Ο Κος Πενθήμερος, 26. Κραχ-Πόλεμος κι ένα Ιντερμέδιο

1930

 

Ο κος Πενθήμερος από απλώς ενήμερος περί τα τεκταινόμενα στις αρχές του 20 ου,αυτού του σύντομου αιώνα όπως τον ονόμασε ο Έριχ Χόμπσμπαουμ μεταβλήθηκε σε φιλοπερίεργο αναγνώστη, σχεδόν μελετητή όχι μόνον περί τον σουρεαλισμό αλλά και σε ότι αφορούσε στο ιστορικά οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζούσαν και δρούσαν τα μυθικά πρόσωπα των σουρεαλιστών.

Ήταν, λοιπόν, καιρός να ξεσκονίσει τη βιβλιοθήκη του. Δεν πήγε και άσχημα η έρευνα στα ράφια της. Μέχρι κι ένα παλιό βιβλίο του Γκαλπραίηθ βρήκε για την κρίση του 1929. Διάβασε πως οι αιτίες του κραχ ήταν ενδογενείς. Πως επηρέασε τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Οι τράπεζες έκανα άμεσα απαιτητό το χρέος της Γερμανίας.. Διάβασε ακόμα για την πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, για τη μείωση των εξαγωγών των βιομηχανικών προϊόντων της Ευρώπης προς την Αμερική, την πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Και κυρίως για την πρωτοφανή πολιτική πόλωση μεταξύ του ανερχόμενου φασισμού και του σταλινισμού που είχε πλέον εδραιωθεί στη Σοβιετική Ένωση. Κι όλα αυτά συνέβησαν ακριβώς την εποχή μιας ανάκαμψης και τη δημιουργία ύστερα από 10 χρόνια μιας δικαιότερης δημοκρατικής κοινωνίας. Είχε επιδοθεί στο διάβασμα ιστορικών βιβλίων και άλλα κυρίως τον «Αιώνα των Άκρων» του Χόμπσμπαουμ, τη «Σκοτεινή Ήπειρο» του Μαρκ Μαζάουερ αλλά και τη Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία του Π. Τσαλακογιάννη (Τόμος Β΄ 1890-89)

 

Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 ανέτρεψε αυτό το κλίμα και οδήγησε σε μια πρωτοφανή πολιτική πόλωση μεταξύ του ανερχόμενου φασισμού και του σταλινισμού που είχε πλέον εδραιωθεί στη Σοβιετική Ένωση και ασκούσε μαγνητική επιρροή σε μεγάλα στρώματα της εργατικής τάξης και στους διανοούμενους στην Ευρώπη. Αντίθετα οι «αστικές αξίες θεωρούνταν τώρα υποκριτικές και αναχρονιστικές. Εκπροσωπούσαν το χτες, ενώ το αύριο ανήκε είτε στους σταλινικούς είτε στους φασίστες οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να εμπλακούν σε έναν αγώνα μέχρις εσχάτων για την πλήρη επικράτησή τους και τον αφανισμό όλων των άλλων. Αυτή ήταν η έννοια του ολοκληρωτισμού που κυριάρχησε στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’30.

Αυτό το ζήτημα θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο. Εκείνο που χρειάζεται να τονίσουμε εδώ είναι οι καταλυτικές πολιτικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης καθώς και το γεγονός ότι η οικονομική κατάρρευση προσέφερε ιδεολογικά επιχειρήματα τόσο στον σταλινισμό όσο και στον φασισμό. Βέβαια αυτά δεν ήταν τιποτε άλλο από κακέπτυπα θεωρητικών και ιδεολογικών διατυπώσεων της προπολεμικής περιόδου, ωστόσο αυτό είχε μικρή σημασία στο φορτισμένο κλίμα της δεκαετίας του ’30. Για το σταλινισμό, η οικονομική κρίση αποτελούσε την πιο απτή απόδειξη της επερχόμενης κατάρρευσης του «σάπιου» καπιταλιστικού συστήματος, εξ ου και η υιοθέτηση του ολέθριου συνθήματος της «τριτης (και τελευταίας) περιόδου» που υποτίθεται ότι διένυε ο καπιταλισμός. Με άλλα λόγια, επικρατεί στους κύκλους της κομμουνιστικής (σταλινικής) Αριστεράς μια μηχανιστική τελεολογική αντίληψη για την επερχόμενη κατάρρευση του καπιταλισμού που τον καθιστούσε όμωςπιο επιθετικο και επικίνδυνο. Γι′ αυτό όλοι οι εχθροί και πράκτορές του και εκτός Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να εκκαθαριστούν. Στον αντίποδα, ο φασισμός αντλούσε την ιδεολογική του υπόσταση από τις ιμπεριαλιστικές ρατσιστικές και κοινωνικοδαρβινικές θεωρίες περί της επικράτησης της ισχυρότερης φυλής. Συνεπώς, ο φασισμός θεωρούσε ότι η υποταγή ή η εξόντωση άλλων λαών  αποτελούσε απαράβατο νόμο της φύσης.

Πριν όμως ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα, θα εξετάσουμε εδώ το δεύτερο σκέλος της ευρωπαϊκής κρίσης στο Μεσοπόλεμο, ήτοι τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν τη δεκαετία του ’20, για να διευθετηθούν τα πολιτικά προβλήματα που είχαν προκύψει στην Ευρώπη εξαιτίας του πολέμου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε ανοίξει τον  ασκό του Αιόλου. Στη Γερμανία κανένα κόμμα, ακόμα και οι κομμουνιστές, δεν τη θεωρούσε δίκαιη αλλά μια υπαγορευμένη συνθήκη που είχε επιβληθεί από την αδύνατη πλευρά, τη Γαλλία, στη Γερμανία σε μια στιγμή μεγάλης εσωτερικής κρίσης της τελευταίας, δηλαδή όταν η νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρη πάλευε για την επιβίωσή της. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ τελικά δεν επικύρωσαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών καθώς και το ότι αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στην Κοινωνία των Εθνών, δημιουργούσε ένα μεγάλο πολιτικό κενό και υπέσκαπτε τα θεμέλια του σαθρού οικοδομήματος του 1919. Για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων στις Βερσαλίες, η Βρετανία είχε υποσχεθεί άμεση στρατιωτική υποστήριξη στη Γαλλία ωστόσο η μη επικύρωση της συνθήκης από τις ΗΠΑ απάλλασσε τη Βρετανία από αυτή τη δέσμευση. Συνεπώς το ζητούμενο ήταν πώς η Γαλλία από μόνη της  θα μπορούσε να επιβάλει στη δυνητικά ισχυρότερη Γερμανία τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλιών.Το γεγονός ότι και η Ρωσία, η μεγάλη σύμμαχος της Γαλλίας έως το 1917, βρισκόταν σε διπλωματική καραντίνα και εκτός της Κοινωνίας των Εθνών, περιόριζε ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες της Γαλλίας.

Για τη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, «σκοπός όλων των κυβερνήσεων ήταν είτε η αναθεώρηση της συνθήκης, είτε η αναβολή της εφαρμογής της ή η παράκαμψη των δεσμεύσεών της». Αυτό βασικά αφορούσε στις «μετριοπαθείς» πολιτικές δυνάμεις που στήριζαν το καθεστώς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και που, στην πλειοψηφία τους, είχαν ψηφίσει στη βουλή, με 237 ψήφους, έστω και απρόθυμα, υπέρ της επικύρωσης της συνθήκης. Ωστόσο 138 βουλευτές είχαν καταψηφίσει τη συνθήκη, και αποτελούσαν έναν πόλο έλξης των δυνάμεων εκείνων που με την πρώτη ευκαιρία θα επιδίωκαν την ανατροπή τόσο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όσο και της Συνθήκης των Βερσαλλιών, καθώς γι′ αυτές τις δυνάμεις η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η ευκαιρία ήρθε τον Ιανουάριο του 1933, όταν αυτές οι δυνάμεις παρέδωσαν την εξουσία στον Χίτλερ.

 

 

Ένα ιντερμέδιο

52d2380409267

 

Ο Κος Πενθήμερος δεν είναι ιστορικό πρόσωπο. Τα διακριτά και διακεκριμένα ιστορικά πρόσωπα είναι πολύ λίγα. Ακόμα κι αν ζούσε στην εποχή για την οποία τώρα ενδιαφέρεται διακαώς δεν θα παίρναμε μυρωδιά για την ύπαρξή του. Αν ήταν ένας ντανταϊστής ή ένας σουρεαλιστής και δεν ήταν από τους πρωτοκλασάτους πάλι θα κινδύνευε να διαφύγει της προσοχής.

Ο Κος Πενθήμερος δεν είναι καν υπαρκτό πρόσωπο. Είναι επινόηση του συγγραφέα του. Και ακόμα παραπέρα δεν είναι καν ένας αληθοφανής ήρωας, ή αντιήρωας. Διότι είναι εξαιρετικά μονοδιάστατος. Ένας μονομανής της εργασίας, χωρίς δεσμούς με τη ζωή και τους ανθρώπους. Θα πει κανείς,στον εξαιρετικά ανασφαλή βιογράφο του, πως υπάρχουν τέτοιοι μοναχικοί άνθρωποι που προσπαθούν να στυλώσουν την επισφαλή τους ύπαρξη με μια μανία. Έτσι καταφέρνουν να υπάρξουν μέσα απ’ αυτήν και μόνο. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πολυσχιδείς ή πληθωρικοί. Επίσης θάλεγε κάποιος υπάρχουν πάρα πολλοί αδιάφοροι στις μέρες μας τις μνημονιακές. Και κυνικοί και απαθείς. Αυτό είναι ένα είδος άμυνας ενάντια σε μια λαίλαπα που δεν πλήττει τους πάντες.

Υπάρχουν επίσης –χρόνια τώρα– αλλοτριωμένοι άνθρωποι που δεν θέλουν να δουν ποιοι είναι ούτε πού τους πάει το ρεύμα. Άνθρωποι χωρίς πάθη, χωρίς αισθήματα, χωρίς ανθρωπιά. χωρίς επαφή με την πραγματικότητα. Κι όταν η πραγματικότητα γίνεται αφόρητη ακόμη και οι απαθείς, οι αδιάφοροι βδελύσσονται την πραγματικότητα. Όταν συμβαίνει, λοιπόν, όπως τα τελευταία χρόνια, μια ισχυρή ανατροπή, καταλαμβανόμαστε από ενοχές, αυτή την κατάρα που μας ακολουθεί από γεννησιμιού μας και που μόνο οι καταστασιακοί προσπάθησαν να ξορκίσουν αλλά η κατάληξή τους (αυτοκτονίες, κατάθλιψη) δεν μας πείθει ότι μπορούμε να αποδιώξουμε την ενοχή. Τώρα βέβαια στις μέρες μας η ενοχή δεν μας κατέβαλε συλλήβδην επειδή τάχα όλοι φταίνε για την κατάσταση που έχουμε περιέλθει γιατί «όλοι μαζί τα φάγαμε», αλλά ήρθε ως ιός και εγκαταστάθηκε μέσα μας, έξωθεν ωστόσο προερχόμενη: και ασθενήσαμε ψυχή τε και σώματι έτσι μονάχοι, αλλότριοι και αυτοπαθείς που καταντήσαμε. Ή μας κατάντησαν. Δεν υπήρξαμε ποτέ και ιδιαιτέρως τολμηροί. Είμαστε πάντα καθημερινοί, προσωρινοί σ’ αυτόν το μάταιο κόσμο τον χωρίς Θεό, χωρίς πίστη σ’ οτιδήποτε θα μπορούσε να υποστυλώσει την ατομικότητά μας. Είμαστε πάντως ψευδαισθησιακά όντα. Έχουμε αυταπάτες. Τρεφόμαστε από τις αποτυχίες μας, τις δικές μας και των άλλων.

Πάσχοντες, αλλά χωρίς θεραπεία. Διψώντες, αλλά μη γνωρίζοντες το ποτό που θα μας ξεδιψάσει. Στις μέρες μας επιπλέον έχουμε απωλέσει και την ταυτότητα του πολίτη. Δηλαδή την υπευθυνότητα. Δεν διαθέτουμε το παραμικρό αίσθημα δικαιοσύνης. Βλέπουμε πως αν και είμαστε οι πολλοί, το πλήθος, η πλειοψηφία, μπορούν σε κάθε εποχή να μας χειραγωγούν. Είτε με τα κόλπα του Μακιαβέλλι, είτε με τη φιλοσοφία του Χέγκελ είτε με το μαστίγιο και το καρότο. Τώρα που το καρότο είναι συρρικνωμένο, το μαστίγιο πονάει περισσότερο, ξεσκίζει τις σάρκες όλο και περισσότερων συνανθρώπων μας αν όχι και τις δικές μας. Φυσικά και του Κου Πενθήμερου ο οποίος νόμιζε πως θα πεθάνει υπάλληλος και θα τον θάψουν στο πάτωμα του γραφείου του. Όμως το Κράτος και η Βία έχουν άλλη άποψη και προσπαθούν να την επιβάλουν. Όχι χωρίς κόστος βέβαια. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο που δεν αφορά τους κυριαρχούμενους αλλά τον κυρίαρχο. Κι αυτός ο τελευταίος πέφτει πολλές φορές έξω, γιατί ένας δεν μπορεί να κοροϊδεύει για πολύ καιρό πολλούς.

 

Έτσι όπως περίπου –τηρουμένων πάντα των αναλογιών– σήμερα, δηλαδή, από το 2008 και δώθε έτσι και τότε τον Οκτώβρη στις 29 για την ακρίβεια του έτους 1929, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τινάχτηκε στον αέρα. Κατέρρευσε μαζί με τον φιλελευθερισμό. Αν και κατά τον Γκαλπρέιθ –και όχι μόνο– τα αίτια της κρίσης ήταν ενδογενή κατά κύριο λόγο για την νικηφόρα στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο Αμερική, αλλά και την ισχυρότερη οικονομική δύναμη, ωστόσο επηρέασε σύμπασα την Ευρώπη και φυσικά και την Γερμανία που αγωνιζόταν να ορθοποδήσει μετά την ολοσχερή ήττα της και την Συνθήκη των Βερσαλλιών.

Οι κρίσεις και μάλιστα οι οικονομικές, όλες οι κρίσεις ενέχουν οικονομική βάση, άλλωστε, συμβαίνουν γιατί οι ιθύνοντες είναι είτε ηλίθιοι, είτε ανίκανοι, είτε αδαείς ή αυτοκαταστροφικοί. Αλλά εντέλει παντοδύναμοι. Αυτοί δεν πληρώνουν τίποτε. Τον φόρο του αίματος τον πληρώνουν οι μάζες. Όπως γράφει ο πολύς Έρικ Χόμπσμπαουμ «η οικονομική κρίση κατέστρεψε τον οικονομικό φιλελευθερισμό για μισόν αιώνα» .Την εποχή εκείνη της τέλειας σύγχυσης όπου έβραζε το καζάνι της σύγκρουσης του φασισμού με του κομμουνισμού, δηλαδή του σταλινισμού, χρειάστηκε ένας μόνον κούκος για να φέρει, όχι φυσικά, την άνοιξη, αλλά μια ψύχραιμη και σοφή κουβέντα. Ο εν τω κύκλω του Μπλούσμπερυ, γνωστού και από την Βιρτζίνια Γούλφ, Τζων Μέυναρντ Κέυνς. Ο σπουδαίος οικονομολόγος έγραψε ένα άρθρο ασκώντας κριτική στη διάσκεψη των Βερσαλιών στην οποία συμμετείχε ως νεαρό μέλος της Βρετανικής αντιπροσωπείας.

Χωρίς την αποκατάσταση της γερμανικής οικονομίας υποστήριζε ο Κέυνς δεν ήταν δυνατή η ύπαρξη ενός σταθερού οικονομικού πολιτισμού και μια σταθερής οικονομίας. Με την κρίση του ’29 το ζήτημα των οικονομικών επανορθώσεων της Γερμανίας επίσης κατέρρευσε αφού η οικονομία της χρεοκόπησε.

Ο Κέυνς είπε και κάτι άλλο που υποστήριζαν και μερικοί ακόμα συνάδελφοί του πως αν αφηνόταν στην τύχη του ο καπιταλισμός θα παρέμενε στάσιμος.

Ο Κέυνς έγινε τα επόμενα χρόνια αστέρας πρώτου μεγέθους στην οικονομική θεωρία, ο καπιταλισμός δεν κατέρρευσε κάτω από το βάρος των αμαρτιών του αλλά ένας δεύτερος πόλεμος ήταν επί θύραις.

Δύο αποστροφές του Έρικ Χόμπσμπαουμ στον «Αιώνα των Άκρων» έκαναν εντύπωση στον Κο Πενθήμερο και τις συγκράτησε, τις σημείωσε και τις μουρμούριζε διαρκώς προχωρώντας την ανάγνωση του Β΄ σουρεαλιστικού μανιφέστου.

Η πρώτη: «Οι πύλες του Β΄ παγκοσμίου πολέμου άνοιξαν το 1931″.

Η δεύτερη «Χωρίς την οικονομική κατάρρευση ασφαλώς δεν θα υπήρχε και Χίτλερ. Είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα υπήρχε ούτε Ρούσβελτ.»

Και κάτι ακόμα τελευταίο αλλά όχι έσχατο: Η ανάδυση του ολοκληρωτισμού καταρράκωσε την δημοκρατία. Όσο για τη Ρωσική Επανάσταση αυτή έδειχνε σημάδια στρεβλής πορείας πριν ακόμη τον θάνατο του Λένιν. Ο κόσμος βάδιζε στον όλεθρο και τίποτα, δυστυχώς δεν θα ανέκοπτε αυτήν την πορεία ούτε το Β΄ Μανιφέστο θα διόρθωνε τα πράγματα ούτε καν εντός του ίδιου του σουρεαλιστικού κινήματος.