Τα μποτάκια

Είχαν κατέβει στην πόλη για ανταλλακτικά… Και ’κει, σ’ ένα μαγαζί είδε ο Σεργκέι Ντουχάνιν τα γυναικεία μποτάκια. Κι έχασε την ηρεμία του. Ήθελε να τα πάρει στη γυναίκα του. Έστω για μια φορά, σκεφτόταν, πρέπει να της κάνω ένα πραγματικό δώρο. Και το πιο σπουδαίο, ένα ωραίο δώρο… Ούτε στον ύπνο της δεν έχει φορέσει τέτοια μποτάκια.

Ο Σεργκέι θαύμαζε για πολλή ώρα τα μποτάκια, μετά χτύπησε με το νύχι του το τζάμι του πάγκου και ρώτησε καλοσυνάτα:

-Πόσο κάνουν αυτά τα σωληνάκια;
-Ποια σωληνάκια; -απόρησε η πωλήτρια.

-Ε, να… τα μποτάκια.

-Τα σωληνάκια!.. Εξήντα πέντε ρούβλια.

Ο Σεργκέι παρά λίγο να πει δυνατά, «Ω, γ…» –έσυρε τη φωνή και…

-Μμ … τσιμπάνε, είπε.

Η πωλήτρια τον κοίταξε περιφρονητικά. Περίεργα όντα αυτές οι πωλήτριες. Πουλάνε το πιο απλό πράγμα -να! σαν ένα κιλό πατάτες- κι έχουν ύφος σαν να τους χρωστάς.

Μα, στο διάολο να πάνε αυτές οι πωλήτριες. Ο Σεργκέι είχε εξήντα πέντε ρούβλια. Μάλιστα είχε εβδομήντα πέντε, αλλά… Βγήκε στο δρόμο, κάπνισε ένα τσιγάρο κι άρχισε να σκέφτεται. Τελικά, για να πούμε την αλήθεια, τέτοια μποτάκια δεν κάνουν για τις λάσπες του χωριού. Είναι αλήθεια ότι αυτή θα τα προσέχει… Μια φορά το μήνα θα τα φοράει για να πάει κάπου. Και, σίγουρα, δεν θα τα φοράει στις λάσπες, παρά μόνο όταν είναι στεγνοί οι δρόμοι. Και πόση χαρά! Αφού μόνο ο διάβολος ξέρει πόσο σπουδαία θα ’ναι η στιγμή που θα βγάλει τα μποτάκια από τη βαλίτσα και θα της πει:

«Παρ’ τα να τα φοράς!»

Ο Σεργκέι πήγε στο μαγαζάκι που ήταν κοντά στο παπουτσάδικο και στάθηκε στην ουρά για μπύρα.

Φανταζόταν πώς θα λάμπανε τα μάτια της γυναίκας του, όταν θα ’βλεπε τα μποτάκια. Εδώ που τα λέμε είναι καλή. Μερικές φορές κλαίει από τη χαρά της, σαν παιδί. Μ’ εμάς τους άνδρες πρέπει να έχουν υπομονή και υπομονή, σκέφτηκε ο Σεργκέι. Και μόνο τα αναθεματισμένα μεθύσια μας, τους φτάνουν! Και τα μωρά! Και το νοικοκυριό… Αφού αντέχουν τόσα είναι δυνατές. Εμείς κάθε τόσο ξεσκάμε, πότε με τη δουλειά, πότε με το ποτό –είναι πιο εύκολο για μας-, ενώ αυτές από το πρωί μέχρι το βράδυ είναι σαν κουρδισμένες.

Η ουρά μετακινιόταν αργά. Άνδρες έπιναν και ξανάπιναν χωρίς τέλος. Ο Σεργκέι σκεπτόταν. Για να πούμε την αλήθεια, δεν περπατάει ξυπόλητη, γιατί να κλαίγεται; Φοράει ό,τι φορούν όλοι στο χωριό… Φυσικά και είναι ωραία τα μποτάκια, αλλά δεν είναι για την τσέπη μου. Θα τα πας και αυτή θα ’ναι πρώτη που θα θυμώσει. Θα πει, για ποιο λόγο μου πήρες τόσο ακριβά μποτάκια! Καλύτερα θα ήτανε να έπαιρνες κάτι για τις τσούπρες, κα ’νά παλτουδάκι, πλησιάζει ο χειμώνας.

Στο τέλος ο Σεργκέι πήρε δύο ποτήρια μπύρα, απομακρύνθηκε προς τη γωνία και άρχισε αργά να κατεβάζει γουλιές στο λαρύγγι του. Και σκεφτόταν.

Να! έτσι ζεις –πάνε σαράντα πέντε χρόνια- και όλο σκέφτεσαι: δεν πειράζει, κάποτε θα ζήσεις καλά, εύκολα. Και ο καιρός περνάει… Και όλο πλησιάζεις σε αυτόν τον λάκκο που θα πρέπει να σε χώσουν, -και σ’ όλη σου τη ζωή κάτι περιμένεις. Αναρωτιέσαι γιατί περιμένεις, γιατί να μην έχεις τις χαρές που θα έπρεπε να έχεις; Ε να λοιπόν: υπάρχουν τα λεφτά, εκεί βρίσκονται αυτά τα πανέμορφα μποτάκια – παρ’ τα, δώσε χαρά στον άνθρωπο! Ίσως να μην ξανά ΄χεις τέτοια ευκαιρία. Οι κόρες δεν είναι ακόμη της παντρειάς, έχουν τι να βάλουν. Ενώ –για μια φορά στη ζωή της…

Ο Σεργκέι μπήκε στο μαγαζί.

-Έλα λοι-πόν, δώσ-μου να τα δω, είπε.

-Ποια;

-Τα μποτάκια.

-Γιατί να τα δεις; Ποιο νούμερο χρειάζεσαι;

-Με το μάτι θα τα υπολογίσω. Δεν ξέρω ποιο είναι το νούμερο.

-Πηγαίνει να ψωνίσει και δεν ξέρει ποιο είναι το νούμερο. Πρέπει να τα προβάρει, δεν είναι παντόφλες!

-Βλέπω ότι δεν είναι παντόφλες, φαίνεται από την τιμή, χα! χα!…

-Δεν έχεις να δεις τίποτε.

-Κι αν θέλω να τα αγοράσω;

-Και πώς θα τα αγοράσετε, αφού ούτε το νούμερο δεν ξέρετε;

-Και σεις τι ζόρι τραβάτε; Θέλω να τα δω.

-Τίποτα δεν έχεις να δεις. Αν ο καθένας θέλει να δει…

-Για κοίτα γλυκιά μου, -αγρίεψε ο Σεργκέι-, δεν σου ζήτησα να μου δείξεις τα βρακιά σου, γιατί δεν έχω όρεξη να τα δω, σου ζητάω να μου δείξεις τα μποτάκια που βρίσκονται στον μπάγκο.

-Μη βγάζετε γλώσσα εδώ, μη βγάζετε! Έχουνε βγει τα μάτια σας από το πιοτό και αρχίζουν…

-Τι αρχίζουν; Ποιος αρχίζει; Εσείς με κεράσατε; Γι’ αυτό μου μιλάτε έτσι;

Η πωλήτρια του πέταξε μια μπότα. Ο Σεργκέι την πήρε, τη γύρισε, έτριψε το δέρμα, χτύπησε το νύχι του στη βερνικωμένη γυαλιστερή σόλα… Έχωσε προσεκτικά το χέρι του στο εσωτερικό… «Πω πω! Πόσο αναπαυτικά είναι», -σκέφτηκε με χαρά.

– Εξήντα πέντε στρογγυλά; ρώτησε.

Η πωλήτρια σιωπηλή τον κοιτούσε άγρια.

«Ω θεέ μου! –είπε ο Σεργκέι έκπληκτος – καθαρό μίσος. Γιατί;»

-Τα παίρνω, -είπε βιαστικά- για να αρχίσει επιτέλους να μαλακώνει η πωλήτρια, και να μη νομίζει ότι την απασχολεί άσκοπα αφού θα αγοράσει αυτά τα μποτάκια. –Θα πληρώσω σ’ εσάς ή στο ταμείο;

Η πωλήτρια, συνεχίζοντας να τον κοιτάζει, είπε σιγά:

-Στο ταμείο.

-Εξήντα πέντε στρογγυλά ή συν κάτι ψιλά;

Η πωλήτρια τον κοίταζε συνέχεια. Στα μάτια της -ο Σεργκέι το είχε δει- υπήρχε πράγματι καθαρό μίσος. Δείλιασε… Άφησε σιωπηλά το μποτάκι και πήγε προς το ταμείο. «Τι έχει; τρελάθηκε να θυμώνει έτσι; Θα κατσιάσει πριν την ώρα της».

Ήταν ακριβώς εξήντα πέντε ρούβλια. Χωρίς επιπλέον ψιλά. Ο Σεργκέι έδωσε την απόδειξη στην πωλήτρια. Δεν τόλμησε να την κοιτάξει στα μάτια, κοίταγε πάνω από το λιπόσαρκο στήθος. «Θα ’ναι άρρωστη», -την λυπήθηκε ο Σεργκέι.

Αλλά η πωλήτρια δεν έπαιρνε την απόδειξη. Εξακολουθούσε να κοιτάζει τον Σεργκέι… Ο Σεργκέι πάλι την κοίταζε στα μάτια… Τώρα πια στα μάτια της πωλήτριας υπήρχε μίσος και επιπλέον μια περίεργη ευχαρίστηση.

-Δως μου τα μποτάκια. Είναι δικά μου.

-Στην παραλαβή, -είπε σιγά.

-Πού είναι αυτό; τη ρώτησε το ίδιο σιγά ο Σεργκέι, νοιώθοντας ότι και ο ίδιος αρχίζει να μισεί την ξερακιανή πωλήτρια.

Η πωλήτρια σώπαινε. Τον παρατηρούσε.

-Πού είναι η παραλαβή; Χαμογέλασε ο Σεργκέι κοιτάζοντάς την κατευθείαν στα μάτια. -Α! Μη με κοιτάς, μη με κοιτάς, γλυκιά μου, είμαι παντρεμένος. Καταλαβαίνω ότι αμέσως μπορείς να με ερωτευτείς, αλλά… τι να σου κάνω εγώ; υπομονή! Και που είναι η παραλαβή;

Η πωλήτρια έμεινε ξερή με το στόμα ανοιχτό… Αυτό δεν το περίμενε.

Ο Σεργκέι ξεκίνησε για την παραλαβή.

«Ω! –θαύμασε τον εαυτό του. –Από πού βγήκε αυτό! Κοίτα πώς την έκανα… την κυρά. Κάθεται και τρώγεται. Αφού την τρώει η κακία καλά της έκανα».

Στην παραλαβή του παρέδωσαν τα μποτάκια και έφυγε να βρει τους δικούς του στο σταθμό ανταλλακτικών, για να πάει στο σπίτι του. (Είχαν έρθει με τα υπηρεσιακά τους αυτοκίνητα, ένας μηχανικός και δύο οδηγοί.)

Ο Σεργκέι μπήκε στον σταθμό, υποθέτοντας ότι εκείνη τη στιγμή όλοι θα κοίταζαν το κουτί του –και θα είχαν την περιέργεια να δουν τι έχει μέσα! Μα κανείς δεν του έδωσε σημασία. Όπως πάντα, λογομαχούσαν. Κοιτούσαν έναν νέο παπά στο δρόμο και συζητούσαν για το πόσα να βγάζει. Πιο πολύ από όλους ξεφώνιζε ο Βίτκα Κιμπιακόφ, βλογιοκομμένος, χλωμός, με μεγάλα λυπημένα μάτια. Ακόμα κι όταν ωρυόταν και τους έβριζε όλους, τα μάτια του παρέμεναν θλιμμένα και σκεπτικά, σαν να κοιτούσαν τον εαυτό του με απελπιστική θλίψη.

-Ξέρεις ότι έχει δικό του «Βόλγα»;[1] -φώναξε ο «Ράσπιλ»[2] (αυτό ήταν το παρατσούκλι του Βίτκα). –Ακόμα και για τις σπουδές έχουν υποτροφία –εκατό πενήντα ρούβλια! Κατάλαβες; Υ-πο-τρο-φί-α!

-Αυτοί έχουν δικά τους αυτοκίνητα, -σωστά; ενώ οι άλλοι νέοι δεν έχουν. Τι θέλεις να πεις; Ότι έχουν δικά τους αυτοί… οι πώς τους λένε; Οι Απόστολοι; όχι οι Απόστολοι, οι άλλοι… πως τους λένε; …

-Κατάλαβες; Έχουν οι Απόστολοι δικά τους «Βόλγα»! … ξύλο απελέκητο. Ποιος απόστολος, τι ασυναρτησίες!

-Εκατό πενήντα ρούβλια για υποτροφία! Και πόσο θα είναι τότε ένας μισθός;

-Και τι νομίζεις, θα συμφωνούσε να τον καταδιώκουν τζάμπα; Σκατά! Πεντακόσια ρούβλια θα ήθελες;

-Πρέπει να είσαι πιστός.

-Όταν ο μισθός είναι πεντακόσια ρούβλια, μπορώ να πιστεύω ακόμα κι εγώ.

-Ναι, σιγά που θα πίστευες!

Ο Σεργκέι δεν ήθελε να ανακατώνεται στη συζήτηση, αν και μπορούσε να συζητήσει μαζί τους και να πει: πεντακόσια ρούβλια στο νεαρό παπά είναι πολλά. Μα να συζητήσει γι’ αυτό τώρα… Όχι, η επιθυμία του Σεργκέι ήταν να τους δείξει τα μποτάκια.

Τα έβγαλε από το κουτί και άρχισε να τα ψαχουλεύει. Τώρα όλοι θα το βουλώσουν μ’ αυτόν τον παπά…, θα σταματήσουν. Αλλά δεν σώπασαν. Τον κοίταξαν όλοι κι αυτό ήταν. Ένας μόνο άπλωσε το χέρι –δείξε μου, είπε. Ο Σεργκέι του έδωσε το μποτάκι. Ο σοφέρ –ένα άγνωστο πρόσωπο- έτριψε το δέρμα, χτύπησε με το σκληρό νύχι του τη σόλα κι έχωσε τη βρώμικη χερούκλα του στο χιονόλευκο… εσωτερικό. Ο Σεργκέι άρπαξε το μποτάκι.

-Πού βάζεις το ξερό σου;

Ο σοφέρ χαμογέλασε.

-Για ποιον είναι αυτά;

-Για τη γυναίκα μου.

Μόνο τότε όλοι σώπασαν.

-Για ποιον; -ρώτησε ο Ράσπιλ.

-Για την Κλαυδίτσα.

-Τι λες!

Το μποτάκι πέρασε από τον καθένα, και όλοι ζουλούσαν το λαιμό και χτυπούσαν τη σόλα… Στο εσωτερικό δεν τολμούσαν να χώσουν το χέρι. Μόνο μισάνοιγαν το λαιμό και κοιτούσαν μέσα στον άσπρο χνουδάτο μικρόκοσμό του. Ένας μάλιστα φύσηξε εκεί για κάποιο λόγο. Για πρώτη φορά ο Σεργκέι ένοιωσε μια άγνωστη γι’ αυτόν υπερηφάνεια.

-Και πόσο κάνουν αυτά;

-Εξήντα πέντε.

Όλοι τον κοίταξαν παράξενα. Ο Σεργκέι τα ’χασε ελαφρά.

-Τα ’παιξες;

Ο Σεργκέι πήρε το μποτάκι από τον Ράσπιλ.

Πω πω! –ξεφώνησε ο Ράσπιλ. Σέργκα… γαμ…! Τι να τα κάνει;

-Να τα φοράει.

Ο Σεργκέι ήθελε να είναι ήρεμος και σίγουρος, όμως μέσα του είχε μια ταραχή. Και του κόλλησε μια έμμονη σκέψη: «Μισό μηχανάκι. Μισό μηχανάκι». Αν και ήξερε ότι τα εξήντα πέντε ρούβλια ήταν λιγότερα από μισό μηχανάκι, αυτός σκεφτόταν με επιμονή: «Μισό μηχανάκι».

-Σου είπε να της αγοράσεις τέτοια μποτάκια;

-Τι σχέση έχει αν είπε; Τα αγόρασα και τέρμα.

-Πού θα τα φορέσει; βασάνιζαν χαρούμενα τον Σεργκέι. –Η λάσπη φτάνει στο γόνατα, κι αυτός παίρνει μποτάκια για εξήντα πέντε ρούβλια.

-Μα είναι χειμωνιάτικα![3]

-Και το χειμώνα με αυτά για πού…;

-Μετά, αυτά είναι για πρωτευουσιάνικο ποδαράκι. Έλα, η Κλάφκινα δεν χωράει με τίποτε … Τι νούμερο φοράει; Μόνο η μύτη της χωράει…

-Μα τι νούμερο φοράει;

-Α να χαθείτε…! –εξαγριώθηκε τελικά ο Σεργκέι. Εσάς τι σας νοιάζει;

Ξεραθήκανε στα γέλια.

-Μα είναι κρίμα, Σεριόζα! Δεν βρήκες στο δρόμο τα εξήντα πέντε ρούβλια.

-Εγώ τα δούλεψα κι εγώ τα ξόδεψα όπου ήθελα. Τι τρώγεστε τζάμπα;

-Μήπως σου παράγγειλε γαλότσες!

-Γαλότσες… -Ο Σεργκέι εξοργίστηκε υπερβολικά. –Σαχλαμαρίστε καλύτερα για τον παπά – πόσα, τελικά βγάζει;

-Πιο πολλά από σένα.

-Είστε σαν… κάθεστε, μα την πουτάνα μου, μετράτε τα ξένα λεφτά. –Ο Σεργκέι σηκώθηκε. –Δεν έχετε τίποτε άλλο να κάνετε;

-Τι τσαντίζεσαι; Έκανες βλακεία… Σου το ’παμε… Αυτό είναι όλο. Μη σκας άλλο.

-Δεν σκάω. Εσύ γιατί χτυπιέσαι για μένα! Μου έγινες και προστάτης… Ούτε δανεικά στα πήρα ούτε κάτι άλλο… Κάθεται, την πουτάνα μου, μέχρι να μελανιάσει απ’ το κακό του.

-Νευριάζω, γιατί μπορώ με ηρεμία να βλέπω τους ηλίθιους.

– Είσαστε αξιολύπητοι…

-Να κοιτάς τα μούτρα σου.

-Πάμε παρέα; Να γιορτάσουμε τα μποτάκια…

Ακόμα λίγος χαβαλές και ξεκίνησαν για το σπίτι.

Στη διαδρομή ο μηχανικός αποτελείωσε τον καλό Σεργκέι (είχαν φύγει με το ίδιο αυτοκίνητο).

-Για ποιο λόγο σου έδωσε τα λεφτά; -ρώτησε ο μηχανικός. Ρώτησε χωρίς κακία. Συμπονετικά. –Για κάτι άλλο;

Ο Σεργκέι σεβόταν τον μηχανικό, γι αυτό δεν ήθελε να μαλώσει μαζί του.

-Για τίποτε. Φτάνει πια.

Φτάσανε στο χωριό προς το βράδυ.

Ο Σεργκέι δεν αποχαιρέτησε κανέναν… Δεν πήγε με τους άλλους –απομακρύνθηκε. Έφυγε μόνος του για το σπίτι.

Η Κλαύδια και τα κορίτσια έτρωγαν.

-Γιατί τόσο αργά…; Ρώτησε η Κλαύδια. –Νόμιζα ότι θα διανυκτερεύσετε.

Μέχρι να τα παραλάβουμε, μέχρι να πάμε στην αποθήκη… μέχρι να κάνουμε τις διανομές…

-Μπαμπά, πήρες κάτι; -ρώτησε η μεγαλύτερη κόρη, η Γκρούσα.

-Τι; -Στο δρόμο για το σπίτι ο Σεργκέι πήρε μια απόφαση: αν η Κλαύκα αρχίσει να ξινίζει τα μούτρα της και πει «είναι ακριβά, καλύτερα θα ήταν αντί γι’ αυτά τα μποτάκια να…» τότε θα πάω να τα πετάξω στο πηγάδι.

-Έλα, πήρες κάτι; Τίποτα;

-Πήρα.

Και οι τρεις γύρισαν προς αυτόν από το τραπέζι. Τον κοιτούσαν. Αυτό το «πήρα» είχε ειπωθεί έτσι, που φαινότανε καθαρά πως δεν πήρε ένα φουστανάκι τεσσάρων ρουβλιών ο σύζυγος και πατέρας, ούτε έναν κρεατοκόφτη. Γύρισαν προς το μέρος του… Περίμεναν.

«Δεν είμαι ο αφέντης του σπιτιού τελικά, -σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή ο Σεργκέι. –Τα ’χασα. Ανάθεμά με, -αυτοσαρκάζεται. Γιατί έτσι;»

-Τράβα στη βαλίτσα. Αυτός κάθισε στην καρέκλα, πήγε να τραβήξει τα τσιγάρα από την τσέπη και παρατήρησε ότι τα δάχτυλά του έτρεμαν, τόσο πολύ ανησυχούσε.

Η Κλαύδια έβγαλε από τη βαλίτσα το κουτί, από το κουτί άρχισαν να φαίνονται τα μποτάκια… Στο ηλεκτρικό φως ήταν ακόμα πιο όμορφα. Σαν να χαμογελούσαν από το κουτί. Οι κόρες του πετάχτηκαν από το τραπέζι αναστενάζοντας και βογκώντας με πολλά αχ! και βαχ!

Θεούλη μου! … Για ποιον είναι αυτά;

-Για ποιον; Για σένα.

-Από το πόδι της Κλαύδια πετάχτηκε η παντόφλα. Έκατσε στο κρεβάτι, το κρεβάτι άρχισε να τρίζει… Το τραχύ, χωριάτικο πόδι γλίστρησε θαρραλέα στο πρωτευουσιάνικο μποτάκι. Και εφάρμοσε, αλλά δεν έκλεινε… Ο Σεργκέι ένοιωσε πόνο. Μόνο το φερμουάρ δεν έκλεινε.

-Μα τι νούμερο είναι;

-Τριάντα οκτώ.

Όχι, δεν κλείνουν. Ο Σεργκέι σηκώθηκε, ήθελε να τραβήξει το φερμουάρ με το ζόρι. Τίποτε.

-Και είναι το νούμερό μου…

-Δεν κλείνει το φερμουάρ. Στο λαιμό.

-Μα τι καταραμένα πόδια!

-Στάσου. Φόρα κάποια λεπτή κάλτσα.

-Μα για ποιο λόγο! Δεν βλέπεις…;

-Ναι…

Αχ!.. τι καταραμένα πόδια!

Η υπερένταση έσβησε.

Αχ! Αχ! –συντρίφτηκε η Κλαύδια. Μα τι πόδι! Πόσο κάνουν;…

-Εξήντα πέντε. Ο Σεργκέι άναψε τσιγάρο. Του φαινόταν ότι η Κλαύδια δεν άκουσε καλά την τιμή. Εξήντα πέντε ρουβλάκια κάνουν.

Η Κλαύδια κοιτούσε το μποτάκι, χάιδευε μηχανικά με την ανάστροφη της παλάμης της το λείο λαιμό του. Στις βλεφαρίδες της έλαμπαν δάκρια… Όχι, την άκουσε την τιμή.

-Ο διάολος να πάρει το παλιοπόδαρο! –είπε. –Μια φορούλα μου έτυχε… τι να κάνω… Αχ! Αχ! Αχ!

Ακάλεστος πόνος κλώτσαγε πάλι την καρδιά του Σεργκέι. Θλίψη. Αγάπη, ελαφρά ξεχασμένη. Άγγιξε το χέρι της γυναίκας του που χάιδευε το μποτάκι. Της το ’σφιξε. Η Κλαύδια σήκωσε τα μάτια… Συναντήθηκαν τα βλέμματά τους. Η Κλαύδια χαμογελούσε μουδιασμένα, τίναζε το κεφάλι, όπως έκανε κάποτε, όταν ήταν νέα, -ένα κάπως τσαχπίνικο λαϊκό αγοροκόριτσο μα με αξιοπρέπεια και περηφάνια.

-Έλα Γκρούσα, είσαι τυχερή. –Άπλωσε το μποτάκι στην κόρη. –Άντε, πρόβαρε.

Η κόρη τα ’χασε.

-Άντε! –είπε ο Σεργκέι. Και αυτός τίναξε το κεφάλι. – Αν περάσεις την τελευταία τάξη δικά σου.

Η Κλαύδια χαμογέλασε.

Πριν πάει για ύπνο, ο Σεργκέι καθόταν πάντα σε ένα χαμηλό σκαμνί δίπλα στην πόρτα της κουζίνας καπνίζοντας το τελευταίο τσιγάρο. Έκατσε και σήμερα… Κάπνιζε, σκεφτόταν. Όχι απλά σκεφτόταν, μα για μια ακόμα φορά ξαναζούσε τη σημερινή πράξη, αντιλαμβανόταν το απροσδόκητο που είχε τόσο τεράστια σημασία, όπως τελικά αποδείχτηκε. Στην ψυχή του ένοιωθε καλά. Θα ήταν κρίμα, εάν κάτι χαλούσε τώρα αυτήν την ωραία κατάσταση, εκείνη την ευχάριστη και σπάνια αίσθηση.

Η Κλαύδια έστρωσε στην κάμαρα το κρεβάτι.

-Άιντε, έλα… -τον φώναξε.

Σκόπιμα δεν αποκρίθηκε, -περιμένοντας τι θα πει παρακάτω;

-Σεργούλη! –τον κάλεσε τρυφερά η Κλάβα.

Ο Σεργκέι σηκώθηκε, έσβησε τη γόπα και πέρασε στην κάμαρα. Χαμογελούσε με ευχαρίστηση και έγερνε το κεφάλι… Δεν σκέφτηκε: «έγινε τρυφερή επειδή αγόρασα τα μποτάκια». Όχι, φυσικά δεν είχε σχέση με τα μποτάκια. Όχι με τα μποτάκια. Το θέμα είναι ότι…

Τίποτε. Καλά.

1970

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

Ο Βασίλι Σουκσίν κατάγεται από οικογένεια Κοζάκων της σημερινής περιφέρειας Βόλγκογκραντ. Γεννήθηκε στο χωριό Σρόστκι το 1929. Ήταν ένα πολύπλευρο ταλέντο: σκηνοθέτης, ηθοποιός, συγγραφέας και σεναριογράφος. Τιμήθηκε από τη Σοβιετική Ρωσία με δύο βραβεία και μετά θάνατον, το 1976, με το ανώτατο βραβείο Λένιν. Πέθανε το 1974.

[1] Πολυτελές σοβιετικό αυτοκίνητο.

[2] Μεγάλη σιδερένια λίμα.

[3] Το χειμώνα στη Ρωσία δεν έχει λάσπες.