Εκατό χρόνια από την αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου
20/07/2014
Ο Περικλής Γιαννόπουλος αγαπούσε πάντα το φως. Το αττικόν φως. Το είχε υμνήσει στην «Ελληνική Γραμμή» (1903). Την ελληνική γραμμή, με την έννοια της προοπτικής και του προορισμού, του νεοσύστατου, τότε, ελληνικού κράτους, ακολούθησαν πολλοί ως σήμερα. Ιδίως μάλιστα η γενιά του ’30, η οποία πάνω στην αισθητική της ελληνικής γραμμής βάσισε το ιδεολόγημα της ελληνικότητας. Ο Περικλής Γιαννόπουλος συνέδεε το κάλλος και τη νεότητα, με το λόγο, την αποστολή, τον προορισμό. Ήθελε να κηρύξει μια καινοφανή θεωρία, που στηριζόταν στο κλέος του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, καθώς και στο φως (φάος) το οποίο εξέπεμπε, ώστε το έθνος να πραγματώσει τις προσδοκίες του. Ωστόσο ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν ήθελε να γεράσει, ήθελε να πεθάνει νέος «ό,τι έγραψα εγώ θα το γράψουν άλλοι καλλίτερα. Δεν έχει καμμίαν σημασίαν. Το χώμα θ’ αναδώσει μόνο του, ό,τι έγραψα». Αυτός είχε ρίξει το σπόρο, είχε ζωογονήσει τις επιθυμίες, είχε αναρριπίσει τη φλόγα που ένωνε το νέο έθνος με την παράδοσή του. Ήταν δύσπιστος στη συνέχει της ελληνικής φυλής, αντίθετα με τον Παπαρηγόπουλο, προσπερνούσε τα σκοτεινά χρόνια του Βυζαντίου, και συνακόλουθα απέρριπτε τον Χριστιανισμό, όπως τουλάχιστον είχε συνδεθεί με τον πολιτισμό – επειδή ο τελευταίος μαχόταν σε μεγάλο βαθμό την αρχαιοελληνική παράδοση. Δηλαδή προτιμούσε τον Ιουλιανό τον Παραβάτη απ’ τον Κοσμά τον Αιτωλό ( «αφού ο Έλλην εχάθη εις την Αλεξανδρινήν Εποχήν, εξερωμαΐσθη εις την Ρωμαϊκήν, εξεβαρβαρώθη κι εξεπατώθη εις την Βυζαντινήν, είναι νέος άνθρωπος τώρα με νέαν γλώσσαν»). Θαύμαζε ό, τι ευαγγελιζόταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και περίμενε με λαχτάρα το 1909. Πίστευε δηλαδή σε μια ανατροπή, σε μια επανάσταση. Από την άλλη αισθανόταν αλληλέγγυος προς τον αντιβενιζελικό Ίωνα Δραγούμη.Ελάχιστοι φίλοι τού απέμειναν μετά το «Νέον Πνεύμα» (1906) και την «Έκκλισιν προς το πανελλήνιον κοινόν» (1907). Με αυτά τα δύο ρηξικέλευθα κείμενα προκάλεσε τους πάντες σχεδόν. Γιατί ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν πολιτικός συγγραφέας και παρά τις αντιφάσεις του θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει το πιο γνωστό έργο του «Ελληνική Γραμμή», Πολιτική Γραμμή υπέρ του έθνους και των πεπρωμένων του και εναντίον των δυτικών και του πνεύματος με το οποίο οι τελευταίοι προσπαθούσαν να επηρεάσουν το ελληνικό κράτος και τον πολιτισμό του ( «Κοινωνία η οποία επέταξε την φουστανέλα προχθές και εφόρεσεν Ευρωπαϊκά. Κοινωνία η οποία επέταξε συγχρόνως κάθε ιδέαν και αίσθημα ελληνικόν και ήρπασε κάθε φραγκικόν. Εβρέθη με μίαν μανίαν μίσους κατά των ιδικών της πραγμάτων και μίαν τραγικήν ξιπασιάν προ των ξένων»). Λιβελογράφησε κατά τις «Σχολής του Μονάχου», μιας ολόκληρης δηλαδή γενιάς Ελλήνων ζωγράφων που καθόρησε την πορεία της ελληνικής ζωγραφικής. Οι αισθητικές μελέτες του Περικλή Γιαννόπουλου είχαν ζέση και οίστρο, είχε ενστερνιστεί τη «Θεωρία του Περιβάλλοντος». Είχε διαβάσει Ιππόλυτο Ταίν, καθώς και τον διασημότερο αισθητικό της εποχής του, Τζον Ράσκιν, ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος του αισθητισμού κι επηρέασε αποφασιστικά τόσο τη ζωγραφική της εποχής του (τους προραφαηλίτες ζωγράφους), όσο και τις άλλες εκφάνσεις αυτού του κινήματος. Ο Ράσκιν επηρέασε ακόμα το γνωστότερο, αλλά όχι και σημαντικότερο εστέτ του 19ουαιώνα, τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ο τελευταίος, όπως και ο προκάτοχός του Γιορίς Υσμάν με το αριστουργηματικό μυθιστόρημά του «Ανάποδα», γλίστρησαν νωρίς προς την ντεκαντάνς. Ο Γιαννόπουλος, αν και αναστράφηκε το διάστημα της διαμονής του στο Παρίσι με το κλίμα της ντεκαντάς, καθώς και με τον Μπωντλαίρ, εγκατέλειψε και το Παρίσι και τη λογοτεχνία του κακού, καθώς και τις σπουδές κοντά στον διάσημο Σαρκό, που επηρέασε τον Φρόυντ, εξαιτίας της περιώνυμης μελέτης του για την υστερία. Προηγουμένως, αλλά και μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, ο Γιαννόπουλος μετέφρασε Ντίκενς, Λοτί, Ουάιλντ, Μπωντλαίρ, Τελιέ. Συνέγραψε ακόμα δεκαπέντε πρωτότυπα πεζά ποιήματα από το 1894 έως το 1904. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που μετέφρασε το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε με εξαιρετικό τρόπο. Στο Παρίσι έκανε παρέα με τον Ζαν Μωρεάς (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος 1856-1910), ο οποίος πολιτογραφήθηκε Γάλλος, μεταφράστηκε από τον Μιλτιάδη Μαλακάση και ήταν μία από τις εξέχουσες μορφές του γαλλικού συμβολισμού.Αφήνοντας, λοιπόν πίσω του, ο Γιαννόπουλους, το findesiècle και τον θάνατο του Θεού, που ευαγγελίστηκε ο Νίτσε, ξαναγεννήθηκε στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ο Γεώργιος Γεννάδιος, άλλωστε, το συμβούλεψε να αφήσει «τον Μπωντλαίρ και τα άλλα περιττώματα, δηλαδή τον παλιό του εαυτό και να χαράξει ένα διαφορετικό ελληνικό προορισμό. Κάποιος φίλος, που παρέμεινε ανώνυμος, παραχώρησε στον Περικλή Γιαννόπουλο ένα δώμα απέναντι από το θέατρο του Διονύσου. Το σπίτι αυτό είναι το τελευταίο στη σειρά των οίκων της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, που αυτή τη στιγμή ανακαινίζεται. Από τον εξώστη του δώματος ατένιζε το θαύμα του ελληνικού πολιτισμού και τις ημέρες εκείνου του Απριλίου του 1910 κάνει πρόβες αυτοκτονίας. Ίσως γιατί τον έκαψε το ανελέητο φως των τριανταεννέα προηγουμένων καλοκαιριών, ίσως γιατί δεν είχε σχέδια για το καλοκαίρι του 1910 ή τέλος κατάλαβε πως η εποχή του είχε παρέλθει. Είχε κάνει άλμα στο παρελθόν προσβλέποντας σ’ ένα κοντινότερο μέλλον, απαλλαγμένο από τις ομίχλες της δύσης και την παρακμή της. Σεβόταν όμως την γη που τον γέννησε και δεν ήθελε να επιστρέψει σ’ αυτήν. Ήθελε να ταφεί στον βυθό. Άφησε ένα σημείωμα στον ακριβό του φίλου Δημήτριο Καμπούρογλου, τον αθηναιογράφο, στο οποίο σημείωνε :
« Αθήναι Άνοιξης Δημητράκη Δύο λέξεις βιαστικές. Έχω φύγει για Θεσσαλία και από ‘κει για ταξίδι άγνωστο και μακρινό, κάθε άλλη έκδοσις διαψευσθήτω και εμποδισθήτω κάθε εκδήλωσις ανθρωποειδής. (…) Μόνο στη φύσι θα με θυμάστε εμένα. Τίποτε άλλο δεν είναι για μένα. Και στον ύπνο μου – τι γλυκός και τι δροσερός – θέλω να ξέρω ότι είμαι μόνο με τα μυστικά μόνο με τα ωραία. Έλα παιδί μου να σε φιλήσω πολύ πολύ. Τρομερά βιαστικά Περικλής»Κάθε μέρα ανέβαινε στον Ιερό Βράχο, στόλιζε την κώμη του με ταπεινά λουλούδια και πήγαινε με άμαξα ως το Σκαραμαγκά. Έλεγε στον αμαξά να περιμένει. Έλυνε το άλογο και κάλπαζε προς την ακτή. Το άλογο έβρεχε τα πόδια του και πισωγύριζε, νομίζοντας πως ο αναβάτης του ήταν αφηρημένος και δεν είχε προσέξει πως όδευαν προς το νερό. Γνώριζε πόσο όμορφος και καλός ήταν εκείνος μαζί του και τον προστάτευε. Εκείνη όμως στις 7 εκείνου του Απριλίου, στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ουαιώνα – του αιώνα των άκρων, όπως τον αποκάλεσε ο Έρικ Χόμπσμπαουμ στο ομώνυμο βιβλίο του για τον προηγούμενο, πλέον, αιώνα – ένας ακραίος, ένας άσωτος, ένας για πολλούς, διαταραγμένος, ένας κατ’ άλλους «καταραμένος», ένας άνθρωπος που δεν πόθησε τίποτ’ άλλο τη ζωή του από το καλό των άλλων, βάδισε με το ίδιο εκείνο άλογο, που τον αγαπούσε τόσο, στην θάλασσα. «Ο Γιαννόπουλος έφθασεν εφ’ αμάξης υπό ραγδαίαν βροχήν. Παρά τι μικρόν φυλακείον εκεί εκάθησεν, έφαγεν, έπιε μπύραν (…) Ίππευσε στεφανωμένος με αγριολούλουδα, και, αφού ανήρτησεν επάνω του ένα κομψόν σάκκον πλήρης βαρών, όρμισε προς τα μαινόμενα κύματα και την ανοιξιάτικην μπόραν με απερίγραπτον τραγικήν ορμήν. Όταν έφθασε, καβάλα εις το άλογο που εκολυμβούσεν εις τα βαθειά, τότε επυροβόλησε κατά της κεφαλής του και εχάθει, ενώ το άλογο αγριεμένο και ρουθουνίζον, επανήλθε εις την ακτήν.» Ο συντάκτης της εφημερίδας «Πατρίς» αφηγήθηκε τη σκηνή αυτή στις 11 Απριλίου του 1910. Η άμαξα που τον μετέφερε στον Σκαραμαγκά ήταν στολισμένη με πασκαλιές, ίσως για να θυμίζει το στίχο του Έλιοτ «πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», καθώς και τον σκληρό εκείνο Απρίλη. Ο στίχος είναι από την «Έρημη Χώρα», που δημοσιεύτηκε δώδεκα χρόνια αργότερα. Ο συντάκτης της εφημερίδας «Πατρίς», επανέρχεται στις 22 Απριλίου με την ακόλουθη περιγραφή της ανεύρεσης του πτώματος του Περικλή Γιαννόπουλου : «οι οφθαλμοί έλειπον, αλλά μόλις εφαίνετο διότι τα βλέφαρα είχον συμπτυχθή, έφερε δε ουλήν επί του δεξιού κροτάφου και ετέραν παρά των κανθόν του δεξιού οφθαλμού, σημεία της χρήσεως του ρεβόλβερ κατά την αυτοκτονίαν και εκ της οποίας κατά την ιατροδικαστικήν αυτοψίαν επήλθε ακαραίως ο θάνατος, της σφαίρας διελθούσης δια του εγκεφάλου. (…) Το πτώμα παρουσίαζε κατάστασιν αγαλματώδη των σαρκών προσκολληθεισών επί των ενδυμάτων λόγω της δεκαπενθημέρου παραμονής του πτώματος εις τα ύδατα. (…) Ευρέθησαν δε επ’ αυτού εν ωρολόγιον με μπρελόκ, δώρον το οποίον τω έφερεν εκ Παρισίων ο κ. Κατσίμπαλης, και το οποίον έφερεν περιθώριον δια σημειώσεις επί του οποίου εφαίνετο κάτι γραφέν προσφάτως. Τω ωρολόγιον εσημείωνε ώραν 11 και 3 λεπτά , εκ του οποίου καταφαίνεται ότι ολίγον προ της ώρας αυτής έπεσεν εις την θάλασσαν, ο Γιαννόπουλος. Εντός του φυλακίου του ανευρέθει το πορτμονέ του φέρον μόνον εν οξειδωθέν εκ του ύδατος δεκάλεπτον. Το δεκάλεπτον το οποίον έλαβεν μόνον μεθ’ εαυτού ο αυτοκτονήσας ήτο, φαίνεται, κατά την αντίληψην του Γιαννοπούλου, όστις ήτο αρχαίος Έλλην μέχρι μυελού οστέων το τίμημα των ελληνικών πορθμείων δια τον Χάρωνα, ο οποίος θα το έφερε δια της Αχερουσίας εις τα Ηλύσια, όπου μετέβαιναν κατά την ελληνικής πίστην αι ωραίαι και ευγενείς ελληνικαί ψυχαί». Δεν έγινε σεβαστή η επιθυμία του να παραμείνει στην απέραντη, γαλήνια, γλαυκή αγκαλιά της θάλασσας. Απερρίφθη και η ιδέα να επαναριφθεί η σωρός του στη θάλασσα – λέξη που μας έρχεται κατευθείαν από τον Όμηρο παραλλάσσοντας μόνον τα διπλά σίγμα στ ταυ. Αλλά δεν εναπετέθει σε κιλλίβαντα ή σε άρμα ή έστω στην άμαξα γιατί ο Πρωθυπουργός διέταξε να μην μεταφερθεί καν στην Αθήνα για να μην γίνει θόρυβος και αναστατωθεί το κλεινόν άστυ, κάτω από τον Ιερό Βράχο, που τόσο λάτρεψε ο Περικλής Γιαννόπουλος. Έτσι κηδεύτηκε στην Ελευσίνα. Τις τιμές απέδωσαν δύο μυστηριώδεις κυρίες. Μια εξ αυτών όπως αποκάλυψε η ίδια πενήντα χρόνια αργότερα, στο Γιάννη Χατζίνη και στις σελίδες του περιοδικού «Νέα Εστία», ήταν η γνωστή ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου. Ο Γιαννόπουλος της είχε στείλει ένα σημείωμα στο Παρίσι, όπου πήγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής, τις οποίες είχε εκκινήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ήταν η πρώτη γυναίκα σπουδάστρια εκεί. Ο Γιαννόπουλος την αγάπησε σφοδρά και προς χάριν της τις γυναίκες που «έπεφταν στα πόδια του» ως τότε. Ο έρωτάς τους υπήρξε αμοιβαίος, παράφορος και παθιασμένος. Ωστόσο οι γονείς της Σοφίας εμπόδισαν την οποιαδήποτε συνέχεια αυτής της σχέσης για λόγους κοινωνικούς. Είχαν άλλα όνειρα για τη νεαρή ζωγράφο, την οποία ο Γιαννόπουλος θαύμαζε, και την είχε αναφέρει, ανάμεσα σε ελάχιστους συναδέλφους της, στα αισθητικά του κείμενα. Εντέλει η Σοφία Λασκαρίδου προτίμησε, στα 26 της χρόνια, να μην ακολουθήσει τον Περικλή και το όραμά του, αλλά την τέχνη της, γι αυτό κι έφυγε για το Παρίσι, αφήνοντάς τον απαρηγόρητο. Αλλά ούτε εκείνη μπόρεσε να τον ξεχάσει εκεί, αν και είχε κάποιες ερωτικές περιπέτειες, οι οποίες φάνταζαν, ακόμη και για τα μέτρα της εποχής, φανταστικές. Ο νόστος κατέτρωγε την καρδιά της. Τότε ο αγαπημένος της τής μήνυσε πως ήρθε η ώρα να βαδίσει προς τον Σκαραμαγκά. Εκείνη ταράχθηκε και πήρε αμέσως το τρένο για την Αθήνα, όταν έφθασε ήταν αργά. Πρόλαβε μόνο τον ενταφιασμό ενός πτώματος με σακατεμένο, από τη σφαίρα, εγκέφαλο, αλλά με την καρδιά ανέπαφη. Μετά την ταφή αποσύρθηκε στην ασφάλεια της οικογένειάς της. Στις ενοχές και τη σιωπή. Προηγουμένως αποπειράθηκε να κόψει την καρωτίδα της, αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή. Έζησε το υπόλοιπο του βίου της προσφέροντας μαθήματα και υπηρεσίες σε νεαρές κοπέλες. Έκλεισε το παράθυρο της ζωγραφικής και πέθανε όταν κουράστηκε να θυμάται και να μετανιώνει. Δεν άντεξε το μέγεθος του πάθους της. Ο Γιαννόπουλος, ο οποίος δεν ήθελε να τη ακολουθήσει στο Παρίσι, όπως εκείνη του είχε προτείνει, βιαζόταν να πεθάνει. Ο Ίων Δραγούμης, αλληλοπαθής και ηδονοθήρας, θρήνησε το Γιαννόπουλο, σαν να ήταν εραστής του : «είναι όμορφη η Αττική νύχτα μα δεν είναι ο Γιαννόπουλος εδώ να την ιδεί, λάμπουν μάταια τα άστρα, μάταια ευωδιάζουν οι πορτοκαλιές του κήπου, και το αηδόνι μάταια τραγουδεί. Μονάχα ο γκιόνης είναι σύμφωνος με την περίσταση, λέει το θλιβερό τραγούδι του ο γκιόνης και δεν είναι μάταιο το τραγούδι αυτό. Και τα δειλινά, η θλίψη της ομορφιάς των χρωμάτων με πιάνει στο λαιμό, με πνίγει (…) Τι όμορφος που είναι ο θάνατος! Πώς με τραβά! Αισθάνομαι αηδία για τα πράγματα της ζωής. Κι όμως την αηδία αυτή θέλω να τη νικήσω. Θέλω να ζήσω. (…)μου φαίνεται πως τώρα που έφυγε κείνος είναι ανάγκη να φορτωθώ όλα τα βάρη εκείνου. Και γι αυτό έχω πολύ δουλειά, πάρα πολύ δουλειά. Ούτε μια στιγμή της ζωής μου δεν πρέπει να χάσω.» Ο Δραγούμης δολοφονήθηκε από θερμοκέφαλους Βενιζελικούς δέκα χρόνια αργότερα. Ο Κώστα Αξελός το 1948 συνέταξε ένα διάγραμμα της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης και των ανθρώπων που την ενσάρκωσαν, το οποίο είναι φτωχό, τόσο σε ονόματα, όσο και σε θεωρίες. Σε αυτό παρουσιάζει τον Περικλή Γιαννόπουλο σαν τον πρώτο Έλληνα που αυτοκτόνησε. Ο Δημήτριος Καπετανάκης, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης, αλλά της εξαιρετικά δημιουργικής ζωής του, στο Λονδίνο, όπου και πέθανε από λευχαιμία κι έγραψε , μεταξύ άλλων την «Μυθολογία του ωραίου» και το «Έρως και χρόνος», επέμενε το 1938, πως τον Γιαννόπουλο κανείς δεν τον κατάλαβε. Ο Γιαννόπουλος ούτε λόγιος ήθελε να είναι, ούτε καν αισθητικός συγγραφέας, άλλωστε δεν είχε προ τούτο, ούτε την απαραίτητη προετοιμασία, ούτε τη σκευή. Δεν ήταν εθνοκεντρικός, δεν ήταν αρχαιόπληκτος. Και αυτό το καταλαβαίνει θαυμάσια όποιος διαβάσει τα κείμενά του, ακόμη και σήμερα, προσπερνώντας τις γλωσσικές δυσκολίες που παρουσιάζουν γιατί, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, ήταν γραμμένα στην «πανσαλατικήν». Ένα πράγμα ήθελε ο Γιαννόπουλος, να μιλά. Κατά την προσφυή έκφραση του Φλωμπέρ στο πρώιμο έργο του «Νοέμβρης» (λαμπρό δείγμα του αισθητισμού του) ήταν «ένας μουγκός που ήθελε να μιλήσει». Όταν απογοητεύτηκε από την αποδοχή των πολιτικών του κειμένων, όταν αγανάκτησε από τις λοιδορίες και την χλεύη των συγκαιρινών του «λογίων τε και διδασκάλων», προτίμησε την ενάλια ζωή, από την παραλυσία του μεγάλου ρομαντικού ζωγράφου κι εθνικιστή Κάσμπαρ Ναβίντ Φρίντριχ (1774-1840), ο οποίος όταν ευτυχούσε το γερμανικό έθνος ήταν εξαιρετικά παραγωγικός, ενώ όταν έρχονταν χαλεποί καιροί για την πατρίδα του παρέλυε. Όμως το παράθυρο που άνοιξε στο φως, στη λιγηρότητα , προσβλέποντας σ’ ένα ολόκληρο κόσμο, προτιμώντας τον τόνο από την ατονία, το φως από τις ομίχλες του βορά, την «απαλή, σφριγηλή, ηδονική μουσική και φαεινή ελληνική γραμμή», την αβρότητα της ηδυπάθειας, την απλότητα και την ευγένεια της ελληνικής τέχνης, παρά τις λογής προπαγάνδες, που του αντέταξαν, είναι και θα παραμείνει, το παράθυρο αυτό, ορθάνοιχτο. Σημείωση:Στην πρώτη φωτογραφία το εξώφυλλο της μονογραφίας του Κώστα Ξ.Γιαννόπουλου για τον Π.Γιαννόπουλο. Στη δεύτερη και τρίτη φωτογραφία η σοφίτα απ΄όπου ο Περικλής Γιαννόπουλος ατένιζε την Ακρόπολη (τρίτη φωτογραφία) λίγο πριν αυτοκτονήσει.