Brexit, εθνική ανεξαρτησία και ετεροπροσδιορισμός

Γράφει η Σ. Χριστοδουλάκου

  

Η σταδιακή αποδόμηση της αντιδραστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, του υποκειμένου που οικοδόμησε ο διεθνής ιμπεριαλισμός ως πιο αποτελεσματικό  από το έθνος-κράτος, είναι πια αναμφισβήτητη. Ταυτόχρονα, οι τρομακτικές αντεργατικές, αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές πολιτικές που προωθούνται, μέσω της μόνιμης μαζικής ανεργίας και της καταβαράθρωσης των εργασιακών σχέσεων, οδηγούν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες – με μικρές πια διαφορές ως προς την ταχύτητα – σε πλήρη οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση.

                        Αποτέλεσμα της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης φαίνεται πως είναι και μια γενικότερη πολιτισμική οπισθοδρόμηση. Στην ουσία πρόκειται για την αποδιάρθρωση όλων των κοινωνικών σχέσεων που προκαλεί καπιταλιστική κρίση, επιβάλλει η αύξηση της εκμετάλλευσης, η ασυδοσία και η τυραννία των αφεντικών και της κοσμοθεωρίας τους, σε συνδυασμό με την κατάρρευση ή διαστροφή του ρόλου κάποιων κοινωνικών και πολιτικών δομών  που λειτουργούσαν ως προστατευτικές δικλείδες απέναντι σε αυτήν.

            Αναμφισβήτητα, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν και παραμένει στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης ισχύος, ως κορυφαία ιμπεριαλιστική δύναμη μαζί με τις ΗΠΑ. Έχει υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό του ορισμένο αριθμό χωρών, όχι μόνο πρώην αποικιών. Ταυτόχρονα, από αυτά που γνωρίζουμε, οι εργαζόμενοι της χώρας αυτής βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση και δεν έχουν μπορέσει ν’ αντιστρέψουν αποτελεσματικά τις αντεργατικές πολιτικές. Άλλωστε, το από δεκαετίες μεταλλαγμένο Εργατικό Κόμμα έχει προσχωρήσει κανονικά στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, δεδομένου βέβαια ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ο τόπος όπου πρώτα δοκιμάστηκε ο θατσερισμός και η συντριβή των εργατικών διεκδικήσεων. Πρέπει όμως ν’ αναφέρουμε ότι οι διακηρύξεις και η συνολικότερη στάση του νέου ηγέτη του Εργατικού Κόμματος δεν φαίνεται να συμμορφώνεται πλήρως προς αυτήν την κατεύθυνση, γεγονός που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.

            Το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως άλλωστε και η Ελλάδα, βρίσκονται στον πυρήνα του ευρωσκεπτικισμού, (σύμφωνα και με πρόσφατη έρευνα1), καθώς ευρύτερες μάζες επιθυμούν την επιστροφή εξουσιών στην εθνική κυβέρνηση, με την ελπίδα ότι έτσι θα είναι ίσως πιο εύκολο να ελέγξουν κάπως την κατάσταση της ζωής τους που φαίνεται να έχει στα χέρια της εξ ολοκλήρου η γραφειοκρατία των Βρυξελλών μαζί με τους γερμανούς τραπεζίτες.2

            Δεδομένων όμως και των τεράστιων διαφορών που έχουν οι δυο χώρες όσον αφορά την πολιτική συγκρότηση, τις κοινωνικές σχέσεις, την οικονομική κατάσταση και γενικότερα τη θέση που κατέχουν στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, η αγανάκτηση των εργαζόμενων στρωμάτων μορφοποιείται με εντελώς διαφορετικό τρόπο και με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά σε κάθε μια. Μια σημαντική διαφορά είναι ότι σε καμία περίπτωση,όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αποικιοποίηση μεγάλου μέρους της χώρας, όπως έχει γίνει με το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου της Ελλάδας. Αντίθετα, η εθνική κυριαρχία των Βρετανών θίγεται από εσωτερικά αποσχιστικά, εθνοτικά αλλά και εθνικιστικά κινήματα που αναδύονται διεκδικητικά τα τελευταία χρόνια.  

Είναι γενικά ορθό ότι ταξικά αιτήματα κρύβονται κάτω από αιτήματα αυτοδιάθεσης. Το πρόβλημα είναι δυστυχώς ότι υπάρχουν λόγοι που δεν επιτρέπουν στα ταξικά αιτήματα να εμφανίζονται ως τέτοια, λόγοι για τους οποίους δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα εκλείψουν ξαφνικά μετά από μια νίκη τουBREXIT στο δημοψήφισμα, ως αποτέλεσμα μιας εθνικιστικής και ξενοφοβικής προπαγάνδας. Θεωρώντας μηχανιστικά ως δεδομένο ότι «το συμφέρον του εργατικού κινήματος είναι μια νίκη του ΒRΕΧΙΤ και ένας δυνατός, αλυσιδωτός κλονισμός της αντιδραστικής μηχανής που λέγεται ΕΕ» 3,λαμβάνουμε επίσης σαν δεδομένο ότι οπωσδήποτε η ταϊσμένη, με ψίχουλα έστω, από τον πλούτο των αποικιών βρετανική εργατική τάξη θα συγκροτήσει το εργατικό κίνημα που δεν συγκρότησε μέχρι τώρα και θα αποφύγει να πέσει στον εθνικισμό και το μίσος κατά των μεταναστών.

Από την άλλη μεριά, είναι προφανές ότι σε μια χώρα με ηγετικό ρόλο στον διεθνή ιμπεριαλισμό, ο ρόλος του κράτους είναι διαφορετικός από αυτόν που έχουμε συνηθίσει σε μια πιο περιφερειακή χώρα. Το ηγετικό ιμπεριαλιστικό κράτος δεν είναι εργαλειοποιημένο από μια συγκεκριμένη μερίδα της καπιταλιστικής τάξης που μπορεί να κερδίζει με αυτόν ή τον άλλο τρόπο από την ειδική σχέση της με τους ξένους καπιταλιστές, όπως ακριβώς συμβαίνει στις πιο περιφερειακές χώρες σαν την Ελλάδα. Το κράτος στην ηγετική ιμπεριαλιστική δύναμη έχει συγκροτηθεί σε πρότερο ιστορικό χρόνο σε σχέση με άλλα και, αφού συχνά έχει χρειαστεί να υποστηρίξει στρατιωτικά τις ξένες επενδύσεις των καπιταλιστών του, είναι εθνικά αυτοκαθοριζόμενο και εργαλειοποιημένο στο συνολικό και μακροπρόθεσμο συμφέρον της καπιταλιστικής τάξης του εν συνόλω, όχι μόνο μιας μερίδας της. Γι’ αυτό και συνήθως οι κρατικές και πολιτικές δομές της ηγετικής ιμπεριαλιστικής δύναμης απολαμβάνουν μεγαλύτερης ανεξαρτησίας σε σχέση με αυτές των περιφερειακών χωρών, ενώ οι εναλλαγές στην πολιτική εξουσία τις επηρεάζουν ελάχιστα σε σχέση με τις εναλλαγές στις περιφερειακές χώρες.

Κατ’ αυτήν την έννοια, παρεμβάσεις μυστικών υπηρεσιών είναι μάλλον αχρείαστες στο εσωτερικό όταν πρόκειται για ζητήματα που αφέθηκαν να επιλυθούν πολιτικά με τον νόμο της πλειοψηφίαςγιατί ακριβώς δεν μπορούσαν να επιλυθούν με κανέναν άλλο τρόπο. Έτσι, είναι μάλλον περιττό να αναζητούμε σώνει και καλά παρέμβαση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην δολοφονία της Κοξ(4) για να επηρεάσουν το δημοψήφισμα, νομίζοντας ότι οπωσδήποτε έχουμε να κάνουμε με ένα ξεκάθαρο ταξικό διακύβευμα με τον ίδιο τρόπο και την ίδια χαρακτηριστική ευκολία που πολλάκις έχει επηρεάσει η δράση των ξένων μυστικών υπηρεσιών τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και σε διάφορες αποικίες ή, με τον ίδιο τρόπο που ήταν καθαρά ταξικό το διακύβευμα του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα τον περασμένο Ιούλιο.

Το BREXIT και η διάλυση της αντιδραστικής ΕΕ, ανεξάρτητα από την έκβαση του βρετανικού δημοψηφίσματος, είναι πια ζήτημα χρόνου. Στο βαθμό όμως που δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί ένα ισχυρό κίνημα της εργαζόμενης τάξης, που να διεκδικήσει σοβαρά το δίκιο, την αξιοπρέπεια και την ισότητα, δεν έχουμε το δικαίωμα να παρασυρθούμε σε εύκολους πανηγυρισμούς για μια τέτοια, βέβαιη – έτσι κι αλλιώς, εξέλιξη, ακόμη και αν την εξέλιξη αυτή την επιβάλει νωρίτερα μέσα από το δημοψήφισμα η εργαζόμενη πλειοψηφία της Βρετανίας. Αν είχαμε μάθει κάτι για τα αίτια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, για τις ευθύνες όχι μόνο της προσκυνημένης  γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και του γραφειοκρατικού δογματικού κομμουνιστικού κόμματος, για την παθητικότητα και αμηχανία τους απέναντι στο ναζιστικό φαινόμενο, θα καταλαβαίναμε τουλάχιστον ότι μια τυφλή έκφραση απελπισίας των μαζών όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά είναι βέβαιο ότι σηματοδοτεί εποχές σκοτεινές, ανασύροντας από τον υπόνομο της ιστορίας δυνάμεις που δεν θα έπρεπε να είχαν υπάρξει ποτέ.