Ο Κος Πενθήμερος, 22. Ρεμπώ-Λωτρεαμόν

Ακόμα κι ένας σκύλος που αλυχτούσε κοιτώντας το φεγγάρι σώπασε. Έσφιξε τα σαγόνια του έστριψε λίγο το κεφάλι και βουβάθηκε. Ούτε ένα παράπονο, ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσε από την αυτοκυριαρχία που επέβαλε στο άσκοπο, αλύχτισμα του που τον θύμωνε τόσο περισσότερο όσο το φεγγάρι απομακρυνόταν στον νυχτερινό ουρανό που τον καταύγαζε με το φως του. Ήταν σαν το γαύγισμα του να έσπρωχνε το φεγγάρι σε υποχώρηση. Όχι ο σκύλος δεν φοβόταν το φεγγάρι ούτε το φέγγος του, ούτε τη σιωπή της πανσέληνης νύχτας.

Σεβάστηκε όμως το πηδηχτό βήμα ενός αγοριού. Αγόρι ήταν. Έφηβος. Μα αρμονικές αναλογίες και ωραίο κεφάλι. Ανέμελος. Περνούσε, έτσι απλά, βάδιζε. Παρότι χωριατόπαιδο είχε μια αριστοκρατική κοψιά. Σαν να επρόκειτο να βασιλέψει με την ανεμελιά και την ισχύ του σ’ ολόκληρο το βασίλειο του  κόσμου. Ο σκύλος τον κατάλαβε από τη μυρωδιά και ήταν έτοιμος να προσκυνήσει τη μεγαλοπρέπεια και ας μην είχε τίποτα μεγαλόπρεπο επάνω του έξω από την οίηση ενός εφήβου. Την υπερηφάνεια ενός ανώτερου. Ο σκύλος παραμέρισε για να περάσει. Δεν ήταν ούτε πρίγκιπας, ούτε τσιφλικάς, ούτε άνθρωπος φερμένος απ’ αλλού. Έμοιαζε μ ‘ένα αγόρι κοινό και καθημερινό όπως όλα τα αγόρια που έπαιζαν μαζί του τα μεσημέρια όταν σχόλαγαν από το σχολείο τους.

Αυτός όμως ο νεαρός -σκύλος τόβλεπε– το είχε σκάσει, είχε αφήσει πίσω του το σπίτι και τη μάνα του και ίσως και καμιά αδελφή. Γιατί ήταν περιποιημένος. Κάποιος λοιπόν τον είχε φροντίσει. Είχε βουρτσίσει τα μαλλιά του. Είχε σιδερώσει το πουκάμισό του. Λευκό, ολόλευκο φαρδύ-κρεμόταν έξω από το παντελόνι του. Άσπιλο σαν το χαμόγελό του με τις πιέτες καλά σιδερωμένες.

«Είδα να πρήζονται πελώρια βουρκοτόπια»

Έβλεπε πολλά κι ας μην είχε ξεμυτίσει από τα όρια του χωριού του

«Άλλοτε, κατάκοπος μάρτυρας των πόλων και των ζωνών

κι απέμενα σάμπως στα γόνατα πεσμένο

                                                  θηλυκό…»

Τον άκουγε. Ήταν φανερό πως δεν ήταν ένα

οποιοδήποτε χωριατόπαιδο.

«Όμως εγώ, καράβι κάτω απ’ των ορμίσκων

                                                τα μαλλιά.»

Ο σκύλος το κατάλαβε πως ήταν ποιητής.

Κι ας μην τον ήξερε κανείς. Και όταν τον μάθαιναν καθόλου δεν θα χαίρονταν για τη γνωριμία. Ήταν ο Αρθούρος Ρεμπώ που κρατούσε στο χέρι του– τώρα το είδε ο σκύλος– ένα καράβι, ένα μεθυσμένο καράβι.

«Όμως, αλήθεια, έκλαψα πάρα πολύ». Είναι οι

Αυγές σπαρακτικές

Κάθε φεγγάρι στυγερό και κάθε ήλιος πίκρα:

Ο έρωτας με φούσκωσε με χαύνωσες μεθυστικές»

Δεν είχε ζήσει τίποτα κι όμως οραματιζόταν. Προφήτευε τα κρυφά νοήματα, τις εποχές που θάρθουν. Μήνες χωρίς μέρες. Σύννεφα χωρίς ουρανούς. Νοήματα χωρίς νόημα. Θάνατο χωρίς ανάσταση. Έρωτα χωρίς απόκριση.

Αναφωνούσε τώρα κατά αντίκρυ

«στο φεγγάρι που είχε ξαναπλησιάσει

«Ω ας μ’ έπαιρνε η θάλασσα! Και ας μου ‘σκαγε η καρίνα»

κι ενώ το πλοίο του στο νερό πια έπλεε, σαν μεθυσμένο σε μανιασμένο

ωκεανό:

«Δεν βαστώ, απ’ τις ραθυμιές σου λουσμένο,

                                                    ως κύματα,

Να σβήνω τ’ απόνερά της απ’ τα φορτηγά

                                    των μπαμπακιών

ούτε των σημαιών και των λαβάρων την ξιπασιά

                                          να διασχίζω,

Μήτε να κολυμπώ κάτω από τα μάτια τα

                                        φρικτά των ποντονιών»

Ένα παιδί περίλυπο που κάθεται ανακούρκουδα και αμολά ένα καράβι εύθραυστο σαν πεταλούδα του Μάη

μασώντας νευρικά ένα ξανθό στάχυ.

Ένα ξανθό αγόρι και δεν το ήξερε κανείς. Ακόμα. Εκεί στην πόλη του φωτός.

Ήταν νωρίς ακόμη να καταλάβει ο κόσμος ένα καστανό αγόρι που έγραφε ποιήματα σε μια γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει.

Είπαμε ήταν ο Ρεμπώ. Κοίτα τα πέντε γράμματα μπορούν να μαρτυρήσουν την ύπαρξή του και ο μεθυσμένος σκύλος που πριν γαύγιζε διώχνοντας το φεγγάρι μακρυά μη αντέχοντας την ασημένια λάμψη του που από κεραμιδί τον έκανε να μοιάζει σταχτής και θλιβερός έπεσε στα μπροστινά του πόδια και ονειρεύτηκε κι αυτός.

Μα, μήπως ήξερε κανείς τον άλλο ποιητή; Απ’ το Μοντεβιδέο; Που είχε το θράσος, ενώ είχε το όνομα Ισίδωρος Ντυκάς,να προσθέσει πλάι του έναν τίτλο Comte de Lautreamon. Ένας ποιητής εξίσου νέος με τον Ρεμπώ εξίσου επηρμένος. Εξίσου μεγαλομανής για να φανταστεί –τι ποιητής θα ήταν; αν δε τόκανε– μια ανύπαρκτη κομητεία στην οποία τάχα ηγεμόνευε. Αυτός συνέθετε άσματα σ’ ένα όνομα παράξενο που θύμιζε ταυρομάχο. Μαλντορόρ. Χωρίς νάναι Ισπανός. Αλλά Γάλλος όπως ο Ρεμπώ.

Κι οι δύο ποιητές στοχάζονται γύρω από τη μοίρα της ανθρωπότητας. Δεν είν’ εύκολοι ποιητές. Χρειάζονται αποκρυπτογράφηση. Δεν έγιναν  δεκτοί από το λογοτεχνικό κατεστημένο. Όταν ο Ρεμπώ πήγε στο Παρίσι αφού προσπάθησε να δραπετεύσει από την οικογενειακή εστία, ο  Μαλλαρμέ, ο πάπας του συμβολισμού εκείνης την εποχής, είπε πως ήταν 'ένα φωτεινό μετέωρο αλλά σβήστηκε'. Ο Ρεμπώ έγραψε 3 μόλις ποιητικές συλλογές υψηλής έμπνευσης το «Μεθυσμένο καράβι″, την ¨Εκλάμψεις» και την ποιητική του διαθήκη το «Μια εποχή στην κόλαση». κράμα λυρισμού, συμβολισμού (εικονοκλαστικό έργο που προετοίμασε το έδαφος για την έλευση του σουρεαλισμού). Σε μια επιστολή του αναλύει την ποιητική του. Ως τα 19 του –ανήλικος για τα μέτρα της εποχής– ολοκλήρωσε μια ποιητική διαδρομή που άλλοι –αν την κατόρθωναν– θα χρειάζονταν ολόκληρη τη ζωή τους. Ο Αρθούρος Ρεμπώ είναι μοναδική περίπτωση στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ιδιοφυής, ποιητής-προφήτης, ο οποίος είχε την τόλμη να εγκαταλείψει και τη ζωή και την ποίηση για το εμπόριο και το ζην επικινδύνως.

Το «μια εποχή στην Κόλαση» δεν γέρασε ποτέ. Εκδόθηκε στις Βρυξέλλες το 1873. Αρχίζει έτσι:

«Κάποτε, αν θυμούμαι καλά, η ζωή μου ήταν μια γιορτή, όπου ανοίγονταν όλες οι καρδιές και κυλούσαν όλα τα κρασιά.

Μια βραδιά πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου –και τη βρήκα πικρή – και τη βλαστήμησα.

Αρματώθηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα. Ω μάγισσες, ω αθλιότητα, ω μίσος, είναι σε σας που το θησαυρό μου εμπιστεύτηκα!

Κατάφερα να κάνω μέσα μου να σβήσει κάθε ανθρώπινη ελπίδα! Χύμηξα πάνω σε κάθε χαρά για να τις πνίξω, με το σιγανό πήδημα του αγριεμένου ζώου.

Κάλεσα τους δήμιους, για να δαγκώσω, όσο θα με θανάτωναν τα σιδερικά τους. Τις θεομηνίες κάλεσα να με πνίξουν με το χώμα, το αίμα. Το κακό ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκε μέσα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του φονικού κι έπαιξα φορές πολλές στην τρέλα. Κι η άνοιξη μου ‘φερε του ηλίθιου το αποτρόπαιο γέλιο.»

Κινδυνεύοντας να πάθει σύγχυση ο Κος Πενθήμερος πέρασε στα ''Ποιήματα Ι, ΙΙ'' του έτερου μεγάλου ποιητή του Λωτρεαμόν παρατώντας τον Ρεμπώ και τα οράματά του στις πρώτες αράδες.

Τίποτε δεν έχει ειπωθεί. Ερχόμαστε πολύ νωρίς μέσα σ’ αυτά τα 7 χιλιάδες χρόνια

που υπάρχουν άνθρωποι.

Έχουμε το προτέρημα να δουλεύουμε μετά τους αρχαίους, όντως άξιοι ανάμεσα στους σύγχρονους!

Δεν μπορούμε να κρίνουμε την ομορφιά του θανάτου παρά την ομορφιά της ζωής.

Η καρδιά του ανθρώπου είν’ ένα βιβλίο που έμαθα να εκτιμώ

Όχι ατελής, όχι έκπτωτος, ο άνθρωπος δεν είναι πια το μεγάλο μυστήριο

Είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε το καλό

Η κρίση δε λαθεύει ποτέ

Δεν είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε το κακό.

Δεν δέχομαι το κακό. Ο άνθρωπος είναι τέλειος.

Η ψυχή δεν ξεπέφτει. Η πρόοδος είναι πραγματικότητα. Το καλό είναι ακατανίκητο.

Τα ποιήματα Ι. ΙΙ είναι στην ουσία αποφθέγματα λιβελλογραφικά. Ο ποιητής στηλιτεύει την παράδοση των γαλλικών γραμμάτων.

Στην αρχή του «Ποιήματα Ι» αναφωνεί «Ο ποιητής παρηγορεί την ανθρωπότητα!»

Τα ποιήματα είναι ένα κείμενο ποιητικής (αλλά και αισθητικής και ηθικής).

«Αντικαθιστώ τη μελαγχολία με το θάρρος, την αμφιβολία με τη βεβαιότητα, την απελπισία με την ελπίδα, την κακία με το καλό, τα παράπονα με το καθήκον, τον σκεπτικισμό με την πίστη, τις σοφιστείες με την ψυχρότητα της ηρεμίας και την αλαζονεία με την ταπεινοφροσύνη.»

Τι να διαλέξει ο Κος Πενθήμερος.

Αν και δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Ήταν δύο διαφορετικές ποιητικές φύσεις εφάμιλλες. Δεν έγιναν κλασικοί. Ας πούμε όπως  ο Ουγκώ. Ευτυχώς γιατί οι κλασικοί δεν διαβάζονται.  Ενώ οι δυό τους μας κοιτούν από τα εξώφυλλα των λιγοστών βιβλίων τους. Δύο φωτογραφίες. Η φωτογραφία του Λωτρεαμόν δεν ξέρουμε αν απεικονίζει πράγματι αυτόν. Ο Ισίδωρος Ντυκάς πέθανε 24 ετών στο πολιορκημένο Παρίσι το 1870.

Στα 22 του κατάφερε να ολοκληρώσει τα 6 άσματα του Μαλντορόρ.

11072202_775087725920299_323663723294565649_o

Στο τέταρτο άσμα γράφει:

«Είμαι βρώμικος, με τρώνε οι ψείρες, και τα γουρούνια άμα με δουν ξερνάνε. Οι πληγές και το κόριασμα της λέπρας έχουν κομματιάσει το πετσί μου, που απάνω του ξεχύνεται ένα χλεμπονιασμένο πύον. Το νερό στα ποτάμια και τις στάλες απ’ τα σύννεφα δεν τα ξέρω. Στο σβέρκο μου, όπως στην κοπριά, φυτρώνει ένα πελώριο μανιτάρι με ομπρελωτή ουρά. Καθισμένος σ’ ένα έπιπλο σαράβαλο, έχω να κουνήσω τα μέλη μου εδώ και τετρακόσια χρόνια. Τα πόδια μου χάμου έχουνε πιάσει ρίζες, και μέχρι την κοιλιά μου θεριεύει ένα είδος βλάστησης γεμάτης τρομερά παράσιτα, που δεν είναι ούτε απ’ το φυτό και πολύ λιγότερο από τη σάρκα. Ωστόσο η καρδιά μου χτυπάει. Πώς θα χτύπαγε όμως, αν η σαπίλα και οι μπόχες απ’ το πτώμα μου (δεν τολμάω να πω το σώμα μου) δεν την έτρεφαν πλουσιοπάροχα; Κάτω απ’ την αριστερή μου μασκάλη έχει εγκατασταθεί μια οικογένεια βατράχων, κι όποτε κάποιος πάει να αναδευτεί, εμένα με γαργαλάει. Σεις το νου σας, μη ξεφύγει κανένας από δαύτους, κι έρθει να ξύσει το μέσα του αυτιού σας: δεν θα τόχει σε τίποτα, από κει να τρυπώσει στο μυαλό σας. Κι ένας χαμαιλέοντας, που έχει βολευτεί στη δεξιά μασκάλη τους κάνει άγριο κυνηγητό, για να μην πεθάνει απ’ την πείνα: έτσι είναι, όλοι πρέπει να ζήσουν. Και κάθε φορά που η μια παράταξη αχρηστεύει τις πονηριές της άλλης, έχουν βρει για λύση προς αποφυγή παρεξηγήσεων μεταξύ τους, να πιπιλίζουν το φτενό λίπος που σκεπάζει τα πλευρά μου: το συνήθισα κι αυτό. Το πέος μου τόχει καταβροχθίσει μια κακιά οχιά, κι έχει πάρει τη θέση του: ευνούχο μ' έκανε η άτιμη. Ω! και νάμουν σε θέση να αντισταθώ με τα παραλυμένα χέρια μου, που κούτσουρα είναι καταντημένα τώρα. Πάντως, εκείνο που διαπιστώνω είναι πως την κοκκινίλα του το αίμα δεν την κυκλοφορεί πια σε κείνο το μέρος. Δυο μικρόσωμοι σκαντζόχοιροι, που δεν βρίσκονται άλλο στην ανάπτυξη, πέταξαν σ’ ένα σκύλο το μέσα από τα αμελέτητά μου, πράμα που δεν αρνήθηκε: και μετά το πλύσιμο καλό της επιδερμίδας, κατοικήσαν μέσα. Ο πρωκτός, αυτός, φράχτηκε από έναν κάβουρα, που ξεθαρρεμένος απ’ την ακινησία μου, φυλάει την είσοδο με τις δαγκάνες του και με κάνει να υποφέρω. Δύο μέδουσες, δελεασμένες απ’ την ελπίδα, διασχίσαν πάραυτα τα πέλαγα, και δεν βγήκαν γελασμένες. Κοίταξαν προσεχτικά τα δύο σαρκωμένα μέρη που σχηματίζουν τον ανθρώπινο πισινό, και γαντζώθηκαν στο κοίλο γάρμπος του, με αποτέλεσμα απ’ το αδιάκοπο σφίξιμο, να εξαφανιστεί η σάρκα από δαύτα, και να μείνουν δυο θηρία, βγαλμένα απ’ το βασίλειο του πλαδαρού και του γλοιώδικου, όμοια σε χρώμα, σε σχήμα και σε αγριότητα. Όσο για τη σπονδυλική μου στήλη, να μη γίνεται λόγος, αυτή είναι σπάθα! Θέλετε να μάθετε πως βρέθηκε μπηγμένη κατακόρυφα στα νεφρά μου, έτσι δεν είναι; Ούτε και εγώ ο ίδιος καλά-καλά θυμάμαι. Πάντως, αν πάρω για ανάμνηση εκείνο που μπορεί να είναι φαντασία, μάθετε πως ο άνθρωπος όταν πληροφορήθηκε πως είχα κάνει την ευχή να αξιωθώ, έστω καθηλωμένος κι άρρωστος να κατατροπώσω τον Δημιουργό, ήρθε πίσω μου πατώντας στις μύτες των ποδιών του, όχι όμως τόσο σιγά για να μην τον ακούσω. Μια στιγμή κράτησε όλο αυτό, κατόπιν δεν κατάλαβα τίποτα. Το μαχαίρι χώθηκε ως τη λαβή, ανάμεσα ως τη λαβή, ανάμεσα στους ώμους του ταύρου για τις φιέστες, ενώ την κοκαλοδεσιά του την τράνταξε σεισμός. Η λάμα έκτοτε μένει αδιάσπαστα κολλημένη στο σώμα, και δεν έχει μπορέσει κανείς να τη βγάλει. Αθλητές, μηχανικοί, φιλόσοφοι, γιατροί, δοκίμασαν με την σειρά τους κάθε είδους μέσο. Δεν τόξεραν πως το κακό που κάνει ο άνθρωπος, είναι από κείνα που δεν ξεγίνονται! Τους συχώρεσα για το μέγεθος της έμφυτης άγνοιάς τους, και τους χαιρέτησα με τα ματόκλαδά μου. Διαβάτη, σε ικετεύω, όταν από κοντά μου θα περνάς, μη βγάλεις απ’ το στόμα σου παρηγοριάς κουβέντα: θα αποδυναμώσεις το κουράγιο μου. Άφησέ με να ξαναπυρώσω την αντοχή μου στη φλόγα του θεληματικού μαρτυρίου. Πήγαινε… δεν χρειάζεται να με λυπάσαι. Το μίσος είναι πολύ πιο παράξενο απ’ ό,τι φαντάζεσαι. Ο τρόπος που εκδηλώνεται είναι τόσο ανεξήγητος, όσο η σπασμένη όψη, που παίρνει το μπαστούνι όταν βουτιέται στο νερό. Ας με βλέπεις έτσι, μπορώ ακόμα να κάνω εφόδους μέχρι τα τείχη του ουρανού, επί κεφαλής μιας λεγεώνας φονιάδων, και να ξαναγυρίσω να πάρω τούτη την ίδια στάση, για να βάλω την σκέψη να καταστρώσει ξανά, τα μεγαλόπνοα σχέδια της εκδίκησής μου. Δεν θα σε καθυστερήσω άλλο, χαίρε, πάντως για να σε κατατοπίσω και να σε προφυλάξω, σκέψου ποια πρέπει να ήταν η μοίρα η δική μου, για να με σπρώξει στην εξαγρίωση, όταν μπορεί να είχα γεννηθεί καλός!! Αυτό που είδες, θα τα διηγηθείς στο γιο σου, και παίρνοντάς τον απ’ το χέρι, κάνε τον να θαυμάσει την ομορφιά πούχουν τ’ αστέρια, τα θαύματα της πλάσης, την φωλιά του τσιχλογέρακα και τους ναούς του Κυρίου. Έκπληξη θα σου κάνει το καλόβολο ύφος του, όπως θ’ ακούει τις πατρικές συμβουλές, και η ανταμοιβή του θα είναι το χαμόγελό σου. Τη στιγμή όμως που θα αντιληφθεί  πως δεν τον παρακολουθείς, και κάνεις πως γυρνάς τα μάτια σου σε δαύτον, θα τον δεις να φτύνει με τα σάλια του την ηθική αξία. Σε εξαπάτησε, ο εκπορευόμενος απ’ την ανθρώπινη ράτσα, και δεν χρειάζεται να το επαναλάβει: από δω και μπρος θα ξέρεις τι θα γίνει. Κακομοίρη πατέρα, ετοιμάσου να συντροφέψουν τα στερνά σου, η ανάμνηση της καρμανιόλας που θα κόψει το κεφάλι ενός πρώιμου εγκληματία, κι ο πόνος που θα σου δείχνει το δρόμο που οδηγεί στον τάφο.

Όταν ήθελα να σκοτώσω, σκότωνα. Κι αυτό μου συνέβηκε συχνά χωρίς κανείς να μ’ εμποδίσει. Όμως, ακόμα και κει, με κυνηγούσαν οι ανθρώπινοι νόμοι με την εκδικητικότητά τους, παρ’ όλο που δεν πολεμούσα τη ράτσα που τόσο ήσυχα εγκατέλειψα. Κι όσο για συνείδησή μου, αυτή δεν είχε τίποτα να μου μεμφθεί. Όλη την ημέρα δεν έκανα τίποτ’ άλλο, παρά να χτυπιέμαι με τους καινούργιους συνομοίους μου, κι ο τόπος ολόγυρα ήταν σπαρμένος κοκαλιασμένα αίματα. Ήμουν ο δυνατότερος, και σάρωνα όλες τις νίκες. Το κορμί μου ήταν γεμάτο πληγές που αιμοραγούσαν, αλλά έκανα δήθεν πως δεν τις έβλεπα. Τα ζωντανά της γης φεύγαν μακρυά μου, κι έμενα μόνος μέσα στο εκθαμβωτικό μου μεγαλείο».

Και τρία χωρία από τα ‘Ποιήματα’:

«Αντικαθιστώ τη μελαγχολία με το θάρρος, την αμφιβολία με τη βεβαιότητα, την απελπισία με την ελπίδα, την κακία με το κακό, τα παράπονα με το καθήκον, τον σκεπτικισμό με την πίστη. τις σοφιστείες με την ψυχρότητα, τις ηρεμίες και την αλαζονεία με την ταπεινοφροσύνη».

«Τον ασίγαστο οίστρο μου, με τίποτα δεν θα τον κάνει να στερέψει, γιατί τρέφεται με εφιαλτικά παραληρήματα, που βασανίζουν τις αϋπνίες μου».

Νάσαι, λοιπόν, άνθρωπε! γυμνός σαν το σκουλήκι, μπρος στην αστραφτερή ρομφαία μου»,

Ήταν φανερό πως τα Άσματα δεν έμοιαζαν καθόλου με τη μπροσούρα «Ποιήματα Ι, ΙΙ,» Τα Άσματα» το opus magnum του Ι. Έχουν αποκαλυπτικό περιεχόμενο. Έχουν προκλητικό χαρακτήρα απέχουν παρασάγκας από την ποίηση που γραφόταν εκείνη την εποχή. Δεν είναι ποίημα, δεν είναι καθαρό πεζογράφημα και παρότι ο Λωτρεαμόν ελεεινολογεί το μυθιστόρημα στην μπροσούρα του μπορεί να πει κανείς –ο Κος Πενθήμερος δεν ήταν ακόμη σε θέση να κάνει τέτοιες κρίσεις– πως μοιάζει περισσότερο με μαύρο μυθιστόρημα.

Ο Μπρετόν στο εισαγωγικό σημείωμά του στην «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ» παραθέτει την αποθεωτική κρίση του ρομαντικού ποιητή Σουίνμπερν για τον θείο μαρκήσιο ντε Σαντ – αυτός ''ήταν πραγματικός''

«Μέσα σ’ όλην αυτή την πολυτάραχη αυτοκρατορική εποποιία,  βλέπουμε ν’ αστράφτει τούτη η φλογισμένη κεφαλή, τούτο το πελώριο στέρνο, το κεντημένο με κεραυνούς· ο άνθρωπος-φαλλός, με το σεβάσμιο και κυνικό προφίλ που καγχάζει σαν τρομερός και θεσπέσιος τιτάνας· νοιώθουμε, μέσα σ’ αυτές τις καταραμένες σελίδες, να κυκλοφορεί κάτι σαν το ρίγος του απείρου· πάνω στα καμένα αυτά χείλια, να δονείται η πνοή ενός θυελλώδους ιδανικού. Πλησιάστε, και θ’ ακούσετε να σπαρταρούν μέσα στο λασπωμένο και αιματοβαμμένο τούτο ψοφίμι οι αρτηρίες της ψυχής της οικουμένης, φλέβες φουσκωμένες από αίμα θεϊκό. Αυτός ο βόθρος είν’ ολάκερος ζυμωμένος με ζαφείρια»

 

------------------------------------------------------

Η μετάφραση του 'Μαλντορόρ' είναι της Έλλης Νεζερίτη

Η μετάφραση του ' Ποιήματα I &II' είναι  του Γιάννη Δ. Ιωαννίδη

Η΄μετάφραση του αποσπάσματος του Σουίνμπορν είναι του Νίκου Παναγιωτόπουλου