Βαγόνι Γ΄ θέσης (Общий вагон)

Μετάφραση από τα ρωσικά της Ελένης Κατσιώλη

Ετοιμαστήκαμε βιαστικά, αλλά δεν ξεφύγαμε από την παράδοση: βότκα, ρέγκα, ψωμί. Το τελευταίο, για να πούμε την αλήθεια, που ήταν και το σημαντικότερο, δεν θα το βρίσκαμε στο χωριό που πηγαίναμε∙ από καιρό δεν υπήρχε μπακάλικο. Και για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, γεμίσαμε ένα σακίδιο τρόφιμα.

 

Ήταν 30 Δεκεμβρίου. Οριακή ημερομηνία. Στο Σαβέλοφσκι, αν και υπήρχε μεγάλη ουρά, πήραμε εισιτήρια. Σύντομα έγινε φανερό ότι πούλησαν εισιτήρια σε όλους τους επιβάτες, παρόλο που ήταν διπλάσιοι από τις θέσεις. Στην αποβάθρα ήταν νοσταλγικά: σαν εικόνες από πόλεμο, σαν εκκένωση λόγω βομβαρδισμών, σαν σκηνή από φιλμ εκείνης της εποχής. Στους συνταξιδιώτες μου ξύπνησε η ικανότητα της παιδικής ηλικίας, που δεν έχει χαθεί από την εποχή του πολέμου, και αρκετά σβέλτα χωθήκαμε στο ξέχειλο βαγόνι. Πάμε στον Βορρά…

Είναι ένα βαγόνι με φτηνό εισιτήριο. Ο κόσμος σταδιακά πιάνει θέσεις. Οι βλάκες είναι στριμωγμένοι στα καθίσματα, οι έξυπνοι έχουν  ήδη ξαπλώσει στις πάνω κουκέτες. Εμείς, όμως, είμαστε όρθιοι στον διάδρομο. Για την ώρα είναι πολύ στριμωχτά και κάνει κρύο, σύντομα όμως θα είναι ζεστά κι αποπνικτικά και τότε βλάκες και έξυπνοι θα γίνουν ένα· θα είναι όλοι σουρωμένοι. Η διαδικασία ήταν ταχύτατη, για να κυριολεκτήσω, έγινε με το ξεκίνημα του τρένου. Όλοι τα έβγαλαν. Μη ρωτάτε ποια. Αυτά ακριβώς. Τα μπουκάλια. Όλοι, εκτός από εμάς. Όχι γιατί δεν είχαμε, αλλά επειδή άρχιζε ένα λαϊκό θέατρο και σου ήταν αδύνατον να στερηθείς αυτό το θέαμα της καθημερινότητας στο σιδηροδρομικό τοπίο…

Στην πρώτη σκηνή η Συνοδός του βαγονιού. Σαν μοντέλο του Ρούμπενς, με πρόσωπο ματριόσκας,[1]που έχει έλθει στο κέφι. Δυνατή, βαριά. Δεν έχει ακόμα καταρρεύσει από τη σούρα, μόνο τα στήθια της καταρρέουν σαν της αγελάδας. Έχει φωνή αυταρχική, ευχάριστη, δεν επιτρέπει την αναίδεια, εκτός κι αν πρέπει αυτή η ίδια να προσβάλει, και τότε το κάνει με τόσο αναιδή τρόπο που ακόμα κι ένας αστυνομικός θα κοκκίνιζε. Ξέρει ότι τα πουλημένα εισιτήρια είναι διπλάσια από τις θέσεις, όμως ελέγχει ολοκληρωτικά την κατάσταση: κάποιος δεξιά, κάποιος αριστερά, η κυρά με το μωρό κάθισε, σήκωσε τους αδειούχους φαντάρους από τις θέσεις –περιμένετε πουλάκια μου, παιδάκια μου, θα σας τακτοποιήσω αργότερα. Όμως οι στρατιώτες βιάζονται∙ θα ταξιδέψουν οκτώ ώρες και σε αυτό το διάστημα πρέπει να προλάβουν να φτιαχτούν, να κοιμηθούν, και πάλι να φτιαχτούν. Αλλά βρίσκονται σε άξια χέρια, τους συνοδεύει στην άδεια η μητέρα του στρατιώτη, η αρκούδα.[2] Συνοδεύει τον γιο της Κόλκα και δύο συντοπίτες του, τον Βόφκα και τον Σεριόγκα…

Στο γειτονικό κουπέ κάθεται μια δεμένη οικογένεια πέντε ατόμων: η μητέρα και ο πατέρας μεσήλικες, ο γιος τους με τη γυναίκα του και ένα λυκόσκυλο. Αυτό νοιώθει χειρότερα από όλους. Χωμένο κάτω από το κάθισμα υποφέρει από νευρικό κλονισμό. Όλοι το λυπούνται, το χαϊδεύουν, ιδιαίτερα μια ηλικιωμένη νοικοκυρά που λέει: «Αχ εσύ, κούκλε μου, μη φοβάσαι, χαζέ, δεν θα αφήσουμε να σε πειράξουν». Αλλά το σκυλί τρέμει σαν ψάρι. Ο μπαμπάκας με τον γιόκα έχουν ήδη πιει. Του μπαμπάκα τα πόδια ίδρωσαν, έβγαλε τα μποτάκια, ξεκουράζεται… Σαλαμάκι, κοτοπουλάκι… Θέλετε;

Έχουμε ωραίο λαό, καλόκαρδο, ανοιχτοχέρη…

Κοντά μας στον διάδρομο, ακριβώς δίπλα στον απόπατο, κάθεται ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Δεν είναι ανόητοι νεαροί, είναι ενήλικοι, παντρεμένοι, γύρω στα τριάντα. Ακτινοβολούν από τον έρωτά τους, ιδιαιτέρως εκείνη: «Μα, τι να σου δώσω Σλάβικ; Θέλεις μπύρα Σλαβιάνσκα, θέλεις χάινεκεν; Μήπως βοτκούλα, λίγη βοτκούλα;»

Έχει γύρω στα οχτώ όμοια σακουλάκια, τα τινάζει, τα κουνάει, τα χτυπάει… Όμως ο άντρας της πεισμώνει: αυτό δεν το θέλει, εκείνο δεν το θέλει… Και είναι ακατανόητο πότε πρόλαβε να φτιαχτεί…

Εδώ είναι και τα στρατιωτάκια που βγήκαν από τον προθάλαμο του βαγονιού, έκατσαν στην κάτω κουκέτα, και προλάβαν κιόλας να κατεβάσουν από ένα μικρό, να ψιλοτσακωθούν, να βριστούν άγρια και να συμφιλιωθούν. Τέτοιος είναι ο λαός μας –καλόψυχος, συμπονετικός…

Και εμείς οι τρεις –ο άντρας μου, ο Ντίμα κι εγώ- λαός είμαστε. Ντυμένοι όπως όλοι: με σκούφο, κετσεδένιες μπότες, κοντογούνια. Και το φαγητό όπως όλοι: ψωμί, σαλάμι, τυράκια, τσάι στο θερμός… Εδώ είναι το τσαγάκι και πίνουμε.

-Μα καλά, σαν να είσαστε από αλλού… -μας λυπούνται, μας προσφέρουν.

Η γειτόνισσα με τα σακουλάκια μοιάζει με πωλήτρια μπακάλικου. Όλο λέει ότι παλαιότερα ήταν προϊσταμένη και τώρα πια αυτό δεν έχει νόημα, ότι πηγαίνουν σε συγγενείς, ότι έχουν δύο παιδάκια, τα άφησαν στη γιαγιά. Ότι έχουν πρόβλημα κατοικίας.

Όμως ο Σλάβικ είναι σοβαρός, σαν Κινέζος μανδαρίνος, τίποτε δεν του αρέσει: στην αρχή κρύωνε, μετά ζεσταινόταν, η μπύρα του φαινόταν πικρή, η βότκα αδύνατη, και, το κυριότερο, το τρένο πηγαίνει αργά και απλά δεν αντέχει άλλο… Και η πωλήτρια όλο και προσπαθεί να τον φροντίσει: και έτσι, κι αλλιώς, και κόβει και ράβει. Και όσο περισσότερο είναι πιωμένος τόσο αγριότερος γίνεται…

Παρόλο που το βαγόνι τραντάζεται, δεν γίνεται η παραμικρή μετατόπιση για να αφήσει μια χαραμάδα κενού, είναι κάργα γεμισμένο. Τσάτρα-πάτρα, κάτσανε. Κάθε τόσο διασχίζει τον διάδρομο ένας σουρωμένος χωριάτης με κρεμασμένο στον ώμο ένα ακορντεόν:

-Μήπως είδατε το σακίδιό μου;

Σε κάθε καινούργιο πέρασμα είναι πιο σουρωμένος, το ακορντεόν κρέμεται όλο και πιο χαμηλά προς το πάτωμα και το σακίδιο είναι άφαντο… Είναι αλήθεια, λένε οι άνθρωποι, ότι όταν τον ξεπροβόδιζε η γυναίκα του είχε δεμένο το σακίδιο στη ζώνη του παλτού. Ωστόσο ούτε παλτό υπάρχει…

Κάποιοι πιάνουν φιλίες, κάποιοι έχουν ήδη αρπαχτεί στα χέρια. Κατά φωνή, και η Μάνα του στρατιώτη,: «Βοβ, Σεριόγκα, μα τι στο καλό; Γιατί μπουνίζεστε; Μα καλά, θα πάτε στις μάνες σας με μελανιές;»

Κατευνάζει τους ανόητους… Γιατί από τόσο ωραίες και καλές γυναίκες να γεννιούνται τέτοια σκατόπαιδα;

Και από τον οικογενειακό χώρο ακούγεται το χορωδιακό τραγούδι: Τι στέκεσαι σκυμμένη, αδύνατη σουρβιά;[3]

Το λυκόσκυλο μαζεύει τ’ αυτιά, καμπουριάζει… Ο σεμνός γιος οδηγεί τον μπαμπούλη στην τουαλέτα. Μόνο που ξέχασε να του βάλει τα μποτάκια. Ο κόσμος του το δείχνει: βάλε παπούτσια στον μπαμπάκα, το αποχωρητήριο από πολύ ώρα είναι πλημμυρισμένο μέχρι τα γόνατα…

Ο γιόκας καθίζει τον μπαμπούλη, του βάζει τα μποτάκια. Όσο αυτοί λείπουν, η πεθερά, τελειώνοντας το κλαψιάρικο τραγούδι, επιτίθεται στη νύφη της. Κι η νύφη τής απαντάει κάτι. Ακούγεται ένα δυνατό ουρλιαχτό. Τα νεύρα του σκύλου δεν αντέχουν. Η δραματική ένταση κορυφώνεται. Ο νεαρός άνδρας φέρνει σέρνοντας τον μπαμπούλη από τον απόπατο. Η προσβεβλημένη νέα γυναίκα απαιτεί από τον άνδρα της την άμεση τιμωρία της πεθεράς. Το ουρλιαχτό του σκυλιού μετατρέπεται σε κλαψούρισμα. Η μαμάκα είναι τρυφερή με το σκυλί σαν καλή νεράιδα. Μόνο που δεν το φιλάει: «Αχ εσύ, φτωχούλη μου, αναστατώθηκες λιγάκι!» Και ξαφνικά  με στεντόρεια φωνή ουρλιάζει:

-Κάτσε κάτω!

Από το σκυλί αρχίζει μια ύποπτη ροή. Το νεαρό ζευγάρι το σέρνει στην τουαλέτα. Το σκυλί αντιστέκεται. Στα μάτια έχει απόγνωση και παραφροσύνη –άνθρωποι με τέτοια μάτια τελειώνουν με αυτοκτονία.

Όλοι είναι γεμάτοι με αμοιβαίο ενδιαφέρον, όμως η καλή διάθεση μετατρέπεται σε επιθετικότητα. Κάποιος χασκογελάει, κάποιος κλαίει με αναφιλητά. Ο άνδρας τριγυρίζει από βαγόνι σε βαγόνι, κοπανώντας με όλη του τη δύναμη το διάπλατα ανοιγμένο ακορντεόν στα καθίσματα, ψάχνοντας για το σακίδιο. Ο Σλάβικ δεν αστειεύεται πλέον:

-Μα τι τρένο κι αυτό; Δεν μπορώ να ταξιδεύω με τέτοιους! Σταματήστε το τρένο! Να με πάρουν από δω! Πού είναι το δορυφορικό μου τηλέφωνο;

Αλλά η γυναίκα του τον παρηγορεί: μα τι λες, Σλάβικ, το τηλέφωνό σου το ξέχασες πάνω στο τραπεζάκι… Και μας ξεκαθαρίζει με περηφάνια ότι δουλεύει στην τηλεφωνία, ότι εργάζεται σε ειδική υπηρεσία.

Και σε μας έρχεται σαν φώτιση: μα ποιος τηλεφωνητής, είναι όμοιος με τον τηλεγραφητή! Τον αθάνατο τηλεγραφητή του Τσέχοφ, αλλά αυτός το παράκανε, το παραξήλωσε. Ποια δορυφορική του σύνδεση! Ποια ιπτάμενη τρόικα! Να σταματήσει το τρένο! Να φέρουν και ελικόπτερο!

Το ρωσικό θέατρο είναι παράλογο. Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Είναι πια 31 Δεκεμβρίου.

Όλοι στο τρένο είναι πέρα για πέρα τύφλα. Συνοδός, στρατιώτες, κοιμισμένοι και ξυπνητοί –όλοι αποπνέουν νωπούς ατμούς αλκοόλ. Η γιορτή φτάνει. Μόνο που δεν έχουν ξεράσει στο πάτωμα και οι μουσούδες τους δεν είναι όλες μπλάβες, έχουμε καιρό γι’ αυτά.

Εμείς αισθανόμαστε λιγάκι σαν προδότες: δεν ήπιαμε, δεν ενωθήκαμε με τον κόσμο, κοιτάμε με νηφάλιο μάτι από τη γωνιά σαν παρατηρητές του ΟΗΕ. Αλλά, να πούμε, ότι εκτός από εμάς τους τρεις, δυο μάτια ακόμα παρατηρούν νηφάλια το σκηνικό.

Από την πάνω κουκέτα κρέμεται ένας ωραίος άνδρας, με ριγέ ναυτική φανέλα κάτω από το πουκάμισο, όχι από εδώ, μάλλον Καυκάσιος του Βορρά: ανοιχτόχρωμος, πηγούνι φαρδύ με λακκάκι, τυπική φυσιογνωμία του κινηματογράφου, μύτη ίσια, όχι σαν την ψωμωμένη σλάβικη. Τσετσένος; Τα μάτια του κοιτούν με έντονη περιέργεια μπροστά…

Κατεβήκαμε στο Κάσινο. Κι ο «Τσετσένος» μαζί μας. Σκοτάδι αβυσσαλέο και κρύο γύρω στο μείον τριάντα. Ο κόσμος συγκεντρώνεται μέσα στον σταθμό που είναι ζεστά. Από εδώ, σύντομα θα φύγουν λεωφορεία προς τα χωριά. Οι άνθρωποι κινούνται και χουχουλιάζουν τα χέρια τους γιατί κρυώνουν. Περιμένουν. Και εμείς θα περιμένουμε για δύο ώρες.

Στρίψαμε το παγκάκι προς το ζεστό καλοριφέρ. Λύσαμε το σακίδιο και βγάλαμε, επιτέλους, τη μπουκάλα. Καλέσαμε τον «Τσετσένο». Πλησίασε χωρίς περιττά λόγια. Συστήθηκε:

-Ονομάζομαι –λέει- Ιβάν Γιάκοβλεβιτς. Εδώ που τα λέμε είμαι Γερμανός από την Ολλανδία.

Εγώ παραλίγο να πνιγώ. Αυτή ήταν φυσικά για μένα η νόμιμη συγγραφική αλίευση. Ήρθε το θήραμα στον κυνηγό. Και τι θήραμα: θες να το βάλεις σε μυθιστόρημα με συνέχειες, θες να το βάλεις σε σήριαλ στην τηλεόραση! Μπορείς. Ήπιε ένα ποτηράκι και άρχισε να διηγείται:

-Η οικογένειά μας μετακόμισε από την Ολλανδία επί της αυτοκράτειρας Άννας Ιοάνοβνα,[4] στα μεταλλεία… Οι πρόγονοί μου ήταν Μεννονίτες.[5] Ξέρετε γι’ αυτούς;

Ξέραμε. Ο Ιβάν Γιάκοβλεβιτς συγκινήθηκε μέχρι δακρύων: πρώτη φορά στη ζωή μου συνάντησα ανθρώπους που ξέρουν τους μεννονίτες…

Τη γερμανική γλώσσα την έχει σχεδόν ξεχάσει. Η μητέρα του τη μιλούσε ακόμα, αλλά αυτός σχεδόν δεν την μιλάει πια. Όμως καταλαβαίνει. Από τα Αλτάια η οικογένεια μετακόμισε στην Κεντρική Ασία. Παντρεύτηκε μετά τη θητεία του με Ρωσίδα. Πριν απ’ όλους κατάλαβε  ότι έπρεπε να φύγουν από την Κεντρική Ασία. Μετακόμισε στη Ρωσία. Αγόρασε σπίτι. Τακτοποιήθηκε. Η γυναίκα του είναι νοσοκόμα. Έχει τρία παιδιά. Δουλεύει στη Μόσχα οδηγός λεωφορείου. Εδώ στην περιοχή της Τβερσκάγια [6] δεν υπάρχουν δουλειές. Το παρατσούκλι του είναι Τσετσένος.

Μιλάει ωραία. Η γλώσσα του είναι ζωντανή, σωστή, χωρίς ανόητες βρισιές, με τις οποίες έχουν συνηθίσει να διανθίζουνε το λόγο τους όλοι όσοι ήταν στον στρατό ή στη φυλακή. Όλα του τα αδέλφια έχουν φύγει στη Γερμανία. Αυτός δεν θέλει να πάει. Εδώ είναι η πατρίδα του.

Τον ακούμε με προσοχή. Μιλάει πρόθυμα με λεπτομέρειες. Δεν κάνει καμία ερώτηση. Μετά κοιτάζει το ρολόι. Είναι ώρα. Ευχαριστώ, λέει, για την ωραία παρέα. Είναι πολύ σπάνιο να μπορείς να μιλήσεις με μορφωμένους ανθρώπους. Κι έφυγε. Δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην έχει στην επικράτειά του ο τσάρος πατερούλης μας, όπως έλεγε κι ο Λεσκόφ…[7]

Το λεωφορείο μας ήταν τόσο κατεψυγμένο που έτριζε. Η νύχτα δεν έλεγε να τελειώσει, η παγωνιά δυνάμωνε. Ταξιδέψαμε πάνω από μία ώρα και φτάσαμε στο χωριό. Στα αραιά σπίτια καίει η φωτιά, τα σκυλιά αλυχτάνε. Αλλά για να φτάσουμε μέχρι το δικό μας χωριό πρέπει να περπατήσουμε ακόμα έξι χιλιόμετρα μέσα από το δάσος. Μπορείς να πας και από τον δρόμο, όμως τότε είναι δύο χιλιόμετρα παραπάνω. Περάσαμε, λοιπόν, μέσα από το σκοτεινό δάσος. Σύντομα ο δρόμος έγινε μονοπάτι και μετά το μονοπάτι χάθηκε κάτω από το χιόνι κι αρχίσαμε να περπατάμε σε απάτητο χιόνι, χωμένοι μέχρι τα γόνατα. Πηγαίναμε αργά-αργά. Κάναμε διαλείμματα, πίναμε καυτό τσάι, ακόμα και φωτιά ανάψαμε. Έτριζαν τα κλαδιά του δάσους, σαν να πονούσαν από την παγωνιά, φαινόταν ότι ποτέ δεν θα βγαίναμε από εκεί. Μετά άρχισε να ξημερώνει. Φαίνονταν τα χνάρια των αγριογούρουνων, των αλεπούδων, των λαγών. Φυσικά και των σκυλιών. Ανάμεσα στα τριξίματα του παγωμένου δάσους τιτίβιζε κάποιο πουλί. Περπατούσα σαν σε όνειρο, μου φαινόταν ότι περιπλανιέμαι έξω από τον χρόνο και τον χώρο, σε μια απέραντη έκταση, σ’ έναν άλλο κόσμο… Τέλος το δάσος εξαντλήθηκε. Φτάσαμε στην άκρη και βγήκαμε στον ανοιχτό χώρο. Είχε πια φωτίσει για τα καλά. Πίσω μας ήταν ένα τείχος από τεράστια πεύκα. Σταματήσαμε να κοιτάξουμε το χωριό που ανοιγόταν μπροστά μας –ίχνος καπνού δεν έβγαινε από τις καπνοδόχους.

Και ξαφνικά, σαν έκρηξη, όλα απότομα φωτίστηκαν –πίσω μας φλογίζονταν τα φρέσκα πεύκα. Ήταν η ανατολή του ήλιου. Όλα έλαμπαν με εορταστικό φως, σπινθηροβολούσαν, κι άρχισε μια τέτοια ομορφιά, σαν κι αυτές που υπάρχουν μόνο στην παιδική ηλικία ή στο όνειρο. Και σαν επίμετρο υπήρχε κάποιο γουργούρισμα, και ακριβώς κάτω από τα πόδια μου πήδηξε και πέταξε μια μεγάλη γκρίζα άγρια γαλοπούλα.

Έμειναν λίγα για να διηγηθώ. Το σπίτι του Ντίμα ήταν τόσο κατεψυγμένο που ακόμα και τα ποντίκια είχαν φύγει. Όσο για τους ανθρώπους, οι ντόπιοι γέροι ξεχειμωνιάζουν σε συγγενείς, στην πόλη. Η μοναδική γριά που ξεχειμώνιαζε εδώ πέθανε οχτώ χρόνια πριν.

Προς μεγάλη μας χαρά, στο χωριό βρέθηκε ένας κάτοικος. Έμενε από το φθινόπωρο, έχοντας κρυφτεί από τη φασαρία της πόλης και την «αγαπημένη» του γυναίκα. Του αρέσει να ζει στο άδειο χωριό, με τα γατόσκυλά του. Μερικές φορές πηγαίνει με τα σκι στο μαγαζί του γειτονικού χωριού για ψωμί και γάλα. Έχει ένα μεγάλο μπιτόνι αλκοόλ και τροφές σε απόθεμα. Είναι συνταξιούχος. Διαβάζει, ζωγραφίζει, κάνει ξυλογλυπτική. Πίνει μόνος του. Φιλοσοφεί όταν υπάρχει κάποιος. Έξοχος και ιδιόμορφος άνθρωπος. Χάρηκε όταν μπήκαμε ξαφνικά στο σπίτι του. Ήταν η στιγμή που άναβε τη σόμπα.

Το βράδυ στρώσαμε το τραπέζι στο σπίτι του. Το σπίτι του Ντίμα θα έπρεπε να το ζεσταίνουμε δύο μέρες για να συνέλθει. Καλή χρονιά!

Κάπως έτσι θα έκατσαν στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι οι αδειούχοι στρατιώτες, ο τηλεγραφητής με την πωλήτρια, η χαρούμενη οικογένεια με τον υπό νευρική κατάρρευση σκύλο, ο Ολλανδο-γερμανός με το παρατσούκλι Τσετσένος, και η ματριόσκα με το υπερβολικό βάψιμο, η συνοδός που έμοιαζε με πρόσωπο του Ρενουάρ.

Αυτός είναι ο λαός μου. Τέτοιος είναι…

 

Η οικογένεια της Ουλίτσκαγια, λόγω του πολέμου και της εκκενώσεως της Μόσχας, μετακινήθηκε στη Μπασκιρία της Ρωσίας όπου και γεννήθηκε το 1943. Η Λιουντμίλα Γεβγκένεβνα ζει στη Μόσχα. Έχει μεταφραστεί σε 25 γλώσσες και έχει τιμηθεί με το βραβείο Μπούκερ. Η συγγραφέας έχει μεταφράσει και έργα από τα Μογγολικά.

Το διήγημα είναι από το βιβλίο Άνθρωποι της Αυτοκρατορίας μας, ενότητα Φύλακας-άγγελος για τον δρόμο.

 

 [1] Πολλές ξύλινες κούκλες η μία μέσα στην άλλη, σύμβολο γονιμότητας  και θηλυκότητας. Πρόκειται για την κούκλα που εδώ στην Ελλάδα ονομάζουν λανθασμένα Μπάμπουσκα.

[2] Η μάνα που προστατεύει με αυτοθυσία τα παιδιά της.

[3] Τραγούδι της τάβλας.

[4] Στο θρόνο της δυναστεία των Ρομανόφ από το 1730-1740.

[5] Προτεσταντική μεταρρύθμιση από τους Γκρέμπελ και Ζβίγγλιο στη Ζυρίχη το 1520.

[6] Ανάμεσα σε Μόσχα – Πετρούπολη.

[7] Νικολάι Σιμιόνοβιτς Λεσκόφ (1831-1895), Ρώσος συγγραφέας.