Οι Αλίκες και τα τραπουλόχαρτα

Φύτρωνε πάντα εκεί που δεν την έσπερναν. Χωνόταν. Ξέφευγε. Μύριζε τον φόβο τους. Δε σεβόταν τίποτα. Ούτε την εξουσία του Κόκκινου Βασιλιά που κάποτε τον εκτιμούσε. Τρύπωνε πότε σ’ ένα ντουλάπι, πότε κάτω από το νεροχύτη, που κάποιες στιγμές, για κακή της τύχη, έσταζε. Απορροφούσε κάθε συνομιλία που λάμβανε χώρα πίσω από κλειστές πόρτες. Μάθαινε. Αποκωδικοποιούσε. Φορτιζόταν. Και επαναφορτιζόταν. Σιχαινόταν τη βλακεία. Την αδικία. Τη λάσπη που ριχνόταν στον ανεμιστήρα. Την αναισχυντία. Πότε ντυνόταν τη σοβαρότητα και πότε ερωτευόταν την ελαφρότητα, τη σκανταλιά. Το πείραγμα. Την ειρωνεία. 

Μαχόταν με τα όπλα της. Και ήταν ισχυρά. Όλοι υπολόγιζαν την Αλίκη. Πόσο μάλλον τις Αλίκες αυτού του κόσμου. Θέλω να πω του εκάστοτε κόσμου, της κάθε εποχής.

Τώρα πια με την τόση αδικία που κυριαρχούσε δε χρειαζόταν να δει μέσα απ’ τον καθρέφτη, ούτε πίστευε στα θαύματα. Ο καθρέφτης είχε σπάσει. Το είδωλο ήταν παραμορφωμένο, ένα πρόσωπο χίλιες ρυτίδες. Κι οι θαυματοποιοί είχαν σκαρφαλώσει γύρω απ’ το θρόνο του Κόκκινου Βασιλιά. Οι θαυμαστές είχαν γίνει οργισμένοι άνθρωποι, αγανακτισμένοι. Δεν ήταν πλέον καιρός να αφεθεί στις παλιές ασχολίες.

Μάζεψε λοιπόν τις Αλίκες. τις άλλες Αλίκες και τους έδειξε το στόχο, το Παλάτι. Εμπρός είπε, ελάτε Αλίκη, Αλίκη… όλες μαζί! Μπροστά τους δεν ήταν παρά ένας πύργος περίτεχνα φτιαγμένος από τραπουλόχαρτα. Αρκεί να φυσήξουμε, σκέφτηκε η Αλίκη. αρκεί να φυσήξουμε, σκέφτηκαν οι Αλίκες. Και φύσηξαν  μ’ όλη τη δύναμη που είχαν στα πνευμόνια τους. Φύσηξαν δυνατά…