Ο Κος Πενθήμερος, 23.Λωτρεαμόν-Ρεμπώ συνέχεια
11/09/2015
Αυτά τα μικρά χωρία από τα «Άσματα» όπως και από την «Εποχή στην κόλαση» δεν μπορούν φυσικά να δώσουν ούτε μια ελάχιστη γεύση από τον τεράστιο ποιητικό και φιλοσοφικό πλούτο που περιέχουν. Η βιβλιογραφία κειμένων που γράφτηκαν για να διααυγάσουν ή να συσκοτίσουν τα ποιήματα είναι ογκοδέστατη. Ωστόσο δε βλέπω το λόγο –ούτε ο κος Πενθήμερος μαζί με μένα -να παραθέσω αποσπάσματα κι από τις κρίσεις γύρω από τα έργα. Θεωρώ πως όποιος δεν νιώθει και δεν παθαίνεται με την μεγάλη ποίηση είναι καλύτερα να μην ασχολείται μαζί της. Όποιος δεν μπορεί να προσεγγίσει τις κορυφαίες στιγμές της καλύτερα να κάτσει στ’ αυγά του. Όποιος χρειάζεται τα υπερθετικά και τάχα ποιητικά φληναφήματα που έχουν γραφτεί γι′ αυτά τα έργα– συμπεριλαμβανομένων των δομιστών και αποδομιστών μπορεί εύκολα να τα βρει και να τα διαβάσει.
Ο αδαής Κος Πενθήμερος και οι εξίσου καθαροί τη καρδία κ.κ. Πετρόχειλος, Πυράγγελος, Αποστολίδης κ.ά. μπορούν με κόπο πολύ και μόχθο αν σκύψουν σ' αυτές τις σελίδες να νιώσουν τη μεγάλη τους αλήθεια. Οι ειδικοί από τον Σαιντ-Μπεβ ως τον Χάρολντ Μπλουμ και τον Πωλ ντε Μαν δεν τα καταφέρνουν καλύτερα τις περισσότερες φορές.
Αγαπητοί ηλεκτρονικοί αναγνώστες –συγχωρείστε μου τον προσωπικό τόνο– αλλά το δέος μου μπροστά σ’ αυτά τα κείμενα δεν μου επιτρέπει να συνεχίσω σεβόμενος και τον Κο Πενθήμερο.
Κυρίες και κύριοι βρισκόμαστε στην Κόλαση. Στα έγκατα της κόλασης και φλεγόμαστε ολόκληροι. Βρισκόμαστε στις υψηλές κορυφές της ποίησης διαβάζοντας τους δύο φωστήρες της ποιητικής επικράτειας.
Ας αφήσουμε τον Κο Πενθήμερο να συνεχίσει την ανάγνωση.
Όποιος έχει πολύ Βορρά μέσα του ας βγει απ’ τον κύκλο. Όποιος χρειάζεται τηλεσκόπιο για να δει τ’ άστρα ας αλλάξει site. Όποιος δεν έχει καθαρή καρδιά ας επανέλθει άλλος. Όποιος αποστρέφεται την έκφραση και τις υψηλές της περιοχές ας μην συνεχίσει. Όποιος είναι οπαδός του καθαρού ορθολογισμού και της κοινής λογικής δεν θα καταλάβει ούτως ή άλλως. Παρόλα αυτά ας προσπαθήσουν όλοι. Κανείς δεν αποκλείεται από το πανηγύρι, κανείς από την εποχή της αθωότητας και ας πνίγηκε η τελετή της.
Γράφω πρώτα-πρώτα γι′ αυτούς που μπορούν να τον αγαπήσουν, λέει ο Φίλιπ Σουπώ γι αυτόν που «έχει πολύ συλλογιστεί μες στην αιώνια φυλακή του». Τον Ισιντόρ Ντυκάς κόμη του Λωτρεαμόν. Μ’ αυτό το όνομα μόνο ποιητής ή πρίγκιπας ή και τα δύο θα μπορούσε νάναι κάποιος. Αλλά ο Λωτρεαμόν ήταν ακόμη κάτι. Κάτι περισσότερο που έκανε τον Κο Πενθήμερο να λούζεται στον ιδρώτα διαβάζοντας το 1ο άσμα του Μαλντορόρ. Αυτό το κάτι άλλο –λέει ο Σουπώ– είναι πιο οδυνηρό και από την παραφροσύνη. Η μεγαλοφυΐα, που είναι αδελφή του ιλίγγου. Όλοι αναγνωρίζουν πως ένας μεγαλοφυής είν’ ένας άνθρωπος που δεν τους μοιάζει δεν έχει τα σουσούμια τους και τον αφήνουν μόνο του. Έρημο στο δικό του μονοπάτι. Παρέα με την κυρά του: τη μεγαλοφυΐα. Κι αυτός κλείνει τις κουρτίνες και μένει μαζί της όπως με μια ακριβή ερωμένη. Αυτό το ζευγάρι είναι αληθινά εις σάρκαν μίαν. Ολομόναχο και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να μην είναι μόνος μαζί της. Του μένει η δίνη, ο ανελέητος ουρανός και το δικό του θάρρος, συνεχίζει ο Φ. Σουπώ, θα πορευτεί μ’ αυτό το θάρρος στροβιλιζόμενος, περιδινούμενος ανάμεσα ουρανού και γης κάνοντας πως δεν συμβαίνει κάτι.
Μακρυά από το πλήθος των κοινών θνητών, μακρύτερα από το λογοτεχνικό κατεστημένο θα συνθέσει τα Άσματα και τις Ποιήσεις ώσπου θα τον καταβάλλει ένας πυρετός. Θα ταφεί στη Μονμάρτρη. Πρόλαβε να συμπληρώσει 24 χρόνια ζωής.
‘‘Ώ χταπόδι με το μεταξένιο βλέμμα σου! Πόχεις ψυχή αξεχώριστη απ’ τη δική μου. Που, απ’ όσο ξέρω, μες τη σφαίρα μας ολάκερη άλλο δεν είναι πλάσμα ομορφότερο από σένα, συ πόχεις στις προσταγές σου ένα σαράι σωστό από χίλιους μυζητήρες. Γιατί κι εσύ-όπου μέσα σου θρονιάζουν, λες και είναι η φυσική τους κατοικία, δεμένες με δεσμό ακατάλυτο, η γλυκύτατη αρετή της επικοινωνίας κι όλες οι θείες χάρες-γιατί, λέω , να μην είσαι κοντά μου με τον υδράργυρο της κοιλιάς σου πάνω στο αλουμινένιο στήθος μου, να καθόμαστε τα δυο μας σε κάποιο βραχάκι του γιαλού και ν’ ατικρύζουμε αυτό το θέαμα που λατρεύω!» (μετάφραση από το Πρώτο Άσμα του Μαλντορόρ του Οδυσσέα Ελύτη)
[Το 1870. Οι Πρώσσοι στο Παρίσι. Πείνα. Γεννιέται ο Λένιν. Ο Μπωντλαίρ έχει πεθάνει από το 1867. Έζησε ανάμεσα σε δύο επαναστάσεις, το 1848 και το 1870.]
Τη στιγμή που ο Λωτρεαμόν περνά τον Αχέροντα ξυπνά η ποιητική μεγαλοφυΐα του 16χρονου Ρεμπώ. Πραγματοποιεί την πρώτη φυγή από την Σαρλβίλ (τη γενέτειρά του) στις Αρδέννες. Είναι λαθρεπιβάτης.Τον πιάνουν και τον φυλακίζουν. Έλπιζε να δει την πτώση της αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Δεν τα καταφέρνει ούτε τη δεύτερη φορά που δραπετεύει για το Βέλγιο, με τη φιλοδοξία να γίνει δημοσιογράφος. Την τρίτη και φαρμακερή, τα καταφέρνει. Τον υποδέχεται ο Βερλέν. Δεν συμμετέχει πάντως στην Κομμούνα αν και έχει συντάξει το κομμουνιστικό σύνταγμα (που χάθηκε) και εμφορείται από αναρχικές ιδέες και είναι προκλητικός απέναντι στου Φιλισταίους.
Από το 1846, ο Προυντόν έχει συγγράψει την Αθλιότητα της φιλοσοφίας και το μεθεπόμενο έτος του απαντά με τη Φιλοσοφία της Αθλιότητας ο Μαρξ, ο οποίος μαζί με τον Ένγκελς συντάσσουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Ο κ. Πενθήμερος δεν ενδιαφερόταν ποτέ για τις ζωές των άλλων, όπως δεν ενδιαφερόταν για τη δική του ζωή. Άδεια από καμπές, ανατροπές και το κυνήγι ενός κάποιου νοήματος. Οι βιογραφίες των απωθούσαν. Έζησε για τέσσερις δεκαετίες μια μονότονη, μονότροπη ζωή χωρίς να ρισκάρει τίποτα.
Κάποτε η μνημονιακή εποχή αποφάσισε πως τέλειωσε η πενθήμερη απασχόληση γι′ αυτόν και για εκατομμύρια άλλους. Αν όμως τα πράγματα δεν είχαν ανατραπεί τότε το βιογραφικό του θα μπορούσε να συνοψιστεί σε λίγες προτάσεις. Γεννήθηκε, μεγάλωσε με τη μητέρα του. Δούλεψε όλη του τη ζωή: Η γεννήθηκε και δούλεψε. Αυτή ήταν η μοναδική του ταυτότητα. Δεν θα τον ρωτούσες τίποτα προσωπικό γιατί δεν υπήρχε τίποτα να μάθεις. Δεν έκρυβε τίποτα. Γιατί δεν είχε τίποτα να κρύψει. Δεν είχε μάθει και τίποτα δουλεύοντας. Πέρα από το πώς να περνά ο χρόνος του. Δεν δούλευε για τον εργοδότη, το καλό του τόπου, της πατρίδας, των συνανθρώπων. Δεν είχε κανένα δεσμό. Δεν είχε ιδεολογία. Δεν είχε απόψεις. Ήταν λιτοδίαιτος. Γενικώς ήταν ένας άνθρωπος απαθής. Αδιάφορος. Δεν του έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη ό,τι και να συνέβαινε. Δεν ανήκε στο σωματείο των συναδέλφων του. Δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανέναν. Είχε μακρινούς συγγενείς, ίσως, αλλά δεν επικοινωνούσε μαζί τους. Δεν είχε φιλοδοξίες. Δεν επιζητούσε ούτε την κοινωνική αναγνώριση, ούτε την κοινωνική ανέλιξη. Δεν ασχολήθηκε και πολύ με την πολιτική κατάσταση πριν την κρίση. Ενημερωνόταν με μέτρο. Δεν διέθετε τον ελεύθερο του χρόνο ούτε για μακρινές ούτε για κοντινές εξορμήσεις. Ούτε την άδειά του αξιοποιούσε ιδιαίτερα. Πήγαινε απλώς κάπου όπως πολλοί. Κοιτούσε τις ζωές τους με άδειο βλέμμα.
Δεν θα στεναχωριόταν για την απώλεια κάποιου προσώπου. Δεν θα θύμωνε με την κοινωνική αδικία. Δεν ήταν δυστυχής αφού δεν είχε υπάρξει ποτέ του ευτυχής. Αν εξαιρέσουμε τη μονομανία του για την πενθήμερη εργασία δεν είχε νιώσει ποτέ ικανοποίηση για κάτι άλλο.
Τώρα όμως τόνιωθε πως κάτι είχε σπάσει. Όλος αυτός ο κόσμος που είχε οικοδομήσει έβλεπε πως ήταν γυάλινος και είχε γίνει θρύψαλα, χάρτινος κι είχε πάρει φωτιά. Ένιωθε για πρώτη φορά στην πενθήμερη ζωή του πως ο κόσμος είχε καταρρεύσει.
Τώρα σκεφτόταν πως δεν ήταν κανένας. Δεν είχε ιδιότητα. Την ιδιότητα του υπαλλήλου. Επομένως δεν είχε τίποτα. Τα είχε χάσει όλα και τον εαυτό του τον ίδιο. Αν είχε ποτέ κάτι τέτοιο. Είχε ποτέ εγώ; Ναρκισσισμό; Επιθυμίες; Σεξουαλικότητα; Διεκδικούσε τίποτα; Σ’ όλα τα ερωτήματα έπρεπε ν’ απαντήσει μ’ ένα βροντερό: όχι. Γιατί μια αρετή που διέθετε ήταν η ειλικρίνεια. Εκτός αν επρόκειτο να δικαιολογηθεί που δεν πήγαινε στο γραφείο.
Διαβάζοντας τη βιογραφία του Ρεμπώ εντυπωσιάστηκε. Χάθηκε μ’ όλο το μη πενθήμερο είναι του σ’ αυτήν την απίστευτη περιπέτεια μιας μεγαλοφυΐας. Ήθελε να μάθει τα πάντα γι′ αυτόν τον ποιητή, τον εξερευνητή, τον τυχοδιώκτη που δεν τον χωρούσε ο τόπος. Παράτησε τη μητέρα του, τα αδέλφια του και το χωριό του για το Παρίσι. Ερωτεύθηκε τον Βερλέν, τον απομάκρυνε από την οικογένειά του, ταξίδεψαν στις Βρυξέλλες και στο Λονδίνο έζησαν σαν παρίες. Ο Ρεμπώ δεν έπαιρνε, τίποτε και κανέναν στα σοβαρά γιατί από τα 16 ως λίγο πριν τα 20 τους «εξεπέρασε όλους εξακολουθητικώς»,τους χλεύασε κι αυτούς και τον τρόπο ζωής τους την μποεμία τους, το modus vivendi, τα έργα τους και τις ημέρες τους. Merde, Σκατά ήταν η επωδός σ’ όποιο στίχο άκουγε να απαγγέλουν στα καφενεία που σύχναζαν εκείνοι και πήγαινε αυτός. Κυκλοφορούσε βρώμικος. Σκάρωνε φάρσες, Πείραζε τους πάντες. Το εκδικήθηκαν κι αυτοί. Τον φώναζαν ''κυρία Ρεμπώ'' αφού ήταν ζευγάρι με τον Βερλέν. Δεν τον άφηνε σε ησυχία, κι αυτός άλλο που δεν ήθελε. Ήπιαν όσο αψέντι μπορούσαν να βρουν. Κάπνισαν όπιο. Έκαναν έρωτα. Προκάλεσαν τις συμβάσεις και την κατεστημένη ηθική. Μάταια η μητέρα του Ρεμπώ. με την αδιανόητη αυταρχικότητά της τον αποκλήρωνε κάθε φορά που θα παρεκτρεπόταν.
Αυτός μουρμούριζε: «ετούτη τη φορά έκλαψα περισσότερο απ’ όλα τα παιδιά του κόσμου» ή χανόταν στην αγκαλιά της. Ξαναγύριζε πάντα στην εστία για να την εγκαταλείψει με την πρώτη ευκαιρία.
Πότε ήταν «κύριος της σιωπής», πότε έλεγε πως «είχε μάθει στην ιστορία μέσα σ’ ένα κελάρι». Άλλοτε ένιωθε πως «η ονειροφαντασία συναντήθηκε με όλες τις εκστάσεις» και άλλοτε πως «το όνειρο δρόσισε». Πίστευε ότι "δεν είμαστε στον κόσμο" "Η ζωή απουσιάζει¨. Την εποχή της Κόλασης φθεγγόταν πως «η ζωή είναι μια φάρσα που την κάνουν όλοι». Άλλοτε φώναζε πως «η τέχνη είναι μια βλακεία». Γι′ αυτό σύντομα θα την εγκατέλειπε. Πίστευε πότε πως «ανήκει στην τάξη των σκλάβων και των ηττημένων» και άλλοτε κήρυττε:
»Και την αυγή οπλισμένοι με μια πύρινη υπομονή θα μπούμε στις υπέρλαμπρες πολιτείες».
Στις εκλάμψεις του έδειχνε την εποχή των Δολοφόνων, και μια φορά ονειρεύτηκε:
«Ευθύς ως η ιδέα του κατακλυσμού πάλιωσε, ένας λαγός σταμάτησε μέσα στα τριφύλλια και στα καμπανάκια που κουνιόταν και ανάμεσα από το δίχτυ της αράχνης, είπε την προσευχή του στο ουράνιο τόξο.»
Η γλώσσα του δεν είχε γλωσσοδέτη, ήταν αχαλίνωτη. Θα μπορούσε να είναι ένα από τα κοριτσάκια που ενέπνευσαν τον Λούις Κάρολ στις δύο Αλίκες του. Θα φορούσε κρινολίνα και θα φωτογραφιζόταν ημίγυμνος από το καθηγητή Ντόγκσον. Δεν τόχε σε τίποτα να το κάνει. Ήταν μαζί ο Πρωτέας, ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας και ταυτόχρονα ο Ενδυμίων και ο Γανυμήδης. Σωστά έλεγε «εγώ είναι ένας άλλος.»
Οι άλλοι κοίταζαν τα νώτα του καθώς έφευγε, μόνο ο Βερλέν τον αποχαιρέτησε με δάκρυα. Πήγε και φυλακή για χάρη του γιατί σ’ έναν καυγά τον τραυμάτισε στο χέρι.
Τον έσπρωξαν προς την έξοδο. Ο καθολικός Κλωντέλ πότε τον αποθέωνε και πότε τον αρνιόταν. αποτελούσε το μέτρο και το μέγεθος με το οποίο αναμετριόταν στις μεταπτώσεις του αυτός ο κατά τα άλλα σπουδαίος ποιητής. Κι έτσι στα 20 ή λίγο πριν –δεν είναι όλα διαφανή, διαυγή και κρυστάλλινα σε μια βιογραφία,πόσο μάλλον όπου είναι ο βίος και η πολιτεία και η μοναξιά του Ρεμπώ– εγκατέλειψε τα πάντα πίσω του, την ποίηση, τη ζωή, την μποεμία και αποφάσισε να αποδείξει πως διέθετε και άλλες ικανότητες. Έγινε φυγάς, οδοιπόρος, εξερευνητής, έμαθε τις πιο περίεργες γλώσσες, διεύθυνε επιχειρήσεις, ορυχεία, κατέληξε στην Αιθιοπία μετά από μια μακριά περιπλάνηση, εμπορεύθηκε όπλα.Τον κατείχε μια ασίγαστη δίψα για την περιπέτεια και τη γνώση. Διάβασε το Κοράνι. «Έχαιρε εκτιμήσεως» τόσο μακριά από κείνο που ήταν κάποτε, ένας μεγαλοφυής ποιητής. Κι όταν έπαθε γάγγραινα γύρισε στη Μασσαλία νοσηλεύθηκε, έπαθε καθολικό καρκίνο και την παραμονή του θανάτου του σ’ ένα από εκείνα τα γράμματα από το Χαράρ που δεν θύμιζαν τον κάποτε μεγάλο ποιητή έγραψε: «Είμαι εντελώς παράλυτος, θέλω λοιπόν να βρίσκομαι εγκαίρως στο πλοίο. Πείτε ποια ώρα πρέπει να μεταφερθώ στο πλοίο…»
Ασίγαστη, ακατάσχετη μανία φυγής. Θαρρείς και ό,τι είχε γράψει ήταν μια προφητεία για το μέλλον που θα διάλεγε την κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιηθεί γύρευε μια ζωντανή ημερομηνία (όπως λέει ο Ο. Πας). Τη βρήκε, όχι μια, αλλά τρεις φορές όταν έφυγε από τη Σαρλβίλ τη γενέτειρά του, όταν έφυγε για το Λονδίνο με τον Βερλέν, όταν έφυγε για την μεγάλη περιπλάνηση. Ο Κος Πενθήμερος θαύμαζε, μόνο θαύμαζε αυτόν τον φυγάδα, αυτόν τον χωριάτη που έβρισκε ένα καταφύγιο και το εγκατέλειπε για ένα άλλο, γιατί ήξερε, όπως ο Κάφκα, πως δεν μπορούμε να καταφύγουμε πουθενά πως δεν υπάρχει παρηγοριά σ’ αυτόν τον κόσμο. Παρά μόνο το καταφύγιο της στιγμής. Της στιγμής που ανακαλύπτεις –αν και εφόσον το ανακαλύψεις– πως δεν μπορείς να μείνεις ούτε εκεί και πρέπει να ξαναρχίσεις πάλι από την αρχή κι ας μην μπορείς να ξανακολλήσεις το σπασμένο κρυστάλλινο ποτήρι που έγινε θρύψαλα.
Οι τυχοδιώκτες έχουν την ίδια μοίρα με τους παίκτες. Κάθε νέα περιπέτεια, όπως κάθε παρτίδα πόκερ κρύβει μια ήττα, μια πιθανή καταστροφή. Και τον Ρεμπώ αντί για το πλοίο της επιστροφής στο Χαράρ τον περίμενε η βάρκα που θα τον οδηγούσε στην Αχερουσία. Και έπρεπε να κρατά στα δόντια το νόμισμα για να πληρώσει το βαρκάρη. Στα 37 του χρόνια πέρασε στου ονείρου την άλλη Βασιλεία. Όπως ο Λωτρεαμόν στα 24 του. Δύο παιδιά-ποιητές. Δύο μεγαλοφυΐες που θα διάβαζε και θα ξαναδιάβαζε από δω και μπρος ο Κος Πενθήμερος. Δεν θα ξεμπέρδευε ποτέ μαζί τους. Αυτοί οι δύο νέοι θα τον συνόδευαν και θα τον ενέπνεαν στο εξής.
Ήξερε τώρα πως ο καιρός, αν και δεν περιμένει, αν και δεν ξανακερδίζεται ήταν μπροστά του. Μόνο μπροστά του.
Τώρα ο Κος Πενθήμερος διάβαζε χωρίς βοήθεια από τεχνοκρίτες, από αυθεντίες και ειδικούς. Είχε αρχίσει ν’ αποκτά το δικό του κριτήριο. Μια διαυγή δική του αισθητική. Ήταν του αρχάριου, του αδαούς η ανταμοιβή. Άρχισε να μαθαίνει να βλέπει. Να αισθάνεται. Να λειτουργεί τις αισθήσεις του. Να ενθουσιάζεται. Να χαίρεται και να λυπάται.