Η αποκήρυξη

Ο αξιοπρεπής κύριος με το αριστοκρατικό πρόσωπο και τα γκρίζα μαλλιά πήρε μολύβι και χαρτί, κάθισε στο γραφείο του, κι αφού τράβηξε βαθιές εισπνοές, άρχισε να γράφει:

«Κύριε διευθυντά, με ειλικρινή έκπληξιν διάβασα στο σημερινό φύλλο της έγκριτης εφημερίδος σας το ρεπορτάζ από την δίκην του Αριστοτέλη Μαυροκορδάτου, ή Τέλη επί το χαϊδευτικότερον. Ταυτοχρόνως, ησθάνθην και μεγάλη λύπη διότι ο ανωτέρω 30ετής νεαρός, ο οποίος κατά δυστυχίαν τυγχάνει γιος μου κάθισε εις το εδώλιον του κατηγορουμένου με την κατηγορίαν της εκμεταλλεύσεως κοινής γυναικός. Η δημοσίευσις της φωτογραφίας του εις τον Τύπον και η εμφάνισίς του εις την αίθουσαν του δικαστηρίου (όπως απηθανατίσθη από τις ανθρωποβόρες κάμερες των δημοσιογράφων), αποτελούν βαρύ πλήγμα για το κύρος μου. Η περίπτωσίς του συζητείται ήδη στα καφενεία και τα σαλόνια των οικιών ανά την επικράτειαν, αμαυρώνοντας την υποδειγματική εικόνα που έχει σχηματίσει δι′ εμέ ο ελληνικός λαός.

Επειδή η χρήση του ονόματός μου («γιος του γνωστού ζωγράφου Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου») μου προξενεί ηθικήν βλάβην, απευθύνομαι σε σας και τις φιλόξενες στήλες της εφημερίδος σας, ζητώντας να μου δοθή η ευκαιρία να προβώ στις αναγκαίες διευκρινίσεις. Ευθύς εξαρχής δηλώνω ότι το προαναφερθέν άτομο που κατεδικάσθη σε τέτοια βαριά ποινή (θεωρώ ότι οι δικασταί υπήρξαν επιεικείς, εξαιτίας του καταξιωμένου ονόματος που φέρει) είναι μεν γιος μου αλλά από τον ατυχή προηγούμενον γάμον μου. Αισθάνομαι την ανάγκη να σας γνωστοποιήσω ότι από τον δεύτερο γάμον μου έχω άλλον ένα γιο ηλικίας 18 ετών (σπουδάζει ανατολικές φιλοσοφίες σε πανεπιστήμιον του Νέου Δελχί) και μία κόρη ηλικίας 14 ετών (είναι μαθήτρια γυμνασίου σε ονομαστό ιδιωτικό σχολείον του Παλαιού Ψυχικού).

Κατά δυστυχίαν, κύριε διευθυντά, διά λόγους ανεξάρτητους της θέλησεώς μου εστερήθην της δυνατότητος να αναθρέψω τον ανωτέρω καταδικασθέντα με τις ηθικές και θρησκευτικές αρχές οι οποίες με διέπουν (με τις ίδιες που με ανέθρεψαν οι μακαριστοί γονείς μου), ώστε να τον αποδώσω εις την κοινωνίαν ως χρηστό και τίμιο πολίτη. Συγκεκριμένως, από ηλικίας 3 ετών την ευθύνην της ανατροφής του ανέλαβε η μητέρα του, με την οποία διεζεύχθημεν μετά από τετραετή έγγαμον βίον, αφού το αρμόδιον δικαστήριον έκρινε ότι εξαιτίας της φύσεως της τότε εργασίας μου ήτο αδύνατον να τον μεγαλώσω με την απαιτούμενην φροντίδα. Την εποχήν εκείνην υπηρετούσα ως αξιωματικός καταστρώματος σε ποντοπόρα πλοία, επάγγελμα που δεν είχον επιλέξει με αυστηρά επαγγελματικά κριτήρια αλλά που αποτελούσε προσωρινήν λύσιν ανάγκης.

Οφείλω να τονίσω ότι είχα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθειαν για να αποτρέψω την έκδοσιν διαζυγίου, πράγμα που τελικώς δεν κατόρθωσα (αν δεν είχε συμβεί αυτό, δε θα βρισκόμουν τώρα εις την δυσάρεστον θέσιν να υπερασπίζομαι τον εαυτόν μου). Το δικαστήριον, το οποίον είχε κρίνει τη μητέρα του Αριστοτέλη ως ένοχην μοιχείας, τον απέδωσεν εις αυτήν για να τον αναθρέψει. Με τη γυναίκα αυτήν (δεν έχω επικοινωνήσει μαζί της επί δύο δεκαετίες, τουλάχιστον) παντρευτήκαμε από έρωτα, αλλά συντόμως μου εγεννήθησαν υπόνοιες ότι συνδέεται με άλλον άνδρα. Μια μέρα της ανακοίνωσα ότι μπαρκάρω με νεότευκτον δεξαμενόπλοιον της εταιρίας Olympic Maritime του Αριστοτέλη Ωνάση (χάριν αυτού του σημαντικού Ελληνος δόθηκε το όνομα του σταγειρίτη φιλόσοφου εις τον γιο μας τιμής ένεκεν) το οποίο εναυπηγήθη στις εγκαταστάσεις της Χιτάτσι στη Γιοκοχάμα, εντούτοις δεν ανεχώρησα διά το αεροδρόμιον. Το ίδιο βράδυ επέστρεψα εις το διαμέρισμά μας και ανοίγοντας την πόρταν με το κλειδί μου τη συνέλαβα σε ανάρμοστη στάση με άγνωστον άνδρα και μάλιστα επί της συζυγικής κλίνης. Παρά την ταραχήν μου, της εφέρθην αψόγως: δεν τράβηξα φωτογραφίες (μολονότι έφερα μαζί μου επί τούτου τη φωτογραφικήν μου μηχανήν ιαπωνικής κατασκευής και προελεύσεως), δεν έσπευσα να καλέσω μάρτυρες, δεν την έβρισα, ούτε ύψωσα το χέρι μου. Την ερώτησα απλώς «Αυτή είναι η αγάπη σου;» κι εκείνη μου απεκρίθη σκαιώς «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Είχα την πρόθεσιν να τη συγχωρήσω, η ανοίκεια όμως αντίδρασίς της με ώθησε να ζητήσω διαζύγιον.

Θέλω να τονίσω, κύριε διευθυντά, ότι χάριν εκείνης της γυναίκας είχα έρθει σε σύγκρουσιν με την οικογένειάν μου, μίαν εκ των επιφανεστέρων των Αθηνών, με σημαντική ακίνητη περιουσίαν εις την Αττικήν, πολυκατοικίαν στους Αμπελοκήπους και μεγάλο κατάστημα νεωτερισμών εις την οδόν Σταδίου. Επιπλέον, μικρό ξενοδοχείον επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, πλησίον της Ομόνοιας, αυτό (του το έγραψαν οι γονείς μου πριν τον θάνατόν τους, ώστε να έχει πόρους ζωής, διότι ανέκαθεν ήτο φυγόπονος και ακαμάτης) στο οποίο είχε εγκαταστήσει την ιερόδουλον, ενώ ο ίδιος περιπλανάτο εις την πλατείαν προς άγραν πελατών. Εξαιτίας της εγκατέλειψα τις σπουδές μου εις την Α.Σ.Κ.Τ. και ακολούθησα το επάγγελμα του ναυτικού, στο οποίον δεν υπήρχε καμιά απολύτως οικογενειακή παράδοσις -όλοι οι πρόγονοί μου υπήρξαν έμποροι ή καλλιτέχνες. Οι οικείοι μου είχαν αντιταχθεί σφόδρα σ’ εκείνον τον γάμον εξαιτίας της άσημης καταγωγής της υποψηφίας συζύγου μου, η οποία επιπροσθέτως δεν είχε κάνει ανώτερες σπουδές, ούτε είχε διδαχθεί οιανδήποτε τέχνην. Παντρευτήκαμε (αντί να γίνει ο γάμος εις τον ιερόν ναόν του Αγίου Διονυσίου της οδού Σκουφά, όπως οι οικείοι μου πάντα ονειρεύοντο, έγινεν εις μιαν μικρήν εκκλησίαν του Κολωνού χωρίς προσκεκλημένους) και επειδή είχαμε άμεσην χρείαν χρημάτων, τα οποία εκείνοι μου αρνήθησαν, αμέσως μετά τον γάμον μπαρκάρισα.

Η μητέρα του περί ου ο λόγος καταδικασθέντος υπήρξε το είδωλόν μου κατά τα έτη της εφηβείας. Είχα πιστέψει εις αυτήν, είχα κάνει όνειρα για το κοινόν μας μέλλον. Ορκιζόμουν στο όνομά της, η σκέψις της με συντρόφευε κατά τη διάρκειαν των πολυήμερων ταξιδιών μου, τα γράμματά της μου πρόσφεραν παρηγοριάν τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου. Πάνω στο γραφείον μου είχα πάντοτε κορνιζαρισμένην την φωτογραφίαν της (μαζί με μια φωτογραφία από τα γυμνασιακά μας χρόνια στην οποία καθόμαστε οκλαδόν εις την ρίζα ενός δένδρου, στη φλούδα του οποίου είχα χαράξει με σουγιάν μια καρδιά τρυπημένη με βέλος και τα ονόματά μας: Κωνσταντίνος-Μαίρη) η οποία ενστάλαζε βάλσαμον στην ψυχήν μου.

Θεωρώ τη συμπεριφοράν της τέως συζύγου μου ως απαράδεκτον και αντιπαρέρχομαι με αποτροπιασμόν τα σχόλια διαφόρων ανευθύνων προσώπων τα οποία διατείνονται ότι αυτή οφείλεται δήθεν στη φύσιν του επαγγέλματός μου, ιδιαιτέρως δε στην πολύμηνον απουσίαν μου από την οικογενειακήν εστίαν. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο παρείσακτος που διέλυσεν τη συζυγικήν αρμονίαν δεν ήτο ο μόνος άνδρας που εισήλθε στο σπίτι μου (άρα η απιστία της συνδέεται απολύτως με τις αχαλίνωτες ορμές της), πιστεύω ότι πριν από αυτόν είχαν προηγηθεί κι άλλοι.

Είναι περιττόν, κύριε διευθυντά, να ομολογήσω ότι ουδέποτε κατά τη διάρκειαν του έγγαμου βίου μου (με την πρώτην και με τη δευτέραν σύζυγόν μου) συνήψα σχέσεις με άλλην γυναίκα. Επίσης δεν εκοιμήθην περιστασιακώς με καμιά από τις γυναίκες οι οποίες χαρίζουν επ’ αμοιβή στιγμές χαράς στους μοναχικούς θαλασσοπόρους στα λιμάνια του κόσμου, κι αυτό μολονότι, όπως καταλαβαίνετε, μου εδόθησαν άπειρες ευκαιρίες. Κρίνων εξ ιδίων τα αλλότρια, έτρεφα τη βεβαιότητα ότι εκείνη την οποία επέλεξα ως μητέρα των παιδιών μου θα εστέκετο εις το ύψος των περιστάσεων και θα έμενε εγκρατής, όπως εγώ, τιμώντας το όνομά μου, χωρίς να καταχράται της εμπιστοσύνης μου.

Λυπάμαι και πάλι που είμαι αναγκασμένος να διαχωρίσω την θέσιν μου από το προαναφερθέν άτομο που τυγχάνει να είναι γιος μου, αλλά φρονώ ότι η ενέργειά μου τούτη είναι απαραίτητη για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Δηλώνω κατηγορηματικώς ότι το μοναδικόν κοινό σημείο που έχουμε είναι το επώνυμο, αυτό που ο ανωτέρω έχει διασύρει με τον χειρότερον τρόπον.

Παρακαλώ, όπως η παρούσα επιστολή δημοσιευθεί εις περίοπτον θέσιν της εφημερίδος σας, ώστε να τη διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι αναγνώστες, κι επομένως να καταστή δυνατή η αποκατάστασις της τρωθείσης υπολήψεως και του σπιλωθέντος ονόματός μου.

Μετά τιμής. Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος.»

Ο αξιοπρεπής κύριος με το αριστοκρατικό πρόσωπο και τα γκρίζα μαλλιά, αφού υπέγραψε κάτω από το κείμενο της επιστολής του, τη διάβασε από την αρχή, την ξαναδιάβασε, κι ύστερα, την έκανε μικρά κομματάκια. Τα έριξε στη λεκάνη της τουαλέτας και μετά πάτησε δυνατά το μεταλλικό μπουτόν στο πάνω μέρος του καζανακιού. Ενας καταρράκτης νερού στροβίλισε τα χαρτάκια, τα παρέσυρε στην αποχέτευση της πολυκατοικίας κι από κει, μέσω του κεντρικού αγωγού της Αθήνας, τα οδήγησε στο χώρο βιολογικού καθαρισμού της Ψυττάλειας.