Εχ μωρέ Βλαδίμηρε

Μεγάλη συγκίνηση με πλημμύρισε, όταν για πρώτη  φορά επισκέφτηκα τη χώρα του Γκόρκι, του Μαγιακόφσκι και του Αϊζενστάιν, των ανθρώπων που λάμπρυναν τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Μολονότι δεν  συμφωνούσα πάντα με τις κατευθύνσεις  που κάθε φορά έδινε ο ιδεολογικός τομέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ –ήμουν ένας αιρετικός, θεωρούμενος  από τους συντρόφους στην Ελλάδα ως “μικροαστός”–,θαύμαζα τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού. Ευφραινόμουν όταν ένας αστροναύτης έκανε περιστροφές γύρω από τη Γη με το “Σογιούζ” ή το “Μιρ”, χαιρόμουν όταν η παραγωγή χάλυβα ξεπερνούσε τις προσδοκίες των υπευθύνων της σοβιετικής βιομηχανίας και αγαλλιούσα όταν ένας σοβιετικός αθλητής πετύχαινε παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ, τη σφαιροβολία, το ύψος.

Μόλις το «Ruby» έδεσε στο ντόκο της Οδησσού, βγήκα στην κουβέρτα για να γεμίσω τα πνευμόνια μου με σοβιετικό αέρα. Ήδη πάνω στο καράβι είχαν ανεβεί οι λιμενικοί, οι τελωνειακοί και ο ατζέντης. Μαζί τους ήταν μια ομάδα κομματικών υπαλλήλων με επικεφαλής τον Σεργκέι, έναν λεπτοφυή άντρα, πρώην πρωταθλητή των δρόμων ταχύτητας, υπεύθυνο του Σήμενς Κλαμπ της πόλης, και τη γυναίκα του τη Λιούμπα, υπέρβαρη, πρώην πρωταθλήτρια  του ακοντισμού, τρίτη ολυμπιονίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης. Χρέη διερμηνέα εκτελούσε η Ναταλία Ποπόβα, ελληνικής καταγωγής, μέλος της Κομσομόλ, φοιτήτρια  βιβλιοθηκονομίας, βιβλιοθηκάριος του κλαμπ. Μετρίου αναστήματος, μελαχρινή, με μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά δεμένα αλογοουρά και μαύρες τρίχες στις γάμπες, είχε μιαν έμφυτη σεμνότητα. Η κόκκινη φούστα της ήταν μακριά, κάτω από τα γόνατα, τα μαύρα παπούτσια της χωρίς τακούνι και τα άσπρα σοσόνια της αρκετά ψηλά. Η κονκάρδα του Λένιν, καρφιτσωμένη στην μπλούζα της, φανέρωνε την πίστη της στα σοσιαλιστικά ιδεώδη, ενώ το βιβλίο του Λεονίντ Μπρέζνιεφ Η μικρή γη –γι’ αυτό του είχε απονεμηθεί το βραβείο Λένιν λογοτεχνίας–, που εξείχε από τη μαύρη πλαστική τσάντα της πιστοποιούσε την αγάπη της για τα γράμματα. Η κομματική ομάδα είχε έρθει αποκλειστικά για μας, το πλήρωμα.

Μετά το δείπνο όσοι διακείμεθα  ευνοϊκά προς το καθεστώς επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν που μας περίμενε έξω από την πύλη του λιμανιού για μια ξενάγηση. Το πρόγραμμα πρόβλεπε επισκέψεις στην Όπερα, στα μουσεία, στην πινακοθήκη και κυρίως στα εργοστάσια, εκεί όπου οι σοβιετικοί εργάτες προσπαθούσαν να υπερκαλύψουν τη νόρμα ώστε να δουν τη φωτογραφία τους στα ειδικά ταμπλό στα κεντρικά σημεία των δρόμων. Προηγουμένως, οι υπάλληλοι του τελωνείου μας έκαναν σωματική έρευνα, υποχρεώνοντάς μας να αδειάσουμε τις τσέπες μας από το περιεχόμενό τους. Τα ρολόγια χειρός, τα ανοιγμένα πακέτα τσιγάρα και τα μισογεμάτα μπουκάλια ουίσκι προς χρήση των κατόχων τους μπορούσαν να περάσουν ελεύθερα, ενώ τα δολάρια και τα κοσμήματα δηλώθηκαν και καταγράφηκαν. Η έρευνα επέδρασε αρνητικά σε κάποιους συναδέλφους, οι οποίοι, βλέποντας πως τα Μάλμπορο και τα Κεντ που προόριζαν για τη μαύρη αγορά δεν μπορούσαν να τα περάσουν έξω, χολώθηκαν και δεν ήρθαν μαζί.

10703520_836109073100565_4042022107768440731_n

Η ταπεινότητά μου και άλλα πέντε μέλη του πληρώματος, συν εκείνους που προέρχονταν από τα άλλα καράβια, βρεθήκαμε στο νεοκλασικό κτίριο του Σήμενς Κλαμπ με την πλούσια μαρξιστική βιβλιοθήκη στα ελληνικά και τα ρώσικα, την πλήρη σειρά της Εγκυκλοπαίδεια της Σοβιετικής Ακαδημίας και τα φύλλα της Πράβντα, της Ιζβέστια και της Μόρνιγκ Σταρ, οργάνου του βρετανικού κομμουνιστικού κόμματος. Εκεί, κάτω από τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μπρέζνιεφ αλλά και των Γκόρκι, Μαγιακόφσκι, Αϊζενστάιν, είχα με τη Ναταλία μια λίαν ενδιαφέρουσα κουβέντα περί ιστορίας και διεθνούς πολιτικής. Στη συζήτηση η κοπέλα αποδείχτηκε επαρκώς ενημερωμένη, έστω κι αν χώλαινε στον τομέα της  ιστορίας της ΕΣΣΔ. Κατά τη γνώμη μου, αυτό οφειλόταν στις ελλιπείς πληροφορίες που είχε αντλήσει από τα κομματικά βιβλία τα οποία λογόκριναν πρόσωπα και γεγονότα. Περιορίστηκα να της υποβάλλω μιαν ερώτηση σχετικά με τον Τρότσκι (τον αποκάλεσε προδότη), παρεμβάλλοντας ανάλογες ερωτήσεις για το Λένιν (δήλωσε πως ήταν μεγάλος ηγέτης) και το Στάλιν (παραδέχτηκε πως έκανε λάθη). Η Ναταλία, απρόθυμη αρχικά να θίξει το ζήτημα του ηγέτη του κόκκινου στρατού, χαρακτήρισε ηρωική πράξη τη δολοφονία του στο Μεξικό από τον Ραμόν Μερκαδέρ. Για να ενισχύει τη θεωρία της προδοσίας, την οποία υποστήριζε, έπιασε ένα φύλλο τηςΠράβντα και μου μετέφρασε ένα άρθρο με τίτλο «Ο τροτσκισμός-μαοϊσμός όπλο της αντίδρασης». Σε αυτό ο αρθρογράφος υπογράμμιζε ότι «η μονοπωλιακή ολιγαρχία στη πάλη της ενάντια στις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας βοηθιέται αντικειμενικά και από τον τροτσκισμό, στοιχείο του σύγχρονου αριστερού οπορτουνισμού, που μαζί με τον μαοϊσμό έγιναν όπλα στα χέρια των ιμπεριαλιστικών και αντιδραστικών δυνάμεων». Eπομένως, δεν ήμουν μόνο μικροαστός μα και αντιδραστικός. Αναρωτιόμουν ωστόσο αν φαινόμουν σαν τέτοιος και στα μαύρα μάτια της Ναταλίας.

*

Αργά το βράδυ, όταν οι εξοδούχοι επιστρέψαμε στο καπνιστήριο του «Ruby», ο καθένας άρχισε να αφηγείται κατά τα ειωθότα τα ερωτικά πεπραγμένα της ημέρας, επιζητώντας τον έπαινο των άλλων. Ένας είχε γνωρίσει στο καμπαρέ «Ντνιέπερ» μια διαζευγμένη, την Ιρίνα, άλλος βρήκε στο πάρκο Λένιν μια νοσοκόμα, τη Σβετλάνα, τρίτος καμάκωσε στο ρεστοράν «Κίεβ» μια σερβιτόρα, τη Βέρα. Εξυπακούεται πως για να πλαγιάσουν με τις γυναίκες ξόδεψαν ένα σημαντικό ποσόν σε ρούβλια που αντιστοιχούσε σε κάμποσα δολάρια. Τα φαγητά, η βότκα και η σαμπάνια κόστιζαν ένα σωρό λεφτά –είχε πλέον παρέλθει η εποχή που οι ναυτικοί γαμούσανε με ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες. Μιας και δεν είχα τίποτα συναρπαστικό να αφηγηθώ για να εισπράξω τον θαυμασμό τους, σιωπούσα. Όμως οι ώρες που πέρασα με τη νεαρή κομσομόλα δεν  είχαν πάει χαμένες. Ω, ναι, η παρουσία της Ναταλίας και η αισιοδοξία της για το μέλλον του σοσιαλισμού μου αρκούσε.

*

Την επομένη ημέρα πήγα στο Σήμενς Κλαμπ αποφασισμένος να ξεκαθαρίσω το φλέγον ζήτημα της απόδοσης ευθυνών για τη δολοφονία του Τρότσκι. Ατυχώς, η κρίσιμη συζήτηση δεν έγινε ποτέ, επειδή στο κλαμπ έτυχε να γιορτάζουν την «Ημέρα της σοσιαλιστικής εργασίας» και τιμούσαν τους καλύτερους ναυτεργάτες του σοβιετικού εμπορικού στόλου που κατάγονταν από τη μείζονα περιοχή της Οδησσού. Ήταν μια συγκινητική  γιορτή που μου ’φερνε δάκρυα στα μάτια. Οι φιλόπονοι σοβιετικοί εργαζόμενοι αμείβονταν ηθικά για τις υπηρεσίες τους, όχι όπως στις καπιταλιστικές χώρες όπου τα αφεντικά εκμεταλλεύονταν το μόχθο τους χωρίς ένα ευχαριστώ. Αλλά και η Ναταλία φαινόταν συγκινημένη. Στεκόταν δίπλα μου παρακολουθώντας τον εμπνευσμένο λόγο του Σεργκέι για τους τιμώμενους. Κάποια στιγμή που δεν μ’ έβλεπε κανείς έχωσα ένα μισογεμάτο μπουκάλι Τζόνι Γουόκερ στη μαύρη  τσάντα της, ένα ασήμαντο δώρο που θα επισφράγιζε τη φιλία μας. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και την είδα να τραβάει στη ζούλα γουλιές ουίσκι, σνομπάροντας τις γκαζόζες που συνόδευαν τα αράπικα φιστίκια, τον πασατέμπο και τα στραγάλια της γιορτής. Απορροφημένος από τους ήχους των βιολιών, της μπαλαλάικα και τη γλυκιά φωνή της σοπράνο που είχε κληθεί για να ψυχαγωγήσει τους παριστάμενους, δεν πρόσεξα πως μέχρι τη λήξη της γιορτής η Ναταλία είχε αδειάσει το μπουκάλι. Σε αυτό το διάστημα ο Σεργκέι παρέδωσε στους ναυτεργάτες το παράσημο του «Ήρωα της ναυτικής εργασίας», ενώ η Λιούμπα τους βοηθούσε να το καρφιτσώσουν στο στήθος τους. Μετά την αποχώρηση όλων των συμμετεχόντων η Ναταλία με κράτησε για να της κάνω παρέα μέχρι να μαζέψει να ποτήρια και να συγυρίσει το χώρο της βιβλιοθήκης. Ύστερα με κοίταξε με το διεισδυτικό βλέμμα της τείνοντας μου δειλά ένα βιβλίο στα ελληνικά: το Τι να κάνουμε. Ανίκανος να ερμηνεύσω τη χειρονομία της, την κοίταξα απορημένος κι άνοιξα στην τύχη αυτή την  κλασική μπροσούρα  του Λένιν και βρέθηκα στη σελίδα 36. «Το ρωσικό προλεταριάτο», διάβασα φωναχτά, «το περιμένουν ασύγκριτα πιο σκληρές δοκιμασίες…»

Η Ναταλία δεν με άφησε να συνεχίσω. Ελαφρώς εξοργισμένη, μου πήρε το βιβλίο από το χέρι, τα πέταξε στην απέναντι γωνιά, κλείδωσε την πόρτα, έβγαλε την κίτρινη μπλούζα της με την κονκάρδα κι άπλωσε τα χέρια της να μ’ αγκαλιάσει. Μην μπορώντας να κάνω διαφορετικά, κόλλησα το στόμα μου στο δικό της, γλίστρησα το δεξί μου χέρι κάτω από την κόκκινη φούστα της και χάιδεψα απαλά τους μηρούς και τις γάμπες με τις μαύρες τρίχες. Μέσα σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε ολόγυμνοι στην μη θερμαινόμενη αίθουσα που είχε ανάψει από τη φλόγα που μας πυρπολούσε. Ετοιμάστηκα να τη ρίξω στο δάπεδο, πάνω στα φύλλα της Πράβντα, της Ιζβέστια και της Μόρνινγκ Σταρ, όταν ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Μια αντρική φωνή κραύγασε: «Συντρόφισσα Ναταλία, άνοιξε!» Ήταν ο Σεργκέι που μπαίνοντας ορμητικά της ζήτησε επιτακτικά το Τζόνι Γουόκερ. Η κοπέλα προσπαθώντας να καλύψει με το ένα χέρι τα στήθη της και με το άλλο τα απόκρυφα μέλη της, μου έκανε νεύμα να του το παραδώσω. Έβγαλα το άδειο μπουκάλι από την τσάντα αλλά ο Σεργκέι το πέταξε στον τοίχο, πάνω στο πορτρέτο του Μπρέζνιεφ, το οποίο έπεσε και θρυμματίστηκε. Την ώρα που η Ναταλία έσκυψε να μαζέψει τα σπασμένα γυαλιά, άνοιξα από αμηχανία το Τι να κάνουμε και διάβασα τη φράση της σελίδας 14. «Και  οι κραυγές “Ζήτω η ελευθερία της κριτικής” που ακούγονται σήμερα, θυμίζουν πολύ το μύθο του άδειου βαρελιού…» Στο μεταξύ ο Σεργκέι απειλούσε ότι θα την καταγγείλει στην πειθαρχική επιτροπή του κόμματος για αντιδεοντολογική συμπεριφορά κι ότι θα ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία της -εκτός και αν φρόντιζε να του προμηθεύσει ένα γεμάτο μπουκάλι. Σχεδόν απολογητικά αποκάλυψε πως το είχε υποσχεθεί στη Λιούμπα, η οποία τον απειλούσε πως σε αντίθετη περίπτωση θα τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Η Ναταλία, κοιτάζοντάς με όλο ικεσία, με εξανάγκασε να ορκιστώ πως θα της το πήγαινα αμέσως. Τι να κάνω; Υπέκυψα. Ντύθηκα λοιπόν βιαστικά και τράβηξα για τον ντόκο, ακολουθούμενος από τον Σεργκέι, ο οποίος κρατώντας στο ένα χέρι την Πράβντα και στο άλλο τη φωτογραφία του Μπρέζνιεφ από το σπασμένο κάδρο, δεν έλεγε να μ’ αφήσει από τα μάτια του.

*

Η συνέχεια δεν έκρυβε εκπλήξεις. Έβγαλα κανονικά από το τελωνείο ένα μισογεμάτο Τζόνι Γουόκερ, το έδωσα στον υπεύθυνο του Σήμενς Κλαμπ κι επέστρεψα κοντά στη Ναταλία με την οποία επιδοθήκαμε σε ερωτικές περιπτύξεις, αντάξιες της μαρξιστικής μας διαπαιδαγώγησης. Την ώρα που παλεύαμε πάνω στις εφημερίδες, κοίταξα στον απέναντι τοίχο τη φωτογραφία του Μαγιακόφσκι, εκείνη τη γνωστή με το κασκέτο, τα χέρια πίσω στην πλάτη και το τσιγάρο στο στόμα. Ήθελα να του απαγγείλω τους στίχους από το ποίημα του Άρη Αλεξάνδρου Αλεξανδροστρόι και να του επαναλάβω «Εχ μωρέ Βλαδίμηρε», μα δεν μπορούσα γιατί τα χείλη  μου ήταν κολλημένα στα χείλη της Ναταλίας κι η γλώσσα μου εξερευνούσε το εσωτερικό του στόματός της. Φυσικά, λέξη δεν είπα για το κατόρθωμά μου στην ομήγυρη των εξοδούχων του «Ruby», φοβόμουν μη μου ξεφύγει κανένα δηκτικό σχόλιο που θ’ αμαύρωνε την αίγλη της πατρίδας του σοσιαλισμου.