Ο Κος Πενθήμερος, 28. Οι αντιφρονούντες αντεπιτίθενται

Οι κατηγορούμενοι, οι λιποτάκτες, οι πρόσφυγες –ή όποιο άλλο επίθετο διαλέξει κανείς σαν πιο κατάλληλο για τις διαγραμμένους– οι αποδιοπομπαίοι απάντησαν εξίσου σκληρά στον μεσιέ-Μπρετόν. Ο τελευταίος μάλιστα περιέλαβε μερικές κρίσεις, τις παλαιότερες, που ήταν θετικές γι′ αυτόν, στο μανιφέστο του. Ας δούμε και τις δύο εκδοχές των διωγμένων και του Μπρετόν.

  Και πρώτα η περίπτωση Μπατάιγ ο οποίος ήταν, θα λέγαμε, ένας παράλληλος και αλληλοπαθής σύντροφος των σουρεαλιστών αλλά και του Μπρετόν προσωπικώς. Ο Μπατάιγ υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα των γραμμάτων. Μια εντελώς ιδιότυπη περίπτωση που δε χωρούσε εύκολα σε σχήματα και -ισμούς. Πολιτικά βαρύνεται με τη συνοδοιπορία με τον φασισμό. Υπήρξε και αυτός στο Μεσοπόλεμο όπως και ο Μωρίς Μπλανσό επαναστάτης της δεξιάς αρθρογραφώντας σε ύποπτης ιδεολογίας έντυπα. Αν και πέρασε κατά καιρούς από τον τροτσκισμό, μυήθηκε στο ζεν και την ανατολική φιλοσοφία θεωρείται αυθεντία στον Ντε Σαντ, που μαζί με τον Χέγκελ και τον Νίτσε τον σημάδεψαν όπως και τον Μπρετόν. Ήταν φίλος και συνομιλητής πολλών διάσημων σουρεαλιστών και μη. Ο Μπένγιαμιν του εμπιστεύθηκε γραπτά του πριν αυτοκτονήσει στο Πορτ-Μπου προσπαθώντας να φύγει για την Αμερική.

   Ο Μπατάιγ ήταν παλαιογράφος, βιβλιοθηκάριος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και τότε και αργότερα συγγραφέας μερικών εξαιρετικών βιβλίων καθώς τα: «Ερωτισμός», «Θεωρία της θρησκείας», «Η Λογοτεχνία και το ΚΑΚΟ», αλλά και ιστοριών ερωτισμού –ορισμένα βρίσκονται στα όρια της πορνογραφίας όπως η θρυλική «Ιστορία του  Ματιού» ή η «Μαντάμ Εντουαρντά» αλλά κυρίως «Η μητέρα μου» όπου περιγράφεται η αποπλάνηση του ήρωα από τη μητέρα του.

  Όταν ο Σαρτρ το 1943 διαφώνησε μαζί του για κάποιο βιβλίο του και έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Ένας νέος μυστικιστής» εκείνος είπε «Δεν είμαι φιλόσοφος, ίσως όμως είμαι άγιος, ίσως και τρελός».

  Ο Μπατάιγ εκείνη την εποχή στο περιοδικό που ιδρύει με τίτλο «Documents» δημοσιεύει επιστημονικές μελέτες αλλά και προκλητικά κείμενα. Καλείται κι αυτός στη συνέλευση και αποφαίνεται: «Παράγινε το κακό με τους ιδεολόγους»

  Είναι φανερό πως διαφωνεί εκείνη την εποχή με τη στροφή στον κομμουνισμό θεωρώντας την ως ηθικό φραγμό στην ελευθεριότητα από την οποία διαπνεόταν το κίνημα και ο ίδιος.

  Ο Μπρετόν γράφει το Β΄ Μανιφέστο, που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος της «Σουρεαλιστικής Επανάστασης», η οποία  στη συνέχεια εκδίδεται ως «ο Σουρεαλισμός στην υπηρεσία της επανάστασης».

 Ο κύριος Μπατάιγ κάνει μια παραληρηματική  κατάχρηση των επιθέτων: έκφυλος, γεροντικός, μουχλιασμένος, βρώμικος, διεφθαρμένος, παραλυμένος, και ότι δεν χρησιμοποιεί αυτές τις λέξεις για να στιγματίσει μια αποτρόπαιη κατάσταση αλλά για να εκφράσει λυρικότερα την απόλαυσή του.

  Ο Φιλίπ Οντουάν στους «Σουρεαλιστές» του αναφέρει πως υπήρχε ιδεολογική συνάφεια μεταξύ των δύο. Ότι είχαν την «επιθυμία να καταστρέψουν τη νόηση και να δημιουργήσουν μια καινούργια με τα εκλεκτά θραύσματα που θα διασωθούν από την καταστροφή. Ωστόσο διαφωνούσαν και εκτόξευαν κατηγορίες ο ένας στον άλλον για μυστικισμό» και περιγράφει μια διάλεξη του Μπατάιγ στην οποία παρευρίσκονταν και ο Μπρετόν τη δεκαετία του ’50 όπου: ο Μπατάιγ με τα ανοιχτόχρωμα μάτια του βυθισμένα στις κόγχες τους, και τα σαγόνια του, που ήταν έτοιμα ν’ αλέσουν κόκαλα, σου επέτρεπαν να υποψιαστείς την άγρια έλλειψη μέτρου που τον διακατείχε. Μιλούσε με μεγάλη δυσκολία σιγανά, σχεδόν λαχανιαστά».

  Ο Μπρετόν τον συνεχάρη σχεδόν τυπικά. Ο Μπατάιγ τον προκάλεσε να υποβάλει ερώτηση. Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε και ο Μπατάιγ απαντώντας στην ερώτηση που ο Μπρετόν δεν έκανε είπε «εισήγαγε την Αγάπη στη θλιβερή συζήτηση του Έρωτα και του Θανάτου και έκλεισε με στίχους του Ρεμπώ:

«Ξαναβρέθηκε. / Τι… Η Αιωνιότητα /

είναι η θάλασσα που συγχέεται

με τον ήλιο»

breton_andre-19700129041R.2_png_380x600_crop_q85

  Τότε όμως, την εποχή που διεξέρχεται με εξαιρετική προσοχή ο Κος Πενθήμερος– νομίζω και μεις μαζί του– ο Μπατάιγ στα 32 του συμμετέχει με την διωγμένη «ομάδα» σ’ ένα λίβελο πρωτοφανούς οξύτητας εναντίον της Ιστορίας του σουρεαλισμού χλευάζοντας τον ασύστολα.

  Ο τίτλος βέβαια δεν μπορούσε να είναι άλλος παρά «Ένα πτώμα» γράφει ο Οντουάν. «Στην πρώτη σελίδα μια ερωτογραφία «ταυτότητας» του Μπρετόν με κλειστά μάτια, στην οποία οι συντάκτες είχαν προσθέσει ένα ακάνθινο στεφάνι και μερικές σταγόνες αίμα.»

  Συντάκτες ήταν ο Ριμπμόν-Ντεσέν, εξαφανισμένος από τότε που συμμετείχε στο DADA, ο Ροζέ Βιτράκ που είχε εξωθεί νωρίτερα μαζί με τον Αρτώ, και για τις παραστάσεις τους στο θέατρο «Αλφρέ Ζαρύ» ήταν ο συγγραφέας του περίφημου θεατρικού έργου  «Βικτόρ ή τα Παιδιά στην εξουσία», ο Μπαρόν, ο Μ. Λειρίς, ο Ραιημόν  Κενώ, ο Ρομπέρ Ντεσνός και ο Ζακ Πρεβέρ. Τότε ήταν έμπλεοι οργής και χλεύης εναντίον του Μπρετόν, αργότερα αναθεώρησαν και οι δύο πλευρές. Αρκετοί ξαναγύρισαν στους κόλπους του κινήματος. Ο Μπρετόν ζήτησε δημοσίως συγγνώμη από τον Αντονέν Αρτώ, το Ρομπέρ Ντεσνός, και τον Πολιτζέρ. Ωστόσο τα κακά λόγια, και οι ύβρεις μένουν παρ' όλες τις συγγνώμες και τις αλληλοδιευθετήσεις. 

  Ο Ντεσνός και ο Κενώ ήταν οργισμένοι μέχρι πολύ αργότερα και απειλούσαν να πάρουν το σκαλπ του Μπρετόν.

  (Το πράγμα γίνεται εξίσου γκροτέσκο με ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο. "Άδοξοι Μπάσταρδοι".)

ΝΤΕΣΝΟΣ: «Και η ύστατη ματαιοδοξία αυτού του φαντάσματος θα είναι να αποπνέει αιωνίως δυσωδία ανάμεσα στις κοπριές του παραδείσου που επιφυλάσσεται στον αχρείο Α. Μπρετόν για την προσεχώς αναμενόμενη μεταστροφή του».

ΜΠΑΡΟΝ: «Ήταν ο ακέραιος Μπρετόν, ο βίαιος επαναστάτης, ο αυστηρός ηθικολόγος. Σιγά το πρόσωπο. Εστέτ της πίσω αυλής, αυτό το ψυχρόαιμο ζώο, προκαλούσε παντού και πάντα τις σοβαρότερες συγχύσεις».

  ΠΡΕΒΕΡ: «Την μια μέρα έβριζε τους παπάδες και την επόμενη πίστευε ότι είναι καρδινάλιος ή πάπας στην Αβινιόν, έβγαζε ένα εισιτήριο για να πάει να δει τον κόσμο και επέστρεφε λίγες μέρες αργότερα περισσότερο παρά ποτέ επαναστάτης, και την Πρωτομαγιά ξεσπούσε σε άγρια κλάματα από τη λύσσα του γιατί δεν έβρισκε ταξί να διασχίσει την Place Blanche»

  Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως το Β΄ Μανιφέστο, στο ουσιαστικό του τουλάχιστον μέρος, επιδιώκει μια ανάκληση του σουρεαλισμού στις αρχές του. Μια κάθαρση αν είναι δυνατόν.

  «Εναπόκειται πια στην αγνότητα, στην αγανάκτηση κάποιων κατοπινών ανθρώπων, να βγάλει από το σουρεαλιστικό, αυτό που αναπόφευκτα θα είναι ακόμα ζωντανό μέσα του και να τον ξαναφέρει, με αντίτιμο ένα γερό κοσμοχαλασμό, στον πραγματικό του σκοπό…»

  Αυτός είναι ένας Μπρετόν που πιστεύει σ’ ένα καλύτερο μέλλον για το κίνημα κι έτσι μπορεί να κοροϊδεύει τον Ντυσάν και το σκάκι του, αλλά και να επιτρέπει στον Τζαρά να επιστρέφει.

   Όσα οραματίζεται για το μέλλον έναν σουρεαλισμό που δεν θα αγνοήσει τον αποκρυφισμό και τους αλχημιστές του 14ου αιώνα. Πιστεύει πως είναι σκόπιμη η αναζήτηση της «φιλοσοφικής λίθου» που «θα επιτρέψει στην ανθρώπινη φαντασία να πάρει εκδίκηση για τα πάντα».

  Ο σουρεαλισμός βρίσκεται ακόμα σε προκαταρκτικό στάδιο. Πιστεύει  για τους νεοεισερχόμενους ότι πρέπει να μυηθούν και να μπολιαστούν μ’ αυτό το όραμα και αυτόν τον προορισμό.

dadapar

  Στην ίδια υποσημείωση ο Μπρετόν αναφέρεται και στα ξακουστά σουρεαλιστικά παιχνίδια.

«Σκέπτομαι ότι θα είχε τρομερό ενδιαφέρον να προωθήσουμε μια σοβαρή αναγνώριση προς την κατεύθυνση των επιστημών αυτών που από πολλές πλευρές αποδοκιμάζονται σήμερα, όπως είναι η αστρολογία, ανάμεσα στις αρχαίες, η μεταφυσική (ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά στην μελέτη της κρυπταισθησίας) ανάμεσα στις σύγχρονες.»

  Κατά τη διάρκεια διαφόρων εμπειριών με την μορφή «παιγνιδιών συναναστροφής» και των οποίων ο μη ανιαρός, δηλαδή ο διασκεδαστικός χαρακτήρας, δεν μου φαίνεται ότι μειώνει την σημασία –σουρρεαλιστικά κείμενα δοσμένα από πολλά πρόσωπα συγχρόνως που έγραφαν για μια ορισμένη ώρα στον ίδιο χώρο, συνεργασίες που κατέληγαν στη δημιουργία μιας μοναδικής φράσης ή ενός σχεδίου, για τα οποία ένα μόνο στοιχείο (υποκείμενο, ρήμα ή κατηγορούμενο –κεφάλι, κοιλιά ή πόδια) έδινε καθένας («Το θεσπέσιο τπώμα» («Le cadavre ecquis», 9-10 τεύχη, Varietes, Ιούνιος 1929), στον ορισμό του πράγματος που δεν είχε δοθεί  («Ο διάλογος στα 1928» «Le dialogue en 1928» στο La Revolution surrealiste, 110 τεύχος), στην πρόβλεψη γεγονότων που θα συνέβαιναν αν πραγματοποιόταν κάποια τελείως ανύποπτη υπόθεση («Σουρεαλιστικά παιχνίδια», «Jeux surrealistes») στις Vari etes, Ιούνιος 1929) κλπ– νομίζουμε ότι επιτρέψαμε να προκύψει μια παράξενη δυνατότητα του στοχασμού, σαν την συνεισφορά.

Για την αγάπη σε σχέση με τον  αποκρυφισμό λέει: Αυτή τη λέξη: αγάπη που οι αστειευόμενοι θέλησαν να κάνουν να υποστεί όλες τις γενικεύσεις, όλες τις δυνατές διαφθορές (υίκή αγάπη, αγάπη του Θεού, φιλοπατρία κλπ) δεν χρειάζεται να πούμε ότι την αποκαθιστούμε εδώ στην στενή έννοιά της που απειλεί με ολοκληρωτική αφοσίωση σ’ ένα άνθρωπο, που βασίζεται στην επιτακτική αναγνώριση της αλήθειας, της δικής μας αλήθειας «σε μια ψυχή και σ’ ένα σώμα» που είναι η ψυχή και το σώμα αυτού του ανθρώπου. Κατά την διάρκεια αυτού του κυνηγητού της αλήθειας που είναι θεμελιώδες για κάθε αξιόλογη δραστηριότητα, πρόκειται για την απότομη εγκατάλειψη ενός συστήματος αναζητήσεων περισσότερο ή λιγότερο επίμονων, για χάρη και όφελος μια πρόνοιας που δεν προέκυψε από τις προσπάθειές μας και που ενσαρκώθηκε μυστηριωδώς, κάποια μέρα, με κάποια χαρακτηριστικά. Αυτά που λέμε πάνω σ’ αυτό θα αποτρέψουν, ελπίζουμε, να μας απαντήσουν οι σπεσιαλίστες της «ευχαρίστησης», οι συλλέκτες περιπετειών, οι κυνηγοί της ηδονής, αφού λίγο κατόρθωσαν να μεταμφιέσουν με λυρικό τρόπο τη μανία τους, καθώς και οι περιφρονητές και οι «θεραπευτές» της αγάπης-τρέλας κι οι αιώνιοι κατά φαντασίαν ερωτευμένοι.

   Στην πραγματικότητα από τους άλλους και μόνο απ’ αυτούς πάντοτε ήλπισα να γίνω αντιληπτός. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αφού πρόκειται τώρα για τις δυνατότητες της αποκρυφοποίησης του σουρρεαλισμού, απευθύνομαι προς εκείνους που δεν φοβούνται να θεωρήσουν τον έρωτα σαν τον χώρο για την ιδανική αποκρυφοποίηση κάθε σκέψης. Τούς λέγω: υπάρχουν πραγματικές οπτασίες αλλά υπάρχει μέσα στην ψυχή κι ένας καθρέφτης στον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι ίσως έσκυβαν χωρίς να βλέπουν το είδωλό τους. Ο απεχθής έλεγχος δεν λειτουργεί τόσο καλά. Το πλάσμα που αγαπάς ζει. Η γλώσσα της αποκάλυψης άλλες λέξεις τις προφέρει δυνατά, άλλες χαμηλόφωνα κι από τις πολλές πλευρές συγχρόνως. Πρέπει να εγκαταλείψει κανείς την ιδέα να την μάθει με φράσεις ασυνάρτητες.

  Ας αφήσουμε όμως την πένα του σκεπτικιστή Μωρίς Ναντώ που γνώρισε από κοντά πολλούς από τους πρωτεργάτες του κινήματος που προσπόρισαν υλικό, και αναμνήσεις καθώς και τα αρχεία τους να κάνει τον επίλογο του κεφαλαίου:

  «Το θέμα δεν είναι να καταδικάσουμε αλλά να καταλάβουμε, κι αν αναλογιστούμε το ρόλο του ήρωα που ο Μπρετόν ζητούσε από τον καθένα δεν θα φανεί καθόλου παράξενο που πάρα πολλοί δεν ένιωθαν ικανοί να τον αναλάβουν. Πως να μην απαυδήσουν από την εξουθενωτική πορεία όπου τους έσπρωχνε τον Μπρετόν. Μερικοί έφηβοι είχαν πια γίνει άντρες και δεν άντεχαν τον αυτοκρατορικό ζυγό του αρχηγού, όσο κι αν ελαφρονόταν από αξέχαστες στιγμές, πόσο μάλλον που ο τελευταίος έδειχνε πολύ περίεργες συχνά προτιμήσεις, ανεξήγητες αλλαγές συμπεριφοράς, ξαφνικές συμπάθειες και αντιπάθειες, που οι άλλοι έπρεπε να υιοθετήσουν». 

  Έπειτα δεν άντεχαν αυτοί οι προικισμένοι άνθρωποι που είχαν ριχτεί με πίστη και μεράκι σ’ αυτή την υπόθεση, να βλέπουν μια συνεχή αναβολή της επανάστασης.

Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, απ’ όσους αποβλήθηκαν ήταν αθώοι της κατηγορίας πως συμβιβάστηκαν. «Οι άλλοι» ρίχτηκαν απλά στο παιχνίδι της ζωής και της επιβίωσης.