Ο Κος Πενθήμερος, 37. Η πολιτική θέση του σουρεαλισμού, το Λαϊκό Μέτωπο, ο Μπατάιγ κι ο Ντριέ

Οι σουρεαλιστές είναι αγανακτισμένοι θέλουν να τιμήσουν τον άνθρωπο που πρόφερε τη φράση που αποτελεί γι′ αυτούς λόγο ύπαρξης και δράσης.

«Ο σοσιαλισμός θα είναι ένα άλμα από το χώρο της ανάγκης στο χώρο της ελευθερίας, κι αυτό σημαίνει πως ο σημερινός άνθρωπος, ο χωρίς αρμονία και γεμάτος αντιφάσεις, θα ανοίξει το δρόμο για μια νέα ευτυχέστερη φυλή».

 

  Οι ορθόδοξοι κομμουνιστές του συνεδρίου φοβόντουσαν πως οι σουρεαλιστές είχαν λόγους να σαμποτάρουν το συνέδριο και τις θέσεις του. Ο Μπαρμπύς –άνθρωπος που ετάφη ύστερα από χρόνια στη Μόσχα με τιμές αρχηγού κράτους σε μια επίσημη τελετή– έγραψε στην «Humanite». «Ο Ελυάρ τάχθηκε ενάντια στη γαλλοσοβιετική συμμαχία και ενάντια στην πολιτιστική συνεργασία Γαλλίας- ΕΣΣΔ» διαστρέφοντας τα λόγια του ομιλητή.

  Ο Μπρετόν διευκρινίζει: «Αν η γαλλοσοβιετική προσέγγιση είναι γεγονός, η ώρα τούτη είναι η πιο κατάλληλη για χαλάρωση του κριτικού μας πνεύματος: απ’ τη δική μας άγρυπνη παρακολούθηση θα εξαρτηθούν οι μορφές αυτής της προσέγγισης…» Οι διευκρινιστικές δηλώσεις του Μπρετόν αντιμετωπίζονται ψυχρά. Εκείνος επεκτάθηκε και στην τέχνη λέγοντας:

«Το έργο τέχνης ζει στο μέτρο που αναπαράγει αδιάκοπα συγκίνηση στο μέτρο που μια όλο και πιο γενική ευαισθησία αντλεί απ’ αυτό καθημερινά όλο και πιο απαραίτητη τροφή.’

  Ο Μπρετόν απέρριπτε την τέχνη της προπαγάνδας ή της επικαιρότητας προκρίνοντας μια τέχνη που έχει στον πυρήνα της επαναστατικότητα και φτιάχνεται από ανθρώπους που σκέφτονται, νιώθουν και δρουν επαναστατικά». Οι απόψεις και οι θέσεις του Μπρετόν δεν λαμβάνονται υπόψιν. Δηλώνουν ακόμη μια φορά οι σουρεαλιστές τη δυσπιστία τους στο καθεστώς στη Ρωσία και στον ηγέτη του.

  Ο Μπρετόν δημοσιεύει την ίδια χρονιά την «Πολιτική θέση του σουρεαλισμού» στην οποία επιτίθεται στον άκριτο θαυμασμό των Δυτικών σ’ ό,τι κάνει η Σοβιετική ηγεσία και στο ρόλο που αναλαμβάνουν να παίξουν οι ηγέτες της χθεσινής επανάστασης. Να κυβερνήσουν χάρη στη Θεία Πρόνοια.

Δε μένει παρά να επαναφέρουν θρησκεία και ιδιοκτησία στη θέση τους. Στο βάθρο που τους ανήκε πριν την επανάσταση λέει ο Μπρετόν με αρκετή δόση σαρκασμού αλλά και πικρίας. Από αυτά τεκμαίρεται πως ναι μεν η ρήξη με την ΕΣΣΔ και το ΚΚΓ είναι οριστική και αμετάκλητη, όχι όμως και η σχέση με την επανάσταση.

  Ο Μπρετόν πιστεύει πως η κριτική και η αυτοκριτική είναι ιερό καθήκον του επαναστάτη. Δεν αφίσταται των θέσεών του όταν ιδρύει την «ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ» «Μαχητική Ένωση» επαναστατών διανοουμένων στην οποία μεταξύ άλλων συμμετέχει ο παλιός άσπονδος Μπατάιγ και ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ροζέ Μπλεν (αυτός ανέβασε για πρώτη φορά τον «Γκοντό» του Μπέκετ στο Παρίσι το 1952) μεταπολεμικά ο Ελυάρ, ο Περέ, ο Μωρίς Χάϊνε και αρκετοί άλλοι Μαρξιστές και μη. Τα μέλη του κινήματος αυτού εναντιώνονται απόλυτα και απαρέγκλιτα στις έννοιες έθνος, πατρίδα και στον καπιταλισμό και τους θεσμούς που υποστηρίζει. Δεν υποστηρίζουν το Λαϊκό Μέτωπο γιατί θεωρούν σίγουρη την αποτυχία του· δεδομένου ότι επιδιώκει την ανάληψη της εξουσίας μέσα στα επιτρεπόμενα από τους αστικούς θεσμούς πλαίσια.

  Από κει και πέρα δηλώνουν σαν συνεπείς μαρξιστές πως η υπόθεση τους είναι «υπόθεση των εργατών και των αγροτών» χωρίς να δέχονται πως η εργατική και αγροτική ζωή είναι η μοναδική ανθρώπινη κατάσταση. Πιστεύουν πως η Επανάσταση πρέπει να είναι επιθετική και μόνο επιθετική.

  Φοβούνται πως με την τακτική που ακολουθεί το μέτωπο η φασιστική λαίλαπα θα διαλύσει τις επαναστατικές δυνάμεις και θα καταλάβει την εξουσία. Διαφωνούν με τη λογική των εργατικών κομμάτων να πολεμήσουν το φασισμό με τα όπλα τα δικά του αφού στην ουσία τα έκλεψε από την αριστερά. Άλλωστε το πείραμα του Λαϊκού Μετώπου κατά τον ίδιο τον επικεφαλής, τον Λεόν Μπλουμ έγινε για «ν’ αποφευχθεί η Επανάσταση».

                                                     ο Ντριέ Λα Ροσέλ

 Ωραίες και σωστές και συνεπείς θέσεις, αρχές και διακηρύξεις, οι σουρεαλιστές έχουν και αυτή τη φορά δίκιο. Αλλά είναι διανοούμενοι (ο Λωτρεαμόν που τον επικαλούνταν διαρκώς έλεγε πως: όλο το νερό της θάλασσας δεν ήταν αρκετό για να ξεπλύνει μια κηλίδα από αίμα διανοούμενου) χωρίς ρίζες στο προλεταριάτο, χωρίς επαφή με τις ζωντανές δυνάμεις της ιστορίας, εξουδετερωμένοι προς στιγμή και υπνωτισμένοι από τον επικείμενο πόλεμο. Μετά από μια υποτυπώδη ζωή μερικών μηνών, η «Αντεπίθεση» θ’ ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με τα αμέτρητα μεγαλόπνοα σχέδια από τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος της επαναστατικής χειραφέτησης». Επιλέγει ο Μωρίς Ναντώ. Κι ο Φιλίπ Οντουάν στους ‘σουρεαλιστές’ του, συνεχίζει από κει που σταμάτησε να μιλά ο Ναντώ:

  «Ορισμένα μέσα ενεργοποίησης των μυστικών δυνάμεων της συνείδησης και της γήινης υπόστασής μας που είχαν κριθεί ικανά να ελευθερώσουν τον άνθρωπο και να του ξαναδώσουν όλες τις εξουσίες είχαν διαστρεβλωθεί και είχαν γίνει όργανα εξευτελισμού και αποβλάκωσης. Για ανθρώπους που επιδίδονταν ν’ αποκαταστήσουν το παράλογο να τονίσουν την ενδόμυχη μιαρότητα κυρίως των ονείρων μας και των σκοπών μας, να σκεφτούν τη βία ή την υπερβολή σαν ένα από τα δυνατά μέσα για να τελειώσει κανείς με το «ισχύον σύστημα του εξευτελισμού και της αποβλάκωσης» Μιλάει για το δίδυμο Μπατάιγ- Μπρετόν που ξανάσμιξε για να πλήξει τον φασισμό που επελαύνει. «Αυτό βέβαια δε σήμαινε ότι οι δυνάμεις του υποσυνείδητου είχαν καταστεί επικίνδυνες, ουδέτερες εκ φύσεως μπορούσαν να εκφράσουν εξίσου αποτελεσματικά προσπάθειες απελευθέρωσης ή υποδούλωσης.»

Το δίδυμο ξαναχωρίζει και ξανασυνδέεται. Φυσικά ο Μπρετόν συνεχίζει να δρα και να αντιστέκεται.

Ο Μπατάιγ ωστόσο βουτηγμένος στο μυστικισμό, στην ανατολική φιλοσοφία, τις άγριες ιεροτελεστίες, τον νοσηρό ερωτισμό, την ανάλυση του Ντε Σαντ δεν άντεξε. Προσπαθώντας να μιμηθεί το ότι ο υπερεαλισμός ξεπέρασε το ρεαλισμό αγκάλιασε τον ‘υπερφασιμό’. Ο Μπρετόν κατανοώντας  πως μια τέτοια ‘αντιπαράθεση’ θα ενσωμάτωνε και την έννοια που ήθελε να πολεμήσει, αποφάσισε να διακόψει.

Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι κανένας άλλος σουρεαλιστής δεν αλλοιθώρησε ή υποστήριξε καμιά φασιστική ιδέα ή παραφυάδα-πλην του κάποτε συνοδοιπόρου και φίλου του Αραγκόν και του Σαρτρ, Ντριέ λα Ροσέλ. Ο Ντριέ υπήρξε μέγας γόης. σαγηνευτική προσωπικότητα, κάποτε ντανταϊστής, πεσιμιστής, οπαδός του Σορέλ, ενώ υπήρξε, εντέλει, υποστηρικτής της κυβέρνησης του Βισύ, υποστηρίζοντας τις εκτελέσεις και τις προγραφές των αντιστασιακών - προσχωρώντας ολοκληρωτικά στη φασιστική λατρεία της ανδροπρέπειας, η οποία παρέσυρε και τον Κοκτώ. Ο Ντριέ διακατεχόμενος από μια βεβαιότητα για την παρακμή επιθυμούσε μια βίαιη ρήξη που θα έκανε τον κόσμο να οπισθοδρομήσει σ’ έναν Χριστιανικό Μεσαίωνα, σε μια παγανιστική αρχαιότητα που θα έθυε στον Πάνα και θα λάτρευε τα στοιχεία της φύσης. Τα πρόσωπα του Κάιν και του Ιούδα αποτελούν τις μυθικές του αναφορές. Ανέλαβε τη διεύθυνση των NRF παίρνοντας τη θέση του Ζαν Πωλάν, ο οποίος πέρασε στις γραμμές της Αντίστασης. Έγραψε εκτός από λογοτεχνία (‘ το φως που τρεμοσβήνει’, ‘Ντερκ Ράσπε’) και πολιτικά δοκίμια όπου υποστήριζε μια ιδιαίτερα παράδοξη μορφή φασισμού, κόκκινου και τεράστιου! Τελικώς αμέσως μετά τον πόλεμο έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, όπως οι ήρωες των βιβλίων του.