Ο Κος Πενθήμερος, 33.Τα όνειρα των άλλων και ο Μπουνιουέλ

Κάτι παράξενο συνέβαινε με τα όνειρα του κυρίου Πενθήμερου. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως τα όνειρα που έβλεπε δεν ήταν δικά του. Ήταν άλλων. Αλλά αυτοί τα είχαν αντιγράψει. Εκείνος τα διάβασε, μετά τα ξέχασε κι όταν πέρασε καιρός τα είδε στον ύπνο του– λίγο μόνο παραλλαγμένα. Ωστόσο τώρα που είχε αποκτήσει κρίση και σκέψη έλεγε πως αυτό δεν ήταν δυνατό. Και πίστευε πως τον είχε επηρεάσει ο Μπρετόν μ' αυτή τη μανία του να καταγράφει με ποιητικό τρόπο τα όνειρά του. Αλλιώς –αν πίστευε δηλαδή πως τα όνειρά του δεν ήταν δικά του όπως τα δάχτυλα των χεριών του-  είχε κρίση παράνοιας κι έπρεπε να συνέλθει. Ο μόνος τρόπος για να συμβεί κάτι τέτοιο ήταν να κοιμηθεί 22 ώρες για να βλέπει όνειρα και να έχει 2 μόλις ώρες εγρήγορσης. Ήταν μια εφικτή λύση γι′ αυτόν, ενώ για τον Μπουνιουέλ που την αφηγείται στην αυτοβιογραφία του, δεν ήταν εφικτή και μάλιστα στη νεότητά του. Η αυτοβιογραφία του έχει τίτλο «Τελευταία πνοή» και αποπνέει ολόκληρη ένα άρωμα απόλαυσης. Φανερώνει έναν άνθρωπο που έζησε τη ζωή του. Ονειρεύτηκε, δημιούργησε –στην περίπτωσή του αυτά τα δύο συμβάδιζαν– ερωτεύτηκε, ήπιε, κάπνισε και κάποια στιγμή έχασε την ακοή του και τότε σταμάτησε να σκηνοθετεί. Έκανε όλα αυτά που μέχρι τώρα τουλάχιστον δεν είχε κάνει ο Kος Πενθήμερος.
Διάβασε την αφήγηση 15 ονείρων που περιγράφει ο Μπουνιουέλ στην τελευταία πνοή–θρόϊσμα έπρεπε να το λέει- αφού μόνο το θρόισμα αμυδρά κόλας άκουγε εκτός όταν φορούσε ακουστικά. Αλλά αυτά μεγέθυναν τους ήχους και δεν ήταν φυσικοί αλλά κινηματογραφικοί. Σαν κινηματογράφος ήταν όλα στημένα, σκηνικό σε στούντιο.
Κανένα απ' αυτά δεν θυμόταν να είχε δει ο ίδιος ακόμη και το πιο κοινότυπο: πώς αφού έχει υπηρετήσει τη θητεία του τον υποχρεώνουν να ξαναϋπηρετήσει;  Πως πέφτει σε βάραθρο, και το απολαμβάνει,ούτε πως μόλις πατά το πόδι του στην αποβάθρα για να πάει να πιει νερό το τρένο φεύγει με όλες τις αποσκευές του. Ή πως τους επισκέπτεται στο οικογενειακό τραπέζι ο πατέρας που έχει από καιρό πεθάνει και εκείνοι ψιθυρίζουν λες και θα τους άκουγε το φάντασμα του πατέρα: "Προπάντων δεν πρέπει να του το πούμε".
Αλλά αυτό το όνειρο τον τάραξε. Είχε δει κάτι παρόμοιο;
Μια μέρα. Μεσημέρι ήταν χτύπησε το κουδούνι. Ο επίμονος διακοπτόμενος ήχος του τον σήκωσε από το παιχνίδι του. Έπαιζε πόλεμο με τα στρατιωτάκια στο πάτωμα. Νόμιζε πως ήταν η Αντριάννα, εκείνη με τα βότανα που τους ερχόταν αραιότερα όσο περνούσαν τα χρόνια. Του έκανε εντύπωση που αυτός ήταν πάλι μικρός πιο μικρός από την προηγούμενη επίσκεψη της Αντριάννας. Μήπως μίκραινε αντί να μεγαλώνει; Έδιωξε κάθε ανόητη  σκέψη και πήγε πρόθυμα να ανοίξει σαν να μην φοβόταν πια ούτε την Αντριάννα, ούτε το γένι γίδας στο πηγούνι της.Βρέθηκε μπροστά σ' έναν άντρα που ρώτησε ευγενικά αν ήταν μέσα η μητέρα του. Έτσι, χωρίς να συστηθεί. Εκείνος είπε: Εκείνη ξέρει. Ναι, αλλά ποιος να της πει πως τη ζητάει; -Ο Τηλέμαχος! Δεν έκανε άλλη ερώτηση, φώναξε τη μητέρα του κι εκείνη υποδέχθηκε τον ξένο στο καθιστικό. Έκλεισαν την πόρτα και μιλούσαν σιγανά. Ο Μάχος δεν άκουγε τίποτα. Τότε αντιλήφθηκε πως είχε το ίδιο όνομα με κείνον.
Άκουσε την εξώπορτα να κλείνει. Ύστερα η μητέρα του ήρθε να του πει πως πάει για ψώνια και θα αργήσει λίγο γιατί μετά θα πήγαινε στο… Δεν έδωσε σημασία- μόνο ρώτησε: Μαμά ποιος ήταν ο κύριος που ήρθε. -Α, μη σ’απασχολεί. Δεν θα ξανάρθει. 

-Μα είχε το ίδιο όνομα με μένα μητέρα, μήπως ήταν ο πατέρας; Μα αυτός έχει πεθάνει Τηλέμαχε. Είπε για πρώτη φορά το όνομά του. Ο Κος Πενθήμερος αυτό το όνειρο πρέπει να το είχε δει πολλές φορές και το είδε χθες ξανά ύστερα από πολύ καιρό.


Δε ζήλευε αυτούς που καταγράφουν τα όνειρά τους, ούτε αυτούς που τα χρησιμοποιούν ως όχημα δημιουργίας. Αναμφισβήτητα τα όνειρα που βλέπουμε είναι πολύ προσωπική υπόθεση. Μπορεί να συμβολίζουν κάτι, μπορεί να προβλέπουν ένα κάποιο μέλλον – ή γεγονός, όπως κυρίως πίστευαν οι άνθρωποι την εποχή του Αρτεμίδωρου. Ο Φρόυντ βάσισε ένα μέρος της θεωρίας του στα όνειρα των ασθενών του και τα ερμήνευσε προς όφελος τους. Ο Μπρετόν επίσης βάσισε το κίνημα του στον κόσμο των ονείρων και τα έκανε ποιήματα. Τα όνειρα προϊόν του Ασυνείδητου έρχονται από τα σκοτεινά σπλάχνα του αρχαϊκού ανθρώπου από τη σκοτεινιά που κρύβει μέσα του ο καθένας μας. Τα όνειρα με τη μέθοδο που ακολούθησε ο Φρόυντ είναι δυσερμήνευτα, πολλές φορές ερμητικά χωρίς κλειδί. Ίσως το κλειδί να βρίσκεται στη μνήμη του αφυπνισμένου ονειρευόμενου όταν αυτός τα ανασύρει και αρχίσει να τα αφηγείται. Ο Μπρετόν και οι σουρεαλιστές δημιούργησαν μ' αυτά, όμορφα αλλά παράξενα ποιήματα ή ζωγραφικούς πίνακες. Πολλές φορές τρομάζουν με τον παραλογισμό τους αποδέκτες τους.

10505023_662653160505289_2675983194955851996_o
Οι Μπουνιουέλ και Νταλί συνέθεσαν τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» αντλώντας από το πλούσιο ονειρικό οπλοστάσιό τους. Άρα η ταινία ήταν συνάντηση ονείρων. Ο Μπουνιουέλ είχε ονειρευτεί ένα μακρόστενο σύννεφο να κόβει το φεγγάρι κι ένα ξυράφι να σχίζει ένα μάτι. Ο Νταλί είχε δει, το προηγούμενο βράδυ, ένα χέρι γεμάτο μυρμήγκια.
Αυτές είναι οι πρώτες κινηματογραφικές εικόνες του «Ανδαλουσιανού σκύλου». Στην ταινία δεν υπάρχει κανένας σκύλος που να δήλωσε την Ανδουλουσιάνικη ταυτότητά του στο τελωνείο. Υπάρχει όμως πολύ πρόκληση, που την κατάπιαν αμάσητη οι αστοί θεατές. Αν και ο Άδωνις Κύρου ισχυρίζεται πως το κόψιμο του ματιού έκανε πολλούς να κλείσουν τα μάτια τους.Ο Κύρου στο βιβλίο του: «Ο Σουρεαλισμός στον κινηματογράφο» θεωρεί την ταινία τελείως διαφορετική απ' ό,τι παιζόταν ως εκείνη την περίοδο (ντοκιμαντέρ, νεορεαλισμός, διεισδυτική ψυχολογία κ. ά).
Το φιλμ λέει η ανάγνωση (1975) του Χανς Χέλμουτ Πρίντζλερ ήταν μια ταινία αντιπολίτευσης, «άρνηση της ταινίας, να διηγηθεί ιστορίες». Ήθελε να καταστρέψει τους κανόνες και τις συμβάσεις με κινηματογραφικές εικόνες. Τα αντικείμενα που παρουσιάζονται, λέει ο ίδιος, δεν είναι σύμβολα. Η ταινία είναι μια προκλητική φάρσα που στοχεύει στην εξεγερτική λογική της κατεστημένης τέχνης και ηθικής κάτι που συμφωνεί με τη σουρεαλιστική οπτική και φιλοσοφία.
Ο Ζωρζ Σαντούλ, ο σύντροφος του Αραγκόν στο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, στην "Ιστορία του κινηματογράφου" (1948-1952) που έγραψε λέει:
Η ταινία ήταν μια προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μέσω των Φρόυντ, Λωτρεαμόν, Ντε Σαντ και  Μαρξ 
"Η λύσσα και ο πανσεξουαλισμός κυριάρχησαν και πάλι σ' ένα έργο που η αλληγορία είχε χρησιμοποιηθεί εν συνειδήσει″ και βρίσκει πως οι απλοϊκοί συμβολισμοί θυμίζουν σχολικό χιούμορ παρά ψυχανάλυση ή επαναστατική ρητορική.Βλέπει με πολύ κριτικό μάτι μια πειραματική ταινία του ’29 και καταγγέλλει τον Μπρετόν που προσπαθεί να εξηγήσει την περίεργη φράση του Λωτρεαμόν: μια ραπτομηχανή και μια ομπρέλα σε ένα ανατομικό τραπέζι όπου το τραπέζι είναι ένα κρεβάτι, η ραπτομηχανή μια γυναίκα και η ομπρέλα ο άντρας.
Αυτή την μανία εξήγησης των πάντων με τη μία ή την άλλη μέθοδο ανάλυσης χρησιμοποιεί η κριτική συχνά με ανεπιτυχή αποτελέσματα. Καμία φορά πρέπει ν' αφήνεις τα πράγματα στην ησυχία τους, αν δεν έχεις κάτι ουσιαστικό να καταθέσεις.Πάντως το βέβαιο είναι πως η ταινία έκανε αίσθηση, δημιούργησε σκάνδαλο και ο σουρεαλισμός εκτός από ποίηση και ζωγραφική απέκτησε μια ακόμη τέχνη. Όταν μάλιστα προβλήθηκε η πιο άρτια δεύτερη ταινία του Μπουνιουέλ τον επόμενο χρόνο η «Χρυσή εποχή» έγινε μεγάλη φασαρία στη διάρκεια των προβολών της και κάποιες φασιστικές ομάδες κυνηγούσαν τον Μπουνιουέλ για να τον σκοτώσουν, ο οποίος κυκλοφορούσε πια με ρεβόλβερ. Ίσως βέβαια σήμερα να μην μπορεί πια τίποτα να προκαλέσει τέτοιες αντιδράσεις, όπως είπε κάποτε ο ίδιος ο Μπρετόν στον Μπουνιουέλ.
Αλλά κι αυτό είναι η μισή αλήθεια γιατί πάντα οι θεατές ή οι αναγνώστες θα ψάχνουν τον ορθόδοξο τρόπο αφήγησης μιας ιστορίας–με το ρεαλισμό θα αισθάνονται πιο ασφαλείς. Οποιοδήποτε κίνημα ή έργο τέχνης όσο τολμηρό κι αν είναι σοκάρει στην εποχή του και μετά ενσωματώνεται στην κατεστημένη οπτική που παραμένει πάντα η κυρίαρχη. Πρώτα αφορίζονται οι αιρετικοί ή καίγονται στην πυρά και μετά μπαίνουν στο μουσείο. Το ίδιο στερεότυπο συμπέρασμα μονότονα μπορούμε να επαναλαμβάνουμε για κάθε ανθρώπινη εκδήλωση που πάει κόντρα στο ρεύμα. Ωστόσο οι ανατροπές είναι αναγκαίες για να κυλίσει  το αργόσυρτο ποτάμι της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάστηκαν πολύ αίμα, μελάνι και δάκρυα, πολύς μόχθος, αλλά και πολλές αποτυχίες και απογοητεύσεις.