Ο Κος Πενθήμερος, 27. Ο Μπρετόν λογοκρίνει, διαγράφει, εξοστρακίζει

Ο Κος Πενθήμερος προβληματιζόταν τόσο με την τεράστια σύγχυση και τον ορυμαγδό που θ’ ακολουθούσε, όσο και με την συνακόλουθη πολιτική και κοινωνική κατάσταση, όσο και με το γεγονός πως τίποτα δε φαινόταν ικανό να ανακόψει τη σφοδρότητα του επερχόμενου Αρμαγεδδώνα αλλά έπρεπε, όπως κάθε σώφρων άνθρωπος, με το προνόμιο μάλιστα που του έδινε το γεγονός πως τα γεγονότα είχαν ήδη συμβεί και είχαν περάσει σχεδόν 85 χρόνια από τότε που συνέβησαν, να σταθμίσει τα επιτεύγματα αυτού του -ισμού που είχε όντως δημιουργήσει ως τότε έναν πραγματικό σεισμό στα θεμέλια του συστήματος και όχι μόνο του καλλιτεχνικού.

  Ο ιστορικός Μάθιου Γκαίηλ συνοψίζοντας την μέχρι τότε πορεία των δύο συναφών, ως ένα βαθμό κινημάτων Νταντά-Σουρεαλισμού, γράφει «το κίνημα είχε επιτυχώς διατηρήσει υψηλή διαταρακτική παρουσία κακομεταχειριζόμενο τη μακαριότητα μιας Γαλλίας της ευμάρειας» είχε άλλωστε φερθεί τολμηρά: «θίγοντας ζητήματα, σεξ, θρησκείας και πολιτικής. Ως το 1929 οι ποιητικές επιτεύξεις του σουρεαλισμού ήταν υπολογίσιμες» και παραθέτει μερικές εξ αυτών:

  Την «Πρωτεύουσα της Οδύνης» του Πωλ Ελυάρ και το «Ελευθερία και έρωτας» και τη «Βαβυλωνία» του Ρενέ Κρεβέλ στο Ντεσνόζ που εκδόθηκαν το 1927.

  Τη ζωγραφική την άλλη μεγάλη τέχνη που δημιούργησε αριστουργήματα θα τη μελετούσε μόνη της αυτόνομα αργότερα ο Κος Πενθήμερος. Άλλωστε ο Μπρετόν στο Δ΄ Μανιφέστο δεν αναφέρεται διόλου στη ζωγραφική και τους ζωγράφους.

  Το περιοδικό «Transition» (1927-1938) του Γιουτζήν Τζόλας –νομίζω πως ανήκε στον κύκλο των γραμματέων και μεταφραστών του Τζαίημς Τζόυς –παρουσίασε κείμενά του όπως και γραπτά της Γερτρούδη. Στάιν, και υποστήριξε τον Τσάπλιν στην υπόθεση του διαζυγίου του. Το Le Grand leu ήδη αναφέρθηκε επανδρωμένο με μια νέα γενιά καλλιτεχνών παράλληλων και προσήλυτων στο κίνημα.

  Το Bijur του Ριμπμόν Ντεσαίν αν και ορθόδοξο λογοτεχνικό περιοδικό δημοσίευσε κεφάλαια από τον «ΕΒΔΟΜΕΡΟ» του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο στον οποίο τη δεκαετία του ’20 ο Αραγκόν είχε επιτεθεί λέγοντας με τη γνωστή του ακρότητα πως έπρεπε να κόψει το χέρι με το οποίο ζωγράφιζε και να αφοσιωθεί στο γράψιμο.  Αυτά τα περιοδικά και μερικά άλλα κατά καιρούς διέδωσαν το πνεύμα της σουρεαλιστικής επανάστασης.

10357720_774838759278529_1095170778298719061_o

Παρόλ' αυτά το κίνημα ήταν φανερό πως περνούσε κρίση στο εσωτερικό του την οποία αν δεν την μηχανεύτηκε, ο Μπρετόν, πάντως την υποδαύλισε αρκούντως. Έστειλε μια επιστολή σε πάρα πολλούς σουρεαλιστές καλλιτέχνες και συνοδοιπόρους ακόμη και σε όσους είχαν διαγραφεί όπως τους Σουπώ, Βιτράκ, Αρτώ, Ναβίλ. Η επιστολή είχε το εξής βασικό ερώτημα. Αν έπρεπε να αφοσιωθούν στο ατομικό τους έργο δηλαδή να βγάλουν χρήματα πουλώντας τέχνη ή αν αφοσιώνονταν στην υπόθεση του κινήματος. Εκείνο που φοβόταν ο Μπρετόν ήταν η αιμορραγία αρκετών που εξαρχής δε συμφώνησαν με την προσχώρηση στο κόμμα. Υπάρχουν και κάποιοι σίγουρα που έχοντας οικονομικά προβλήματα έπρεπε και να ζήσουν.

Πολλοί και όχι μόνο οι αποχωρήσαντες –οι διωγμένοι ακριβέστερα– δεν απάντησαν στην επιστολή. Αν και θα είχε θέμα, υποτίθεται, τη δίωξη του Τρότσκυ από τον Στάλιν. Αυτό ήταν δέλεαρ για τον Ναβίλ που είχε προσχωρήσει στο Κόμμα και διαγραφεί από το κίνημα.
Η γενική συνέλευση συγκαλέστηκε 11 Μαρτίου του ’29 και ήταν μια αποτυχία. Δεν ακούστηκε, φυσικά, ούτε το όνομα του Τρότσκυ –έγινε έτσι φανερό πως δεν ήταν, παρά ένα πρόσχημα.
Με βάση τις απαντήσεις στην επιστολή Μπρετόν διαγράφτηκε η ομάδα της οδού ντε Σατώ: Ντυαμέλ, Πρεβέρ, Τανγκύ. Ακόμη οι Ζακ Μπαρόν και ο ζωγράφος, φωτογράφος και σκηνοθέτης Μαν Ραίη με το σκεπτικό πως δε βοηθούσαν εξαιτίας του παλιοχαρακτήρα τους αλλά και της δουλειάς τους.
Στο θέμα της συλλογικότητας που τέθηκε είχαν αντιρρήσεις οι Μασόν, Μισέλ Λεϊρίς και ο Χουάν Μιρό. Η συνέλευση διαλύθηκε μέσα σε μια γενική αναστάτωση.
Το ρήγμα ανάμεσα στους διαγραμμένους ,''πρόσφυγες'' τους αποκαλούσε ο Μπρετόν και την ορθοδοξία του «προέδρου» βάθυνε επικίνδυνα εξαιτίας του ίδιου του «πάπα» του Μπρετόν που τους πέρναγε όλους γενεές δεκατέσσερις. Ένα μεγάλο κομμάτι του Β΄ Μανιφέστου αναφέρεται σε κουτσομπολιά, κατηγορίες αναπόδεικτες, χτυπήματα κάτω από τη μέση εναντίον των αποδιοπομπαίων που συκοφαντούνται ασύστολα.
Ο Κος Πενθήμερος διάβασε και ξαναδιάβασε αυτά τα σχοινοτενή και κακεντρεχή σχόλια του ινδάλματός του και κουμπώθηκε απέναντί του. Ήταν η πρώτη φορά που τον απογοήτευε. Φυσικά δεν μπορούσε να ξέρει αν ο Μπρετόν έλεγε την αλήθεια. Όμως δεν ήταν αυτό το θέμα, αλλά η φύση της διαβολής και των κατηγοριών. Ποιος έχει λεφτά, πώς τα διαθέτει, ποιος διαβιεί πολυτελώς, ποιος κερδίζει λεφτά πουλώντας έργα του. Ποιος έχει φιλολογικά και υπαρξιακά προβλήματα.1236875_625259294162488_511803310_n


Ο Κος Πενθήμερος που ήταν πολύ κουμπωμένος άνθρωπος, πολύ δειλός για να ρίξει την πέτρα του αναθέματος σ' οποιοδήποτε συνάνθρωπό του έφριξε μ' αυτό τον όγκο λάσπης και κατακραυγής εναντίον ως πριν λίγο προσφιλών συντρόφων του Μπρετόν, όπως οι: Σουπώ, Αρτώ, Ντεσνός.
Επιπλέον στο δεύτερο αυτό μανιφέστο που κυκλοφόρησε αυτόνομα Δεκέμβρη του ’29 ο Μπρετόν αποκήρυττε και τους νεκρούς. Τους τρεις εκλεκτούς που είχε ανακηρύξει ο ίδιος πρόδρομους και θα περιλάμβανε στην «Ανθολογία Μαύρου Χιούμορ αργότερα με εντελώς ασαφές σκεπτικό: Μπωντλαίρ, Ε.Α Πόε, και Ρεμπώ τους παραμέρισε. Έναν μόνο θα κρατούσε ως πολυφίλητο και παντοτινό ίνδαλμα τον Λωτρεαμόν.
Από τα ελάχιστα χωρία του Β΄ Μανιφέστου που διαβάζονται χωρίς δυσφορία είναι το παρακάτω αφού επιτέλους μετά τον οχετό των κακόβουλων σχολίων αναφέρεται σε μια μελλοντική πορεία του κινήματος.
«Όλα δείχνουν πως υπάρχει κάποιο σημείο στο πνεύμα όπου ζωή και θάνατος, το πραγματικό και το φανταστικό, το παρελθόν και το μέλλον, το μεταδόσιμο και το μη μεταδόσιμο, το ανώτερο και το κατώτερο παύουν να φαίνονται αντιφατικά. Θάταν λοιπόν άσκοπο ν' αποδώσει κανείς στη σουρεαλιστική δράση ένα κίνητρο διαφορετικό από την επιθυμία προσδιορισμού αυτού του σημείου».
Οπότε κανείς ας μη ταξινομήσει τον σουρεαλισμό σε οποιοδήποτε φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό ρεύμα. Το έργο του σουρεαλισμού είναι η ρήξη ολοκληρωτικά και αποφασιστικά με τον υφιστάμενο κόσμο. Ο Σουρεαλισμός πρέπει να μεταχειριστεί προς τούτο καθολική βία. Ο Σουρεαλισμός αν θεωρήσει κανείς πως ανήκει σε κάποιο δόγμα αυτό είναι «της απόλυτης εξέγερσης, της τέλειας ανυποταξίας, του συστηματικού σαμποτάζ». Ο Σουρεαλισμός θα ξετινάξει τις έννοιες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας.
Η λιποταξία και του τελευταίου σουρεαλιστή δεν είναι δυνατό να εμποδίσει το σουρεαλισμό να ζήσει. Θάρθουν στη θέση των λιποτακτών νέοι και φρέσκοι καλλιτέχνες για να συνεχίσουν την πορεία του κινήματος. Αποκαλεί τους διωγμένους και διωκόμενους αθεράπευτους λογοτέχνες, πωρωμένους ηδονιστές, χωρατατζήδες και  αργόσχολους.
Η μόνη αυτοκριτική των εναπομεινάντων εννοείται ορθοδόξων ασκείται στην αυτόματη γραφή, τις αφηγήσεις των ονείρων, στην ύπνωση και το –λέει πολύ κομψά– δεν απέδωσαν τ' αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ειρήσθω εν παρόδω, αρκεί να διαβάσει κανείς τον »Τρελό Έρωτα» και την περιώνυμη «Νατζά» (στην οποία θ' αναφερθεί διεξοδικά ο ίδιος ο Κος Πενθήμερος σε επόμενο κεφάλαιο) για να διαπιστώσει, ιδίοις όμμασι, πόσο καλλιεπής και αθεράπευτα λογοτέχνης είναι ο Μπρετόν. Αλλά ποιος έχει την απαίτηση από κάποιον που φέρει το όνομα Μπρετόν και κατέχει τη θέση που κατέχει ο ίδιος, να έχουν συνέπεια τα λόγια και τα έργα του. Δεν είναι χαρακτηριστικό πως οι περισσότεροι βιογράφοι του, ιστορικοί του κινήματος και θεωρητικοί υποκλίνονται μπροστά του και το βουλώνουν σε οποιαδήποτε παρασπονδία του; Όταν ο Μπρετόν γίνεται υλιστής, τροτσκιστής, επαναστάτης, λογοκριτής, συκοφάντης κ.λ.π. όλοι οι παρατρεχάμενοι ανάβουν λιβανωτό και προσκυνούν. Εξαίρεση, τιμητική, αποτελεί ο Μωρίς Ναντώ που είναι εξαιρετικά επιφυλακτικός και κριτικός –μερικές φορές υπερβάλλει– όχι μόνο απέναντι στον Μπρετόν αλλά και στο κίνημα γενικώς.
Μια ακόμη εξαίρεση είναι ο Ζυλιέν Γκρακ ο οποίος λέει για τον Μπρετόν σ΄ένα άρθρο που έγραφε μετά το θάνατό του με τίτλο η «Επιστροφή του Μπρετόν» πως τον φαντάζεται να συμμετέχει στην εξέγερση του Μάη του ’68 ( ο Μπρετόν πέθανε δύο χρόνια πριν).