Ο Κος Πενθήμερος, 29. Η Μητέρα του Κου Πενθήμερου

         Χρόνια τώρα δεν κυκλοφορούσε τίποτα στις φλέβες του Κου Πενθήμερου. Ούτε αίμα, ούτε μελάνι, ούτε αλάτι. Ίσως μόνο νερό. Γιατί ο κος Πενθήμερος δεν διψούσε ποτέ. Τουτέστιν δεν έπινε. Δεν υπήρχε θυμός στο θυμικό του. Δεν περιείχε σκέψεις το κεφάλι του. Δεν είχε πονοκεφάλους. Ταχυκαρδίες. Φούσκωμα στο στομάχι. Δεν ένιωθε φόβο όταν ξυπνούσε το πρωί. Ούτε όταν έβλεπε το πρόσωπό του στον καθρέφτη.
           Αυτός ο άνθρωπος ήταν ολόκληρος ένα δεν. Δεν αυτοπροσδιοριζόταν. Γιατί άλλωστε; Δεν είχε ανάγκη κανέναν. Δεν είχε ποτέ πατέρα. Δεν τον γνώρισε. Του ήταν και θα παρέμενε άγνωστος. Η μητέρα του δεν του μίλησε ποτέ γι′ αυτόν. Κι εκείνος έπαψε να ρωτάει. Δεν θα μάθαινε ποτέ αν έμοιαζε στον πατέρα του. Η μητέρα του δεν είχε άσχημα χαρακτηριστικά· ούτε εκείνος. Αλλά δεν θάλεγε κανείς ότι της έμοιαζε και πολύ. Αν τους έβλεπες έξω μαζί δεν θα τους έπαιρνες για μαμά και γιο. Η κα Ευδοξία είχε μακρόστενο πρόσωπο. Μεγάλα μάτια αμυγδαλωτά. Ολόλευκη καλοσχηματισμένη μύτη. Ανασηκωμένο φρύδι και ένα πολύ μεγάλο στόμα με μάλλον παχιά χείλη. Είχε ακόμη ένα πολύ θεληματικό πηγούνι. Με μια βούλα στη μέση βαθιά σαν του Κερκ Ντάγκλας, αλλά φυσικά δεν του έμοιαζε καθόλου. Αλλιώς θα ήταν άντρας όχι γυναίκα. Αν και η κα Ευδοξία, μητέρα του Κου Πενθήμερου δεν ήταν και πολύ θηλυκή. Είχε πολύ μικρά στήθη. Καθόλου καμπύλες, ανύπαρκτη περιφέρεια και ο κώλος της ελάχιστα ξεχώριζε. Ήταν αυτό που θα λέγαμε ξυλάγκουρο. Ήταν ψηλή περίπου ένα και ογδόντα. Τα χέρια της ήταν μακρυά. Λεπτά. Ήταν περιποιημένη και φιλάρεσκη. Είχε βραχνή φωνή. Κάπνιζε αρειμανίως και αδιαφορούσε για το γιο της. Μάλλον γι′ αυτήν ο γιος της δεν υπήρχε. Δεν του απηύθυνε παρά ελάχιστες κουβέντες. Μόνο τα τυπικά: καλημέρα, γεια σου αγόρι μου. Άντε να ξαπλώσεις. Φρόνιμα όσο θα λείπω. Τι είπες; Αυτό δεν είναι σωστό. Θα σου πω όταν γυρίσω. Θα ξαναφύγω μη σηκώνεσαι. Δεν χρειάζεται να μου κάνεις παρέα πήγαινε στο δωμάτιό σου. Αύριο θάρθουν κάτι φίλες μου να παίξουμε χαρτιά. Καλύτερα να πας καμιά βόλτα. Ξέρεις τώρα εσύ. Σήμερα είμαι κουρασμένη. Δε μαγείρεψα. Ετοίμασε κάτι μόνος σου. έχεις φάει; Όχι, όχι για μένα. Εγώ δεν πεινάω.
Εξάλλου ποτέ δε σου είπα να κάνεις κάτι για μένα. Ούτε θέλω να κάνεις κάτι. Δεν χρειάζεται να μου δείχνεις την αφοσίωσή σου. Δεν είσαι υποχρεωμένος. Το ξέρω πως είσαι γιος μου. Δεν το ξέρω λες;


         Ο κ. Πενθήμερος ήξερε πάντα τι θα πει. Είχε μια –την ίδια πάντα– ατάκα για κάθε περίσταση. Και για να πούμε την αλήθεια –όσο πικρή κι αν είναι– δεν ελάμβαναν χώρα και πολλές περιστάσεις. Ζούσαν οι δυο τους. Όλα συνοψίζονταν στις δύο αυτές λέξεις. Διότι ζούσαν χωριστά οι δυο τους. Ο καθένας στο δικό του.
       Ο κ. Πενθήμερος σπάνια κοιτούσε στα μάτια τη μητέρα του. Λες και ήταν απαγορευμένο. Η μητέρα του κ. Πενθήμερου, η κα Ευδοξία δεν τον είχε αγγίξει ποτέ. Δεν τον είχε χαϊδέψει, δεν τον είχε δείρει. Αλλά ούτε τον είχε μαλώσει για κάποια σκανταλιά, πονηριά ή παρασπονδία.
         Ποτέ δεν είχε ακούσει όπως άλλοι συμμαθητές του: Τι θα κάνεις εσύ στη ζωή σου. Δεν ασχολείσαι με τίποτα. Είσαι ένας τεμπέλης. Τι πήρες σήμερα στα μαθηματικά; Πώς πήγε το μάθημα σήμερα; κ.ο.κ.
       Είχε συνηθίσει κι εκείνος σ” αυτήν την απουσία κάθε μητρικού ενδιαφέροντος.
       Ούτε εκείνος την απασχολούσε με τίποτα δικό του.
Έτσι καταπίεζε τις επιθυμίες του. Ώσπου δεν είχε καμιά επιθυμία.

Δεν επιθυμούσε τη συντροφιά της, τα λόγια της, την παρουσία της.
Η μητέρα του γι′ αυτόν ήταν μια έλλειψη.

Δεν έμαθε ποτέ τι σκεπτόταν γι′ αυτόν.

Δεν ήξερε καν αν τον ανέφερε ποτέ στους άλλους.