Η μαύρη καραβέλα

Is all that we see or seem But a dream within a dream?

 

(Έντγκαρ Άλαν Πόε A Dream Within A Dream)

Η μαύρη καραβέλα έπλεε στα γκρίζα νερά με ανοιχτά πανιά, συνεχίζοντας το ταξίδι της προς άγνωστες χώρες και ακρογιαλιές. Ο εξερευνητής, ακουμπισμένος στο ξύλινο παραπέτο της γέφυρας, αγνάντευε το πέλαγος και τον ουρανό που είχαν γίνει ένα, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο σημάδι στεριάς. Ξαφνικά, μια αστραπή βγήκε μέσα από τα σύννεφα, σκίζοντας τον ουρανό στα δύο, μια βροντή αντήχησε και η καραβέλα άρχισε να παραδέρνει στον ωκεανό σαν καρυδότσουφλο. Τα κύματα ορμούσαν αφρίζοντας στα πλευρικά της τοιχώματα, ράπιζαν την πλώρη και την πρύμη, σταματούσαν για λίγο κι ύστερα ορμούσαν ξανά πιο αγριεμένα στα φινιστρίνια.

Οι άντρες του πληρώματος, συγκεντρωμένοι στην τραπεζαρία, πήγαιναν πέρα δώθε, στην όψη τους ήταν χαραγμένη η αγριάδα που προκαλεί ο κίνδυνος. Άλλοι μουρμούριζαν παράπονα, άλλοι βλαστημούσαν τον καιρό, άλλοι χειρονομούσαν. Κάποια στιγμή, ο εξερευνητής προσπάθησε να τους δώσει κουράγιο με λόγια ενθαρρυντικά. Δεν ήταν φοβιτσιάρηδες, αλλά άντρες ψημένοι, αποφασισμένοι, ανθεκτικοί στις κακουχίες, τους είχε μαζέψει από καφενεία και ταβέρνες, υποσχόμενος χρυσάφι, διαμάντια, γυναίκες. Για λίγο κατάφερε να τους ησυχάσει, λέγοντάς τους πως ο καιρός θα μαλάκωνε σύντομα, ενώ έδωσε διαταγή στον τιμονιέρη ν’ αλλάξει πορεία μπας κι αλλάξουν τα πράγματα.

Το επόμενο πρωί, η καινούργια ρότα τους βγήκε σε καλό. Η θάλασσα γαλήνεψε, ο ουρανός καθάρισε, ξανάγινε γαλανός, στο βάθος του ορίζοντα φάνηκε στεριά. Είχε περάσει ένας μήνας από τότε που σαλπάρισαν. Οι άντρες αλάλαξαν από χαρά, βγήκαν στο κατάστρωμα για ν’ αγναντέψουν τους βράχους, την αμμουδιά, τα πράσινα δέντρα. Όταν η καραβέλα πλησίασε στην παραλία, ο εξερευνητής τους συνέστησε προσοχή και σύνεση, διέταξε το λοστρόμο να ρίξει την άγκυρα και αφού τους έδωσε εντολή να πέσουν να κοιμηθούν πήγε για ύπνο. Ήταν ψόφιος από την κούραση κι αποκοιμήθηκε αμέσως, μα ο ύπνος του δεν ήταν χωρίς όνειρα. Το όνειρο ήταν ένα και μοναδικό: μια κοπέλα με μαύρα ξέπλεκα μαλλιά σ’ ένα παράθυρο που του ’γνεφε με το χέρι.

Το πρωί που ξύπνησαν, αφού έφαγαν γαλέτες βουτηγμένες σε ζεστό τσάι, κατέβασαν τη βάρκα με τα κουπιά και βγήκαν όλοι στη στεριά για να εξερευνήσουν το έδαφος με τ’ αρκεβούζιά τους στον ώμο. Έδεσαν τη βάρκα σ’ ένα δέντρο και ξεκίνησαν για το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και φάνηκε ένα μικρό χωριό με ξύλινες καλύβες, μα όταν το πλησίασαν βρέθηκαν περικυκλωμένοι από μαύρους ημίγυμνους ιθαγενείς με έκπληκτα, μα φιλικά πρόσωπα. Στα χέρια τους κρατούσαν τόξα και στη μέση τους ήταν κρεμασμένη η φαρέτρα με τα βέλη. Τους παρατηρούσαν παραξενεμένοι, αναρωτιώνταν αν αυτοί οι άσπροι άνθρωποι με τα αλλόκοτα όπλα αποτελούσαν κίνδυνο ή όχι. Στα χωράφια, οι ημίγυμνες γυναίκες με τις χορταρένιες φούστες καταγίνονταν με το σκάλισμα της γης, έχοντας γύρω τους μικρά γυμνά παιδιά.

Ο εξερευνητής με τους άντρες του, για καλό και για κακό, όπλισαν τ’ αρκεβούζια, έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενο. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Οι γυναίκες σταμάτησαν τις δουλειές, οι ιθαγενείς κοίταζαν τους ξένους, ησυχία βασίλευε και μόνο κάτι πουλιά στα δέντρα κελαηδούσαν. Τα παιδιά, απορημένα, μην μπορώντας να καταλάβουν τι γίνεται, έσπασαν τη σιωπή κι άρχισαν να κλαίνε. Οι άσπροι άντρες είχαν τα μάτια στραμμένα προς τις γυναίκες με τα μεγάλα σκούρα στήθη, σαν ξεροψημένες φρατζόλες ψωμί, το γυαλιστερό από τον ιδρώτα δέρμα και τα πελώρια μαύρα μάτια. Το βλέμμα τους απλώθηκε πάνω στα κορμιά, χώθηκε κάτω από τις φούστες, στάθηκε στα δροσερά πρόσωπα.

Ο εξερευνητής μίλησε πρώτος, είπε διάφορα για το μεγάλο ταξίδι της καραβέλας, για τους δυνατούς άντρες του και για το σκοπό τους. Επειδή ήξερε πως τα λόγια του ήταν ακατανόητα, τα διάνθιζε με εκφραστικές χειρονομίες. Όταν τελείωσε, από το πλήθος των ιθαγενών βγήκε ένας ψηλός άντρας με ξυρισμένο κεφάλι και δέρμα γεμάτο σχήματα και χρώματα. Είπε κι εκείνος μερικά λόγια από τα οποία φάνηκε πως οι ξένοι ήταν καλοδεχούμενοι στον τόπο του. Δεν περιορίστηκε όμως σε καλωσορίσματα, αλλά μαντεύοντας ακριβώς τι είχαν στο μυαλό τους οι επισκέπτες, τους υποσχέθηκε ότι θα εκπληρώνονταν αυτά που επιθυμούσαν. Ο εξερευνητής αντιλήφτηκε την καλή διάθεση των ιθαγενών και αφού ενημέρωσε τους άντρες του περίμενε τη συνέχεια.

Ο φύλαρχος στράφηκε στους ιθαγενείς και έδωσε κοφτές διαταγές για την τελετή της φιλοξενίας. Μετά από λίγες ώρες, άντρες και γυναίκες έστρωσαν παχιά πράσινα φύλλα στο έδαφος, όπου απόθεσαν τις πήλινες γαβάθες με τ’ αχνιστά φαγητά που είχαν ετοιμάσει. Άλλοι κουβάλησαν πήλινα δοχεία με κόκκινο εξωτικό χυμό, μερικά παιδιά ανέβηκαν στα δέντρα κι έκοψαν φρούτα. Καθισμένοι κατάχαμα άσπροι και μαύροι ρίχτηκαν στο φαγοπότι, καθώς ο ήλιος πίσω από τα κλαδιά των δέντρων πύρωνε τα μέλη των θαλασσοπόρων.

Ύστερα άρχισαν τα τύμπανα, οι οργανοπαίχτες χτυπούσαν με ορμή τα δάχτυλα πάνω στο κατεργασμένο δέρμα, οι βροντεροί ήχοι πλημμύρισαν το δάσος. Κι ενώ ο κόκκινος χυμός κυκλοφορούσε στο αίμα των φιλοξενουμένων, κάνοντάς το να βράζει, ο μαύρος αρχηγός είπε στον εξερευνητή πως οι άντρες του μπορούσαν να διαλέξουν όποια ντάμα ήθελαν για να χορέψουν. Προτού εκείνος προλάβει να πει οτιδήποτε, οι θαλασσοπόροι, πολύ νταβραντισμένοι, σηκώθηκαν όρθιοι κι άρπαξαν από μια γυναίκα ο καθένας. Ο άγριος χορός που ακολούθησε ήταν τρομερός, σαν χορός δαιμόνων στα βάθη της κόλασης. Άντρες και γυναίκες στροβιλίζονταν, κουνούσαν χέρια και πόδια, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, σ’ ένα διονυσιακό παραλήρημα.

Οι μαύροι ιθαγενείς και τα παιδιά, εκτός από τον αρχηγό και τους μουσικούς, τράβηξαν για τις καλύβες τους, ενώ ο εξερευνητής, ο μόνος από τους άσπρους που δεν χόρευε, συνεπαρμένος από το θέαμα και το ακρόαμα, με τεντωμένα τα νεύρα από την υπερδιέγερση, χαριεντιζόταν με μια κόρη με φλογισμένα μάτια, την πιο ωραία απ’ όλες. Εκείνη γελούσε διαβολικά κι εκείνος λαχταρούσε να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Μεθυσμένος όμως από το ποτό και τον ίμερο δεν πρόσεξε το μαύρο αγριεμένο κεφάλι που τον παρατηρούσε μέσα από την πόρτα μιας καλύβας. Μόλις τελείωσε η χορευτική τρέλα, οι άντρες της καραβέλας, μαζί κι ο εξερευνητής, οδήγησαν τις γυναίκες πίσω από τα δέντρα και τις ξάπλωσαν στο χορτάρι. Οι φωνές του παροξυσμού τους και οι πονεμένες κραυγές των γυναικών δεν ακούγονταν, διότι τα τύμπανα συνέχισαν να παίζουν και το δάσος αντιλαλούσε από τους ήχους, καθώς ο ήλιος σερνόταν, κατέβαινε χαμηλά και άρχισε να βυθίζεται στη θάλασσα…

Το πρωί, καθώς μικρά σύννεφα συσσωρεύονταν στον ουρανό, οι θαλασσοπόροι βρίσκονταν στο πόστο τους, το ταξίδι θα συνεχιζόταν. Ο εξερευνητής ψηλά από τη γέφυρα έδινε τις τελευταίες οδηγίες για το σήκωμα της άγκυρας και το σαλπάρισμα της καραβέλας. Οι άντρες ανεβασμένοι στα κατάρτια άπλωναν τα πανιά, έδεναν τα σκοινιά. Μα δεν δούλευαν με κέφι, ήταν κουρασμένοι, ανόρεχτοι, νωχελικοί. Το κορμί τους είχε γαληνέψει, μα το πνεύμα τους είχε παραμείνει στην ακτή, ήταν απρόθυμοι να φύγουν, ωστόσο όφειλαν να υπακούσουν στις διαταγές. Ξαφνικά, τη στιγμή που ο εξερευνητής σήκωσε το χέρι του για να υποδείξει κάτι σ’ ένα ναύτη, κάτι σφύριξε στον αέρα, διέγραψε μια καμπύλη τροχιά και καρφώθηκε στο γυμνό του μπράτσο. Ο πόνος τον έκανε να ουρλιάξει.