο. «Τώρα, η μνήμη του κι η αντίληψή του ήταν αλάθητες».
Ο Φούνες από αμνήμων έγινε μνήμων.
Θυμόταν τα πάντα. Τα φύλλα, όχι ενός μόνο δέντρου σ’ ένα δάσος, αλλά όλων των δέντρων ενός δάσους. Όλες οι αναμνήσεις του που ανάβλυζαν μετά το χτύπημα συνοδεύονταν από μυϊκές και θερμικές αντιδράσεις. Κάποτε εκμυστηρεύθηκε στον αφηγητή: «Μόνος μου έχω πιο πολλές αναμνήσεις απ’ όσες είχαν όλοι οι άνθρωποι μαζί από τότε που ο κόσμος είναι κόσμος».
«Κάθε φορά που κοιταζόταν στον καθρέφτη, κάθε φορά που κοίταζε τα χέρια του, αιφνιδιαζόταν».
Ο Φούνες είχε φαντασία. Μπορούσε να φαντασθεί και ν’ ανασυνθέσει το τι έκανε μια ολόκληρη μέρα της ζωής του, ή πολλές ημέρες διαδοχικές, αλλά αυτή η απαρίθμηση των μικρών επαναλαμβανόμενων πράξεων ή γεγονότων, μικρές ή μεγάλες στιγμές μιας ή περισσότερων ημερών, θα του έπαιρνε πολύ χρόνο αφού χρειαζόταν μια ολόκληρη μέρα για να απαριθμήσει τα γεγονότα που συνέβησαν σ’ αυτήν.
Ο Φούνες είχε αϋπνίες. Αδυνατούσε να κοιμηθεί, όπως ο κάθε χριστιανός, όταν έπεφτε στο κρεβάτι. Έτσι λοιπόν απαριθμούσε και απαριθμούσε και απαριθμούσε για τον πάρει ο ύπνος. «Συνήθιζε ακόμη να φαντάζεται τον εαυτό του να λικνίζεται στο βυθό του ποταμού, εκμηδενισμένος από το ρεύμα.»
Ωστόσο, τόλεγε μόνος του, πως η μνήμη του ήταν ένας σκουπιδοντενεκές. Με όλον αυτόν τον όγκο λεπτομερειών ήταν ανίκανος να σκεφτεί. Να αρχίσεις μια σκέψη. Αφού η σκέψη και η αντίληψη χρειάζονται γενίκευση και αφαίρεση. Ο Φούνες προσέθεσε ώρες και μέρες απαριθμώντας σε μήκος μόνο σε μήκος. Οι άνθρωποι αναβάλουμε, διαρκώς αναβάλουμε, νομίζοντας πως είμαστε αθάνατοι, και αναβάλοντας μπορεί και να κερδίσουμε την αιωνιότητα. Ο Φούνες ήταν ένας παραληρηματικός απαριθμητής λεπτομερειών. Ανέσυρε από το βυθό του μπαούλου του κάθε ψηφίδα ενός συνόλου και την άπλωνε θαρρείς σε ένα μακρύ σκοινί μπουγάδας.
Οι ψηφίδες στέγνωναν εκεί, αλλά από ένα σημείο και μετά αυτό το σχοινοτενές σύνολο ήταν άχρηστο. Έζησε στα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε δεν υπήρχε κανέναν τεχνολογικό μέσο καταγραφής. Σήμερα ο Φούνες θα ήταν ένας κοινός καθημερινός χρήστης του διαδικτύου. Ο Φούνες στις μέρες μας θα είχε δανείσει τον σκουπιδοντενεκέ εγκέφαλό του σ’ ένα Lap top ή ένα τάμπλετ.
Εν πάσει περιπτώσει ο Φούνες έπασχε από υπερμνησία. Η υπερμνησία είναι το αντίθετο της αμνησίας. Αλλά το να θυμάσαι τα πάντα ή να μη θυμάσαι τίποτα, μπορεί και να είναι το ίδιο. Η υπερβολική μνήμη καταντάει ένα άχρηστο εργαλείο. Η αμνησία είναι καταστροφή μιας από τις σημαντικότερες –αν όχι της σημαντικότερης λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου. Κι οι δύο είναι ασθένειες.
Ο υπερμνησιακός είναι μεγαλομανής στο έπακρο, ο αμνησιακός δεν γνωρίζει καμιά του ιδιότητα, αφού δεν θυμάται ούτε τ’ όνομά του. Όλα αυτά είναι βέβαια σχηματικά. Αφού υπάρχουν βαθμοί αμνησίας ή υπερμνησίας. Ο Φούνες γεννήθηκε στη φαντασία του Μπόρχες. Ο Μπόρχες όμως μπορούσε να σκεφτεί, μπορούσε να εκφραστεί, μπορούσε να γενικεύει και να αφαιρείται. Διάβασε τόσα βιβλία όσοι οι κόκκοι της άμμου. Εν τέλει όμως μπουκωμένος με τόση γνώση μπορεί να καταντήσεις βλάκας.
Στον Μπόρχες δεν άρεσε η πραγματικότητα ούτε είχε ανάγκη τη συναναστροφή με τον κόσμο. Δεν τον ένοιαζε να γνωρίσει τον κόσμο, αλλά να τον επινοήσει. Επινόησε λοιπόν έναν ολόκληρο κόσμο και με βάση τα δεδομένα που αποκόμισε έχτισε ένα δικό του σύμπαν. Αν το καλοσκεφθεί κανείς μπορεί να συμπεράνει πως με τον ήρωα του τον Φούνες έμοιαζε.
Ο Μπόρχες ήταν σαφώς μεγαλομανής της γνώσης και της σοφίας. Το όνειρό του δεν ήταν να κερδίσει τον κόσμο, αλλά να νικήσει τον χρόνο και να κερδίσει την αιωνιότητα, δηλαδή την αθανασία- και την κέρδισε.
Ο Κος Πενθήμερος από αμνήμων ως την ώρα που απολύθηκε, άρχισε να γίνεται σιγά – σιγά μνήμων. Από υπάλληλος γραφείου σε μια εταιρεία έγινε αναζητητής, ερευνητής της Ιστορίας και της Τέχνης.
Τον Φούνες τον έριξε κάτω το άλογό του, τον Κο Πενθήμερο τον πέταξαν έξω από τη δουλειά του για να μπορέσουν να εφαρμόσουν τις μνημονιακές δεσμεύσεις τους στους δανειστές.
Ο Κος Πενθήμερος βαδίζει στο άγνωστο τώρα και η αναζήτησή του του προσφέρει σαν αντάλλαγμα γνώση, ευφορία, όνειρα, αλλά και θλίψη και ανησυχία και αμφιβολίες…